Αυστηρή προειδοποίηση για τον κίνδυνο «δυσμενών σοκ» στις ευρωπαϊκές οικονομίες λόγω των υψηλών επιπέδων χρέους, απευθύνει η ΕΚΤ.
Ειδικότερα, στην εξαμηνιαία επισκόπηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, η ΕΚΤ επισημαίνει πως η αποτυχία των ευρωπαϊκών χωρών να συνεχίσουν να μειώνουν το δημόσιο χρέος τους τις καθιστά «ευάλωτες σε δυσμενείς κλυδωνισμούς» από τις γεωπολιτικές εντάσεις και τα επίμονα υψηλά επιτόκια. Όπως αναφέρεται, πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν έχουν αντιστρέψει πλήρως τα μέτρα στήριξης, που θεσπίστηκαν για να θωρακίσουν τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις από τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού και του σοκ στις τιμές της ενέργειας που προκάλεσε η πλήρους κλίμακας εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
«Οποιαδήποτε επανεκτίμηση του κρατικού κινδύνου από τους συμμετέχοντες στην αγορά λόγω των υψηλών επιπέδων χρέους και των επιεικέστερων δημοσιονομικών πολιτικών θα μπορούσε να αυξήσει περαιτέρω το κόστος δανεισμού και να έχει αρνητικές επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, μεταξύ άλλων μέσω δευτερογενών επιπτώσεων στους ιδιώτες δανειολήπτες και στους κατόχους κρατικών ομολόγων», επισημαίνεται στην έκθεση της ΕΚΤ.
Ανησυχία για τις χαλαρές δημοσιονομικές πολιτικές
Η ΕΚΤ ανέφερε ότι οι κίνδυνοι για το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχουν ως επί το πλείστον υποχωρήσει τους τελευταίους μήνες, με το χρέος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων να έχει υποχωρήσει κάτω από τα προ της πανδημίας επίπεδα. Πρόσθεσε όμως ότι το δημόσιο χρέος είναι πιθανό να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα, προσδιορίζοντας ως πρωταρχική ανησυχία τις «χαλαρές δημοσιονομικές πολιτικές».
Ενώ η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να ανακάμψει τα επόμενα δύο χρόνια, υποστηριζόμενη από τις ανθεκτικές αγορές εργασίας, τον χαμηλότερο πληθωρισμό και τις αναμενόμενες μειώσεις των επιτοκίων από την ΕΚΤ από τον επόμενο μήνα, η ΕΚΤ ανέφερε ότι «οι διαρθρωτικές προκλήσεις… παραμένουν τροχοπέδη στην παραγωγικότητα και την ανάπτυξη». Σε συνδυασμό με ενδείξεις αυξημένων ζημιών στα εμπορικά ακίνητα, η ΕΚΤ δήλωσε ότι «οι προοπτικές παραμένουν εύθραυστες» και ότι «οι χρηματοπιστωτικές αγορές παραμένουν ευάλωτες σε περαιτέρω δυσμενείς διαταραχές».
«Ενώ οι προσδοκίες για χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής έχουν ενισχύσει την αισιοδοξία στις εκτιμήσεις των επενδυτών για τον κίνδυνο, το κλίμα θα μπορούσε να αλλάξει γρήγορα», ανέφερε, επισημαίνοντας ότι «τα επίμονα αυξημένα επίπεδα χρέους και τα δημοσιονομικά ελλείμματα θα ήταν πιο πιθανό να αναζωπυρώσουν τις ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του χρέους».
Οι προβλέψεις της Κομισιόν
Η προειδοποίηση της ΕΚΤ ήρθε μετά τη δημοσίευση των επικαιροποιημένων οικονομικών προβλέψεων της ΕΕ, στις οποίες εκτιμάται ότι ο καθαρός δανεισμός των κυβερνήσεων της Ευρωζώνης θα μειωθεί από 3,6% του ΑΕΠ πέρυσι σε 3% φέτος και 2,8% το 2025. Ωστόσο, ανέφερε ότι το συνολικό δημόσιο χρέος αναμένεται να παραμείνει πάνω από τα προ της πανδημίας επίπεδα, στο 90% του ΑΕΠ σε όλο το μπλοκ το 2024, και στη συνέχεια να αυξηθεί ελαφρώς το επόμενο έτος.
Παρά τις ελαφρώς καλύτερες προβλέψεις για την ανάπτυξη, οι Βρυξέλλες ανέφεραν ότι έως και 11 χώρες της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας και της Ιταλίας, ήταν πιθανό να υποστούν επίπληξη επειδή παραβίασαν το όριο του 3% του δημοσιονομικού ελλείμματος βάσει των αναθεωρημένων δημοσιονομικών κανόνων που τέθηκαν εκ νέου σε ισχύ φέτος.
Το κόστος δανεισμού για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχει μειωθεί από τα πρόσφατα υψηλά επίπεδα, καθώς οι επενδυτές αναμένουν ότι η ΕΚΤ θα αρχίσει σύντομα να μειώνει τα επιτόκια ως απάντηση στην πτώση του πληθωρισμού, ο οποίος βρίσκεται πλέον κοντά στο στόχο του 2%. Η διαφορά μεταξύ του 10ετούς κόστους δανεισμού της Ιταλίας και της Γερμανίας -η οποία παρακολουθείται στενά ως δείκτης χρηματοοικονομικής πίεσης- έχει πέσει κοντά σε χαμηλά επίπεδα διετίας.
Η ΕΚΤ, ωστόσο, δήλωσε ότι: «Οι κίνδυνοι δημοσιονομικής εκτροπής υπό το πρίσμα μιας πολυάσχολης προεκλογικής ατζέντας το 2024-25 -τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο- ή οι αβεβαιότητες γύρω από την ακριβή εφαρμογή του νέου δημοσιονομικού πλαισίου της ΕΕ θα μπορούσαν να οδηγήσουν τους συμμετέχοντες στην αγορά στην επανεκτίμηση του κρατικού κινδύνου».
Οι αγορές εμπορικών ακινήτων έχουν υποστεί «απότομη ύφεση», προειδοποίησε η ΕΚΤ, προσθέτοντας ότι οι τιμές των κτιρίων γραφείων και των χώρων λιανικής πώλησης θα μπορούσαν να μειωθούν περαιτέρω λόγω της «διαρθρωτικά χαμηλότερης ζήτησης».
Η ΕΚΤ καθορίζει τη νομισματική πολιτική για τα 20 κράτη μέλη της Ευρωζώνης και εποπτεύει τους μεγαλύτερους δανειστές του νομισματικού μπλοκ. Είπε ότι το τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης είναι «καλά εξοπλισμένο για να αντιμετωπίσει αυτούς τους κινδύνους, δεδομένου ότι διαθέτει ισχυρά κεφάλαια και ρευστότητα».
Προειδοποίησε όμως ότι τα «ανεπαρκή αποθέματα ρευστότητας» θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε «αναγκαστικές πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων» από επενδυτικά κεφάλαια ακινήτων «ιδίως εάν η ύφεση στην αγορά ακινήτων επιμείνει ή ενταθεί».