Ο κουρνιαχτός της AUKUS και των σεισμικών αντιδράσεων της Γαλλίας, που προκάλεσε, δείχνει να κατακάθεται. Η όλη άσκηση διαχείρισης της κρίσης, έδωσε αφορμή για να προβληθεί για μια ακόμα φορά η προοπτική της ‘στρατηγικής αυτονομίας’ της Ευρώπης. Αλλά και να αναδειχθούν οι προβληματισμοί ως προς το περιεχόμενο της ‘αυτονομίας΄ αυτής σε θέματα άμυνας και ασφάλειας, τους όρους που την επηρεάζουν και την προοπτική που πρέπει να διανυθεί. Αναμφισβήτητα όλα αυτά είναι ερεθίσματα ‘ για υψηλή πολιτική’, που κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τη χρησιμότητα και ενδεχομένως την αναγκαιότητά της.
Στο πεδίο ωστόσο του πραγματικού τα κράτη μέλη και οι πολίτες τους αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις της καθημερινότητας, της οικονομίας και του βιοτικού τους επιπέδου. Που απαιτούν αντίστοιχα καθορισμό κατευθύνσεων σε κεντρικό Ευρωπαϊκό επίπεδο. Στα θέματα της οικονομίας κατ’ αρχήν και στην προοπτική να αποδεσμευθεί η λήψη των αποφάσεων από τις έκτακτες συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία, προβάλει ως επόμενο στάδιο η ‘επιστροφή΄ στους λεγόμενους κανόνες του Συμφώνου Δημοσιονομικής σταθερότητας. Τι σημαίνει αυτό; Συμμόρφωση με τα προβλεπόμενα ποσοστά για το έλλειμμα και το δημόσιο χρέος σε πρώτο χρόνο και σε κάθε περίπτωση δρομολόγηση διαδικασιών για την επίτευξη της συμμόρφωσης αυτής. Δεδομένου ότι η χώρα μας έχει ξεπεράσει το 200% του ΑΕΠ, σε ποσοστά δημόσιου χρέους, οι διανοιγόμενες ‘επιλογές’, μόνο ανησυχία προκαλούν. Στην αρνητική αυτή καταγραφή δεν είμαστε μόνοι. Ο προβληματισμός για τους όρους εφαρμογής της δημοσιονομικής σταθερότητας, διαπερνά όλο τον Ευρωπαϊκό Νότο και έχει την καθοριστικής σημασίας στήριξη της Γαλλίας, εν πρώτοις, καθώς και της Ιταλίας και της Ισπανίας σε δεύτερο χρόνο.
Απέναντι στην ανάγκη να υιοθετηθούν προσεγγίσεις πραγματισμού, υψώνεται το ‘Βόρειο Μέτωπο’ και των ‘φειδωλών’ οικονομιών των κρατών μελών του. Καίριας σημασίας θα είναι ο ρόλος που άμεσα ή μέσω των εκπροσώπων της θα διαδραματίσει η Γερμανία. Και εδώ όμως υπάρχουν δυσκολίες. Οι διεργασίες για τον σχηματισμό κυβέρνησης μόλις άρχισαν. Στις πλέον πιθανές εκδοχές της, στο τιμόνι της θα έχει είτε τον οικονομικό εκφραστή της πολιτικής Μέρκελ, είτε τον άνθρωπο που εξ αρχής δηλώνει συνεχιστής και διάδοχος του έργου της. Που ως γνωστό χαρακτηρίζονταν από την ευλαβική συμμόρφωση με τη δημοσιονομική πειθαρχία. Αλλά και στο πηδάλιο της οικονομικής πολιτικής, φέρεται σε κάθε βασική εκδοχή, να εγκαθίσταται ο επικεφαλής των Φιλελευθέρων, που θεωρεί την χαλάρωση των κανόνων της δημοσιονομικής σταθερότητας, ως πρελούδιο δημιουργίας ‘Ευρωπαϊκής Ένωσης Χρεών’ και τους Γερμανούς να ‘επωμίζονται τις ευθύνες άλλων’.
Η στασιμότητα στην αναζήτηση του βηματισμού της Ευρώπης, δε βοηθά και σε ένα άλλο αναπάντεχο μέτωπο, που αφορά την ιλιγγιώδη αύξηση των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος. Κατά πως λέγεται είναι μια εξέλιξη απότοκος, σειράς αρνητικών συνιστωσών, που στο τέλος της ημέρας καταλήγουν στην αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου. Είναι το ακριβότερο καύσιμο, με βάση το οποίο προσδιορίζονται οι τιμές στη χονδρική εμπορία του ρεύματος, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες της ζήτησης. Η οποία ενώ παραμένει σταθερή, δεν καλύπτεται άμεσα από την προσφορά, λόγω τρεχουσών συγκυριών, όπως η άρνηση των Ολλανδών να ενισχύσουν τις παραγωγικές τους υποδομές στο Γκρόνιγκεν-λόγω του φόβου για ενδεχόμενο σεισμό- και κυρίως η απροθυμία των Ρώσων να ενισχύσουν τις ροές του Φυσικού Αερίου, μέσω Ουκρανίας. Από τη στιγμή μάλιστα κατά την οποία δεν υπάρχει αποφασιστική Ευρωπαϊκή πίεση και ο Nord Stream 2, γίνεται αποδεκτός ως πραγματικότητα, ουδεμία προθυμία ή κίνητρο έχουν να διαπραγματευτούν και να διευκολύνουν. Είναι και αυτή μια διαπίστωση, που καθιστά αναγκαίο τον ρόλο των μπροστάρηδων στην Ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή.
Από πλευράς μας έχουμε και ειδικά όσοι είναι θεσμικά αρμόδιοι, μια μοναδική ευκαιρία και ευθύνη. Να αξιοποιήσουμε δηλαδή τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης. Είναι η μοναδική ουσιαστικά άμεση και τέτοιας έκτασης χρηματοδότηση και προσπορισμός εσόδων για τη χώρα μας. Δυο είναι τα άμεσα κεντρικά ζητούμενα. Αφενός μεν να γίνει η απορρόφηση των πόρων μέσα σε ένα πιεστικό, αν όχι ασφυκτικό χρονικό πλαίσιο και αφετέρου να περάσουν οι χρηματοδοτικές ροές στην πραγματική οικονομία. Απλοί και σαφείς οι όροι, όπως και το μέτρο κρίσης και αποτίμησης, όσων καλούνται να τους εκπληρώσουν.