Για 60 χρόνια σιωπούσαν, έκρυβαν τα όσα υπέφεραν. Είναι τα παιδιά ενός λευκού πατέρα και μιας μαύρης μητέρας. Γεννήθηκαν ως μιγάδες τη δεκαετία του 1940 στο Κονγκό, που τότε ήταν αποικία του Βελγίου, και η γέννησή τους ισοδυναμούσε με έγκλημα, διότι η διοίκηση του Βελγίου απαγόρευε για δεκαετίες τη σύναψη γάμων ανάμεσα σε Αφρικανούς και Βέλγους, έτσι και τα παιδιά τους θεωρούνταν «μίασμα».
Γι’ αυτό και όταν γινόντουσαν δύο ή τριών ετών, το Βέλγιο απήγαγε όσα παιδιά γεννιούνταν από Κονγκολέζα μητέρα και Βέλγο πατέρα, τα έκλεβε από τους γονείς τους, στέλνοντάς τα χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά σε καθολικά σχολεία και ορφανοτροφεία στην Ευρώπη, πριν τα δώσει για υιοθεσία.
Υπολογίζεται πως περισσότερα από 20.000 παιδιά, που στη γαλλική αργκό αποκαλούνταν «Μέτις» (δηλαδή μιγάδες), αποκόπηκαν από τους πραγματικούς τους γονείς με αυτό τον τρόπο την περίοδο μεταξύ 1959 και 1962.
Τον Μάρτιο του 2018, το ομοσπονδιακό κοινοβούλιο του Βελγίου ενέκρινε ομόφωνα ένα ψήφισμα που αναγνώρισε αυτήν την πολιτική διαχωρισμού και έκανε ένα μεγάλο βήμα προς μέτρα που επιτρέπουν στους Μέτις να έχουν πρόσβαση στα προσωπικά τους αρχεία, να επιλύσουν ζητήματα ταυτότητας, καθώς πολλοί δεν έχουν πιστοποιητικό γέννησης για παράδειγμα.
Τον Απρίλιο του 2019, ο Βέλγος πρωθυπουργός, Σαρλ Μισέλ, ζήτησε συγγνώμη εκ μέρους του βελγικού κράτους. «Στο όνομα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, εκφράζω τη συγγνώμη στους ‘Μέτις’ της αποικιοκρατικής περιόδου του Βελγίου και τις οικογένειές τους για τις αδικίες και τα όσα υπέμειναν» δήλωσε απευθυνόμενος στο βελγικό κοινοβούλιο.
«Εύχομαι αυτή η μοναδική στιγμή να αποτελεί ένα ακόμη βήμα προς την συνειδητοποίηση και τη γνώση αυτής της πτυχής της εθνικής μας ιστορίας» συνέχισε, σε μια δημόσια συγγνώμη δύο χρόνια μετά την δημόσια μεταμέλεια της καθολικής εκκλησίας στο Βέλγιο για τον ρόλο της στην υπόθεση.
Για τα θύματα όμως, αυτό δεν είναι αρκετό, ενώ από το 2018 έχει σημειωθεί μικρή πρόοδος. Τίποτα δεν έχει αλλάξει, λένε ο Μέτς. Αγωνίζονται εδώ και χρόνια για αναγνώριση και αποκατάσταση.
Πέντε από αυτά τα θύματα διώκουν τώρα το βελγικό κράτος για έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Ξεκίνησαν μια ιστορική αγωγή εναντίον του βελγικού κράτους ζητώντας αποζημιώσεις και νόμο αποκατάστασης για άλλους επιζώντες. Θέλουν με αυτή τη δίκη να ανακτήσουν ένα μέρος της ταυτότητάς τους την οποία ομολόγησαν στα παιδιά τους πολύ πρόσφατα. Οι δικηγόρος τους καταγγέλλει τη δημιουργία ενός συστήματος απαγωγής παιδιών που εμπίπτει στα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Η βελγική κυβέρνηση δεν επιθυμεί να σχολιάσει την υπόθεση που βρίσκεται σε εξέλιξη.
«Αυτή η συστηματική πολιτική οργανώθηκε με διατάγματα, τα οποία οργανώθηκαν από ένα θεσμικό όργανο που δημιουργήθηκε για να διαχειριστεί αυτές τις απαγωγές και να απομακρύνει αυτά τα παιδιά από την οικογενειακή τους ζωή. Γιατί; Επειδή φοβόταν ότι ήταν μισοί λευκοί και μισοί μαύροι, μπορούσαν να κάνουν πράγματα που ήταν αντίθετα προς τα συμφέροντα του Βελγίου. Επομένως, αυτή είναι πραγματικά η πιο βρώμικη φυλετική πολιτική που υπάρχει», είπε ο Κριστόφ Μαρσάν, δικηγόρος των θυμάτων.
Για αυτούς τους ανθρώπους, είναι ένας αγώνας όχι μόνο για το παρελθόν, αλλά και για να χτίσουνε ένα ίσο μέλλον.
Οι ιστορίες
Η Monique Bitu Bingi, 71 ετών σήμερα, δεν έχει ξεχάσει ποτέ πώς συνέβη.
Όπως αφηγείται στο Αljazeera ήταν το 1953 όταν ήρθαν οι λευκοί άποικοι στο Μπαμπάτι, ένα χωριό στην περιοχή Κασάι, που είναι σήμερα η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ), τότε βελγική αποικία. Ήταν τεσσάρων, το παιδί μιας μαύρης γυναίκας από το Κονγκό και ενός λευκού Βέλγου πράκτορα. Την απήγαγαν και την έστειλαν σε μια καθολική αποστολή. Στην καθολική αποστολή, άκουγε καθημερινά, όπως όλα τα κορίτσια, ότι ήταν τα «παιδιά της αμαρτίας». Τους είπαν ότι ο διάβολος δημιούργησε τους Métis και βαφτίστηκαν χωριστά από τα άλλα παιδιά του Κονγκό. Ζούσε με την Simone Ngalula, την Lea Tavares Mujinga, την Noelle Verbeeken και την Marie-Jose Loshi, – τις άλλες γυναίκες πίσω από την αγωγή.
Τα πέντε κορίτσια, όπως και τα περισσότερα, θα εγκαταλειφθούν και πάλι κατά τη διάρκεια της ανεξαρτησίας του Κονγκό το 1960. Τα μέλη των καθολικών αποστολών επαναπατρίστηκαν, αλλά τα παιδιά παρέμειναν εκεί στο έλεος των πολιτοφυλάκων που κακοποίησαν αυτά τα νεαρά κορίτσια.
«Νομίζαμε ότι ήρθαν για να μας φυλάξουν. Αλλά το απόγευμα άρχισαν να παίζουν μαζί μας οι πολιτοφύλακες. Έτσι άρχισαν να μας λένε ανοησίες, να βγάλουμε τα ρούχα μας και να ανοίξουμε τα πόδια. Μας έβαλαν κεριά για να μας δείξουν πώς γεννιούνται τα μωρά. Αλλά ως μικρό παιδί δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε», λέει η Simone Ngalula.
Αυτή η συστηματική απαγωγή των παιδιών από τις μητρικές οικογένειες τους ήταν μία μεταξύ αμέτρητων καταχρήσεων που διαπράχθηκαν από το βελγικό κράτος κατά την αποικιακή του κατοχή στο Κονγκό από το 1908 έως το 1960, υπό τη βίαιη κυριαρχία του βασιλιά Βασιλιάς Λεοπόλδος Β’ του Βελγίου που μετέτρεψε τη χώρα σε ένα τεράστιο σκλαβοπάζαρο.
Οι εξεγέρσεις των ντόπιων κατά της βελγικής κατοχής πνίγηκαν στο αίμα, ενώ υπολογίζεται πως το Κονγκό θρήνησε εκείνη την περίοδο και μέχρι την απελευθέρωση τουλάχιστον 10 εκατομμύρια νεκρούς. Σύμφωνα με τα βελγικά μέσα ωστόσο, η σκοτεινή αυτή ιστορία της χώρας δεν είναι γνωστή σε μεγάλη μερίδα των πολιτών.