Η Ευρώπη είναι αναμφίβολα το μεγάλο θύμα του πολέμου της Ουκρανίας – με κερδισμένους πρώτα τις ΗΠΑ λόγω του LNG που εξάγουν σε πανάκριβες τιμές και των όπλων που πουλούν, καθώς επίσης τη Ρωσία που έχει μετατρέψει την οικονομία της σε πολεμική, επιτυγχάνοντας ρυθμό ανάπτυξης 3,6%.
Την ίδια στιγμή, η ΕΕ υστερεί όλο και περισσότερο σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Κίνα, όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα της – με εκτιμώμενο ρυθμό ανάπτυξης το 2024 στο 0,9% και με τη Γερμανία στην τελευταία θέση, μεταξύ των βιομηχανικών χωρών των G7.
Η κατάσταση είναι τόσο σοβαρή, ώστε η ΕΕ αναγκάσθηκε να συγκαλέσει ειδική σύνοδο κορυφής – για την αντιμετώπιση του προβλήματος της μειωμένης ανταγωνιστικότητας. Εν προκειμένω ο E. Letta, ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας, κλήθηκε να παρουσιάσει μία έκθεση για το θέμα – καθώς επίσης να προβεί σε συστάσεις.
Εν τούτοις, όπως συμβαίνει πολύ συχνά στις Βρυξέλλες, η σύνοδος κορυφής ασχολήθηκε περισσότερο με τους πολέμους της Ουκρανίας και του Ισραήλ – ενώ η παρουσίαση του Ε. Letta επισκιάσθηκε από τον M. Draghi, στον οποίο πολλοί στην ΕΕ εναποθέτουν τις ελπίδες τους. Όπως αναφέρεται δε, ο πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ θα μπορούσε να αναλάβει το αξίωμα του μονίμου Προέδρου του Συμβουλίου – ενώ λίγο πριν τη σύνοδο κορυφής, παρουσίασε μία δική του έκθεση σχετικά με την κρίση της ΕΕ.
Στην ομιλία του τώρα είπε πως η ΕΕ έχει μείνει πίσω, επειδή η οργάνωση, η λήψη αποφάσεων και η χρηματοδότηση της, έχουν σχεδιαστεί για «τον κόσμο του χθες» – οπότε θα πρότεινε στην έκθεση του ριζικές αλλαγές. Όσον αφορά τον «κόσμο του χθες», ήταν η εποχή που η ΕΕ πίστευε ακόμη στην εσωτερική της αγορά, στο ελεύθερο εμπόριο και στην παγκοσμιοποίηση.
Ήταν η εποχή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που είχαν πολλούς υποστηρικτές, ειδικά στη Γερμανία – η εποχή που ο τότε Γερμανός υπουργός οικονομικών, ο Β. Σόιμπλε, επέβαλλε σκληρά προγράμματα λιτότητας σε όλες τις χώρες της ΕΕ. Η εποχή που «δολοφόνησε» για τον παραδειγματισμό των άλλων την Ελλάδα, σε συνεργασία με τους εγχώριους πολιτικούς – όπως με τον Ευάγγελο Βενιζέλο.
Ο M. Draghi συνέβαλε βέβαια σε όλα αυτά, καθιστώντας τα δυνατά μέσω των εκβιασμών της ΕΚΤ – ενώ μπορεί μεν να έβαλε τέλος στην άγρια κερδοσκοπία εναντίον του ευρώ και των χωρών της κρίσης, με το γνωστό «ότι χρειαστεί» (Whatever it takes) το 2012, αλλά με αυτό ακριβώς ο ίδιος χάραξε την πορεία για τα νεοφιλελεύθερα «προγράμματα προσαρμογής».
Η συγκεκριμένη και υποτιθέμενη μη εναλλακτική πολιτική των «διασωστών του ευρώ», είχε ως αποτέλεσμα τόσο οι χώρες της Ευρωζώνης, όσο και της ΕΕ, να εξέλθουν από την οικονομική κρίση που προκάλεσαν οι ΗΠΑ πολύ αργότερα και πολύ χειρότερα από τον υπόλοιπο πλανήτη – ενώ αυτό το κρίσιμο σφάλμα πληρώνει ακόμη η Ευρώπη πανάκριβα.
Σήμερα, αρκετά χρόνια αργότερα δηλαδή, ο M. Draghi φαίνεται σαν να μην ήθελε τίποτα από όλα αυτά – δηλώνοντας στην ουσία πως η αντίδραση στην κρίση του ευρώ ήταν εντελώς λανθασμένη. Όπως είπε χαρακτηριστικά, «προσπαθήσαμε συνειδητά να μειώσουμε το μισθολογικό κόστος των χωρών μεταξύ τους – κάτι που, σε συνδυασμό με μία προκυκλική δημοσιονομική πολιτική, είχε ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της εσωτερικής μας ζήτησης και την υπονόμευση του κοινωνικού μας μοντέλου».
Εδώ θα ήθελε κανείς να επικροτήσει τα λόγια του Ιταλού, εάν δεν είχε όμως εμπλακεί ο ίδιος σε αυτήν την αποτυχημένη πολιτική – καθώς επίσης εάν δεν ήταν ήδη διαφαινόμενη η επόμενη λανθασμένη «θεραπεία» που δρομολογεί η ΕΕ. Ειδικότερα, αντί η ΕΕ να σταματήσει την προκυκλική δημοσιονομική πολιτική, καθώς επίσης να εγκαταλείψει την απαρχαιωμένη έννοια της ανταγωνιστικότητας, (αντικαθιστώντας την με την παραγωγικότητα που συνδέεται με τα επιτόκια και τους μισθούς), επιστρέφει στα παλαιά και αποτυχημένα πρότυπα – αφού οι νέοι κανόνες για το χρέος που πρόκειται να τεθούν σε ισχύ από το Φθινόπωρο, αναγκάζουν τις χώρες του ευρώ σε περικοπές, ξανά εντός μίας κρίσης.
Ως εκ τούτου, χώρες όπως η Ιταλία, η Γαλλία και το Βέλγιο, προφανώς επίσης η Ελλάδα, θα μπορούσαν να βιώσουν μεγάλα προβλήματα – ενώ φαίνεται πως η ΕΕ δεν αναγνωρίζει τις νέες πραγματικότητες, παραμένοντας στον «κόσμο του χθες». Δεν βλέπει δηλαδή πώς ούτε η Κίνα, ούτε οι ΗΠΑ τηρούν τους κανόνες του ελευθέρου εμπορίου και του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) – αφού η μεν Κίνα υποστηρίζει τις εταιρίες της με κρατικές επιδοτήσεις, ενώ οι ΗΠΑ στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό με τον IRΑ.
Δηλαδή με το «νόμο μείωσης του πληθωρισμού» που, μεταξύ άλλων, προβλέπει στοχευμένες φορολογικές ελαφρύνσεις – κάτι που θα νομιμοποιούσε την ΕΕ να καταθέσει αγωγή εναντίον των ΗΠΑ, ενώπιον του ΠΟΕ. Εν τούτοις έχει αποτραπεί από τους, εκ των πραγμάτων, συνεργάτες των Αμερικανών – από την πρόεδρο της Κομισιόν U. von der Leyen, από τον Γερμανό καγκελάριο O. Scholz και από τον υπουργό οικονομικών των πρασίνων R. Habeck.
Οι παραπάνω Γερμανοί, εκτός του ότι υποστηρίζουν απτόητα τη διατλαντική συμμαχία, αντιστέκονται σθεναρά στις προτάσεις της Γαλλίας και της Ιταλίας – σύμφωνα με τις οποίες η ΕΕ πρέπει να «νικήσει» τις ΗΠΑ, χρησιμοποιώντας τα δικά τους όπλα, με τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού IRA.
Πώς να μη μείνει πίσω λοιπόν η ΕΕ, όταν οι Γερμανοί εμποδίζουν τη λήψη μέτρων; Πόσο μάλλον όταν συνεχίζεται η μη ισορροπημένη εξέλιξη των μισθών εντός της ΕΕ που, σε πολλές χώρες, ιδιαίτερα σε αυτές της Βαλτικής, υποθάλπει την ανταγωνιστικότητα των οικονομιών τους;
Κάτι ανάλογο συμβαίνει με το κόστος εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος – σύμφωνα με το οποίο η επόμενη κρίση στην ΕΕ είναι προδιαγεγραμμένη, Εν προκειμένω, οι αποκλίσεις μεταξύ των χωρών της ΕΕ, πόσο μάλλον της Ευρωζώνης, είναι τεράστιες – ενώ η ΕΚΤ δεν κρούει καν τον κώδωνα του κινδύνου, ούτε λαμβάνει κάποια μέτρα.
Κλείνοντας, ο Μάριο Ντράγκι δεν ασχολήθηκε δυστυχώς με τις γερμανικές αντιδράσεις – ενώ αγνόησε επί πλέον το δικό του καταστροφικό ρόλο στην κρίση του ευρώ και στη μετέπειτα εποχή, ή απλά δεν θέλησε να το αποδεχθεί. Εύλογα ίσως, αφού διαφορετικά θα έπρεπε να παραδεχθεί πως ήταν ένας από τους αρχιτέκτονες του αποτυχημένου ευρωπαϊκού οικονομικού και χρηματοπιστωτικού μοντέλου – αν και αναφέρθηκε σε κάποια επιμέρους λάθη του.
Θα μπορούσε αλήθεια έτσι να ηγηθεί της ΕΕ και να προεδρεύει στις συνόδους κορυφής της; Κατά την άποψη μας όχι, όσο τουλάχιστον συνεχίζει να παραμένει υποχείριο των Γερμανών – οι οποίοι μπορεί μεν να τάσσονται σήμερα ανοιχτά υπέρ των ΗΠΑ, αλλά ασφαλώς κρύβουν προσεκτικά τις πραγματικές τους προθέσεις, όπως συνηθίζουν, έως ότου καταφέρουν να εξέλθουν ισχυρότεροι από την κρίση.