Αυτές τις ώρες στην Αμερική αναμετράται το Έθνος – κράτος με την ασυδοσία της παγκοσμιοποίησης

Οι τρομερές εξελίξεις στην εκλογική διαδικασία των ΗΠΑ και η απόπειρα ανατροπής που καταγγέλλει ο αμερικανός πρόεδρος Τραμπ, ο οποίος ενώ έχει κερδίσει στις κάλπες, κινδυνεύει να ηττηθεί λόγω της αμφιλεγόμενής επιστολικής ψήφου που καλλιέργησαν τεχνηέντως συγκεκριμένα ΜΜΕ, αποκαλύπτουν μία μεγάλη απειλή όχι μόνο για τον Τραμπ και την Αμερική, αλλά για την ίδια την δημοκρατία παγκοσμίως.

Δεν έχει σημασία εάν κάποιος είναι φιλικά η εχθρικά προσκείμενος τον αμερικανό πρόεδρο. Εμείς οι έλληνες άλλωστε έχουμε πολλούς λόγους να τον αντιπαθούμε, με κυριότερο την στενή σχέση που έχει αναπτύξει με τον δικτάτορα σουλτάνο Ερντογάν. Όχι φυσικά πως οι δημοκρατικοί είναι καλύτεροι. Αντίθετα, αυτοί είναι υπεύθυνοι για τον εφιάλτη που ζει η περιοχή μας με τον ακρωτηριασμό χωρών, με τα εκατομμύρια πρόσφυγες και μετανάστες, με την δημιουργία του ισλαμικού εφιάλτη που μαστίζει Ευρώπη, μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική.

Η σύγκρουση όμως αυτή τη στιγμή στην Αμερική θα κρίνει ενδεχομένως το μέλλον ολόκληρου του πλανήτη και κάθε δημοκρατικού έθνους. Είναι η σύγκρουση του οικονομικού με το θεσμικό. Είναι η επικράτηση της οικονομικής εξουσίας – ασυδοσίας έναντι των πολιτικών ηγεσιών. Είτε μας αρέσουν είτε όχι, είναι ηγεσίες που εκλέγονται από τους λαούς. Και δεν επιβάλλονται από τα συμφέροντα της παγκοσμιοποίησης.

Είναι ακριβώς αυτό που είχε προβλέψει ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, αυτή η διεθνούς ακτινοβολίας κορυφαία πολιτική προσωπικότητα, συνέχεια των μεγάλων ευρωπαίων ηγετών που σήμερα τεχνηέντως αποδομουνται, πριν από εννέα ολόκληρα χρόνια και σήμερα επιβεβαιώνεται.

Οι προφητικές διαπιστώσεις -από το 2011- του Προκόπη Παυλόπουλου στο βιβλίο του «το λυκόφως των πολιτικών ηγεσιών.

Με τα όσα συμβαίνουν σήμερα γενικότερα στον Κόσμο, αλλά και στο πλαίσιο των εκλογών των ΗΠΑ, δημοσιεύουμε στη συνέχεια τον επίλογο του βιβλίου του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου με τίτλο «το λυκόφως των πολιτικών ηγεσιών».  Ας θυμηθούμε πόσο κατακρίθηκε τότε από τους γνωστούς «νεοφιλελέδες».  Και ας δούμε σήμερα πόσο επίκαιρες παραμένουν οι σκέψεις του Προκόπη Παυλόπουλου.  Ίσως αυτός είναι ο λόγος που δεν ήταν ποτέ αρεστός σε κάποιους, ευτυχώς τους λιγότερους και τους πολύ «λίγους»…

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

​Ζούμε, λοιπόν, σε μια εποχή παρακμής των πολιτικών ηγεσιών στο δυτικό κόσμο.  Στη διαδρομή της ιστορίας δεν είναι η πρώτη φορά που η πολιτική και οι εκπρόσωποί της τίθενται υπό αμφισβήτηση.  Κρίσεις αξιοπιστίας των πολιτικών και αντίστοιχες αναταράξεις του πολιτικού συστήματος, πέρα και έξω από εθνικά σύνορα, έχει γνωρίσει η Δύση και στο παρελθόν.  Και μάλλον τις ξεπέρασε με επιτυχία.

I. Η ιδιομορφία της σημερινής κρίσης, που σηματοδοτεί και το «λυκόφως» των πολιτικών ηγεσιών έγκειται, κυρίως, στη φύση και την παγκόσμια δυναμική του αντιπάλου ο οποίος, σε συνδυασμό με τον διεθνή κοινωνικοοικονομικό περίγυρο, υποσκάπτει τα θεμέλια της πολιτικής και των πολιτικών.
Α. ​Ο αντίπαλος είναι οι αναδυόμενες οικονομικές ηγεσίες, με ισχυρότατη τεχνοκρατική θωράκιση, οι οποίες, δρώντας στο πλαίσιο ενός παγκοσμιοποιημένουσυστήματος αγορών ως κεντρικά όργανα προετοιμασίας μιας Παγκόσμιας Οικονομικής Διακυβέρνησης, θέτουν, ολοένα και με μεγαλύτερη ένταση, το δίλημμα της «ανεπάρκειας» των πολιτικών να φέρουν σε πέρας τη δύσκολη αποστολή αντιμετώπισης της βαθειάς οικονομικής κρίσης.

Β. Ο περίγυρος είναι το κλίμα που δημιουργούν οι δραματικές επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.  Επιπτώσεις οι οποίες διαρρηγνύουν τον κοινωνικό ιστό, δυναμιτίζουν τα θεμέλια του κοινωνικού κράτους και, μέσα από τη σταδιακή εξαθλίωση των οικονομικώς ασθενέστερων ομάδων, προοιωνίζονται μια άνευ προηγουμένου κοινωνική έκρηξη.

II. Ποια είναι η αντίδραση των πολιτικών ηγεσιών απέναντι στην αυξανόμενη επίθεση του «οικονομικού» εναντίον του «πολιτικού»;  Και πως υπερασπίζονται όχι μόνο την αποστολή τους αλλά και την ποιότητα της δημοκρατίας που εμπεδώνει τη νομιμοποίησή τους;
Για την απάντηση στο ερώτημα αυτό πολλά μπορεί να εμπνεύσει ο Κωνσταντίνος Καβάφης με το ποίημά του «Η σατραπεία» , το οποίο φαντάζει ως ο τέλειος αντιθετικός πρόλογος στις «Θερμοπύλες» του.  Θυμίζω ένα εκτεταμένο απόσπασμα του ποιήματος αυτού:

«Τί συμφορά, ἐνώ εἶσαι καμωμένος
γιά τά ὡραῖα καί μεγάλα ἒργα
ἡ ἂδικη αυτή σου ἡ τύχη πάντα
ἐνθάρρυνση κ’ ἐπιτυχία νά σἐ ἀρνῆται·
νά σ’ ἐμποδίζουν εὐτελείς συνήθειες,
καί μικροπρέπειες, κι ἀδιαφορίες.
Καί τί φρικτή ἡ μέρα πού ἐνδίδεις,
-ἡ μέρα πού ἀφέθηκες κ’ ἐνδίδεις-
καί φεύγεις ὁδοιπόρος γιά τά Σούσα,

καί πηαίνεις στόν μονάρχην Ἀρταξέρξη
πού εὐνοϊκά σέ βάζει στήν Αὐλή του,
καί σέ προσφέρει σατραπείες καί τέτοια.
Καί σύ τά δέχεσαι μέ ἀπελπισία
αὐτά τά πράγματα πού δέν τά θέλεις.»

III. Αιτιολογώ την αναφορά στους στίχους του Καβάφη με βάση το ότι το πνεύμα που αναδίδουν περιγράφει ανάγλυφα ορισμένες βασικές πτυχές της νοοτροπίας των πολιτικών ηγεσιών, έναντι της αμφισβήτησής τους από τους εκπροσώπους των παγκοσμιοποιημένων αγορών.
Α.  Η αμφισβήτηση  αυτή είναι μετωπική και ριζοσπαστική.  Με την έννοια ότι αγγίζει και υποσκάπτει το κύρος των πολιτικών τόσο ως προς την ίδια την εξουσία τους, ήτοι τη δυνατότητά τους ν’ ασκήσουν τις αρμοδιότητές τους σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας.  Όσο και ως προς την ηγετική τους ικανότητα, ήτοι τη δύναμή τους να εμπνεύσουν, σ’ εκείνους τους οποίους κυβερνούν, τη στοιχειώδη εμπιστοσύνη που σφυρηλατεί η λαϊκή ετυμηγορία εντός των ορίων της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.  Παρά την ένταση της αμφισβήτησής τους οι πολιτικές ηγεσίες, ως τώρα τουλάχιστον, αντιδρούν υποτονικά.  Σχεδόν μοιρολατρικά.  Γιατί άραγε;

Β. ​Είναι βέβαιο ότι οι πολιτικές ηγεσίες γνωρίζουν  -ή πρέπει να γνωρίζουν- και το διακύβευμα που απορρέει από την αποστολή τους μέσα στην κρίσιμη σύγχρονη συγκυρία.  Αλλά και τη δύναμη που τους εξασφαλίζει η δημοκρατική τους προέλευση.  Αυτά θα είναι τα πλεονεκτήματά τους έναντι του αντιπάλου τους, ο οποίος αφενός είναι ο κύριος υπαίτιος της βαθειάς οικονομικής κρίσης που συγκλονίζει τις οικονομίες της Δύσης.  Και, αφετέρου, στερείται παντελώς οιασδήποτε νομιμοποίησης από το κοινωνικό σύνολο, αφού η προέλευσή του έχει καθαρώς τεχνοκρατική υποδομή. Την οποία μάλιστα επισκιάζει η αβεβαιότητα της προσκαιρότητας άσκησης των αρμοδιοτήτων του και η σχέση πλήρους εξάρτησης από τον εργοδότη του και τις σκοπιμότητές του.  Σκοπιμότητες που κάθε άλλο παρά έχουν σχέση με οιαδήποτε έννοια δημόσιου συμφέροντος.  Και κατά τούτο η προσκαιρότητα αυτή παραπέμπει στη διαχρονική διάκριση του ρωμαϊκού δικαίου μεταξύ δημόσιου δικαίου (jus publicum) και ιδιωτικού δικαίου (jus privatum): «Juspublicum est quod ad statum rei romanae spectat.  Jus privatum est quod ad singolorum utilitatem pertinet». Δηλαδή, σ’ ελεύθερη απόδοση, το δημόσιο δίκαιο αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος.  Ενώ το ιδιωτικό δίκαιο αφορά το συμφέρον των, επιμέρους, ιδιωτών.

Γ. ​Αυτή η υποτονική ως μοιρολατρική αντίδραση των πολιτικών ηγεσιών έναντι του αντιπάλου «οικονομικού δέους» δύο εξηγήσεις –ή συνδυασμό των δύο αυτών εξηγήσεων- μπορεί να έχει.  Με την έννοια ότι:

1. Η ενδίδουν στα τεχνοκρατικά θέλγητρα των εκπροσώπων της υπό εκκόλαψη Παγκόσμιας Οικονομικής Διακυβέρνησης, θεωρώντας ότι οι υπηρεσίες που τους προσφέρουν είναι ανιδιοτελείς και κατάλληλες να τους στηρίξουν στην εκπλήρωση της πολιτικής τους αποστολής.
2. Ή έχουν χάσει, σε μεγάλο βαθμό, την αυτοπεποίθησή τους ως προς τη δύναμή τους ν’ αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις των καιρών και έχουν αρχίσει να εκχωρούν, ενσυνειδήτως, τα πολιτικά τους «πρωτοτόκια» έναντι «πινακίου τεχνοκρατικής οικονομικής φακής».
Όποια εξήγηση και αν επιλέξει κανείς το σίγουρο είναι πως οι πολιτικές ηγεσίες, κατά Καβάφη, φαίνονται να «δέχονται με απελπισία αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλουν».  Και αυτή η αντιφατική συμπεριφορά τους δίνει, κατά κύριο λόγο, το στίγμα της σημερινής παρακμιακής τους πορείας.  Πράγμα που σημαίνει, περαιτέρω, ότι στην αποδυνάμωση του κύρους τους συμβάλλουν, σε μεγάλο βαθμό, και οι ίδιες.

IV. Υπό το φως της ως άνω καταληκτικής διαπίστωσης τίθεται, αυτονοήτως, το ερώτημα:  Είναι η έλλειψη πραγματικών ηγεσιών στις μέρες μας που, σαν σημάδι των καιρών, βρίσκεται στη ρίζα του παρακμιακού κατήφορου των πολιτικών ταγών;  Ή είναι η, αληθινά δραματική, συγκυρία της εποχής μας που δεν επιτρέπει –σαν να δημιουργεί συνθήκες αντικειμενικής αδυναμίας και «ανωτέρας βίας»- την ανάδειξη ηγετικών φυσιογνωμιών στο πεδίο της πολιτικής;
Α. ​Ακόμη και με την επιεικέστερη διάθεση προς τα μέλη του πολιτικού συστήματος, πολύ δύσκολα ο απλός παρατηρητής της σύγχρονης διεθνούς πραγματικότητας θα μπορούσε ν’ αρνηθεί τη διαπίστωση ότι η Δύση δεν διαθέτει τις ηγετικές εκείνες φυσιογνωμίες στο χώρο της πολιτικής που ταιριάζουν στην εποχή μας. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση η διστακτικότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και οι παλινωδίες των ηγετών ορισμένων κρατών-μελών, που συνθέτουν τους παραδοσιακούς ευρωπαϊκούς πυλώνες –όρα Γερμανία και Γαλλία – το αποδεικνύουν.  Ιδίως όταν εξαντλούν την πολιτική τους δράση σε επιμηθεϊκήςλογικής παρεμβάσεις, πασπαλισμένες με την πρόσκαιρης, φυσικά, διάρκειας «χρυσόσκονη» της επικοινωνίας.  Ακόμη πιο απογοητευτική είναι η κατάσταση στις ΗΠΑ όπου, έναντι ενός πολλά υποσχόμενου κατά την εκλογή του Προέδρου, ακραίες συντηρητικές δυνάμεις, «ζυμωμένες» με τους εκπροσώπους των αγορών, έχουν καταφέρει ν’ ανακόψουν κάθε προσπάθεια δημιουργίας ενός στοιχειώδους κοινωνικού κράτους.  Και το ζήτημα δεν είναι τόσο ο συντηρητισμός των απόψεών τους όσο η φαιδρότητα των επιχειρημάτων τους και του τρόπου έκφρασής τους.

Β. Η συγκυρία επιδρά, οπωσδήποτε και σε μεγάλο βαθμό, στην ανάπτυξη του ηγετικού αναστήματος των πολιτικών ταγών.  Γι’ αυτό και η διαχρονική σύγκριση πολιτικών ηγετών, ιδίως ως προς το μέγεθος του κύρους τους, χωρίς να ληφθεί υπόψη και αυτή η παράμετρος ενέχει πολλά στοιχεία αυθαιρεσίας.  Κατά συνέπεια, όταν σήμερα γίνεται αντιπαραβολή των σύγχρονων πολιτικών ηγεσιών στη Δύση ακόμη και προς εκείνες του πρόσφατου παρελθόντος, λόγοι ιστορικής ακρίβειας επιβάλλουν να σχετικοποιείται κάθε συμπέρασμα, με την ανάλογη στάθμιση της επιρροής κυρίως της βαθειάς οικονομικής κρίσης και του ιδιόμορφου αλλά και καταλυτικού ρόλου των ΜΜΕ, πρωτίστως δε των ηλεκτρονικών.

Γ.  Από την άλλη πλευρά πρέπει επίσης ν’ αποδεχθούμε πως όσο πιο κρίσιμη είναι η συγκυρία, τόσο περισσότερο συνιστά, ως ένα είδος πρόκλησης για τους πολιτικούς, «πεδίον δόξης λαμπρόν» σχετικά με την εμπέδωση του κύρους τους.  Χωρίς αμφιβολία και χωρίς να παραγνωρίζει κανείς τα ιστορικά δεδομένα, οι δύσκολοι καιροί αναδεικνύουν τους μεγάλους ηγέτες.  Γιατί τότε τους δίνεται περισσότερο η ευκαιρία να καθορίσουν, πραγματικά, τη ροή των γεγονότων και να καταξιωθούν στη συνείδηση των πολιτών.  Και, αντιθέτως, όσο πιο κρίσιμη είναι η πρόκληση και όσο, αντιστοίχως, λιγότερη είναι η θέληση ή και η δύναμη των πολιτικών ηγεσιών να την αντιμετωπίσουν, τόσο πιο γρήγορα εξανεμίζεται και η προς αυτούς εμπιστοσύνη των πολιτών.  Άρα τόσο πιο γρήγορα παίρνει διαστάσεις η παρακμιακή πορεία του κύρους τους.

Δ.  Κάπως έτσι, κατά τη γνώμη μου, και συγκεκριμένα μέσα από το συνδυασμό της ιδιομορφίας της σημερινής παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και του ελλείμματος που εμφανίζουν οι πολιτικοί ν’ αποτρέψουν ή, τουλάχιστον, να μειώσουν τις επιπτώσεις της στο κοινωνικό σύνολο –ιδίως δε στους οικονομικώς ασθενέστερους- εξηγείται το λυκόφως των πολιτικών ηγεσιών στη Δύση.  Και το μεγάλο ερωτηματικό –και η συνακόλουθη αγωνία- που πλανάται γενικώς είναι αν θ’ αφεθούν μοιρολατρικά στον επικίνδυνο κυματισμό της παρακμιακής τρικυμίας που έχει ξεσπάσει ή αν, υπερασπιζόμενες πρωτίστως τις αρμοδιότητές τους και την αποστολή τους έναντι των εκπροσώπων των παγκοσμιοποιημένων αγορών και του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, θ’ αντιδράσουν και θ’ αρθούν στο ύψος των περιστάσεων.  Ιδίως με το να οργανώσουν –στο μέτρο που αυτό είναι απαραίτητο και με πλήρη σεβασμό της in concreto εθνικής κυριαρχίας και της δημοκρατικής αρχής- μια Παγκόσμια Οικονομική Διακυβέρνηση η οποία θα στηρίζεται σε αυτοτελείς και αμιγώς πολιτικές βάσεις, με αντίστοιχη δημοκρατική υποδομή.  Μια διακυβέρνηση που θα μπορέσει ν’ αντιτάξει στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα την προτεραιότητα της πολιτικής και τη δύναμή της να στηρίξει τα θεμέλια του κοινωνικού κράτους μέσα στη σοβούσα οικονομική κρίση.

V. Το δρόμο προς την κατεύθυνση της υπεράσπισης του κύρους τους, μπροστά μάλιστα στο φαινόμενο του κινήματος των Αγανακτισμένων και στις προοπτικές του, μπορεί να δείξει το απόσταγμα των σκέψεων που περικλείει ένα απόσπασμα από το δεύτερο εναρκτήριο λόγο του Fr. Roosevelt, στις 20 Ιανουαρίου του 1937.
«Εμείς που πιστεύουμε στη Δημοκρατία γνωρίζαμε ότι το δημοκρατικό πολίτευμα έχει την εγγενή ικανότητα να προφυλάσσει το λαό από τις καταστροφές εκείνες που άλλοτε θεωρούνταν αναπότρεπτες, να επιλύει προβλήματα που άλλοτε θεωρούνταν ανεπίλυτα.  Αρνούμασταν να δεχθούμε ότι δεν υπήρχε τρόπος να ελέγξουμε τις οικονομικές επιδημίες, όπως ακριβώς ελέγξαμε άλλοτε τις επιδημίες των ασθενειών, μετά από αιώνες δεινών τα οποία αποδεχόμασταν μοιρολατρικά.  Αρνηθήκαμε να αφήσουμε τη λύση των προβλημάτων της κοινής μας διαβίωσης στους ανέμους της τύχης και τους κυκλώνες της καταστροφής».

Οι υποθήκες του Fr. Roosevelt, συνδυαζόμενες με τις διαπιστώσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή που παρέθεσα στον πρόλογο, ηχούν σήμερα επίκαιρες και αληθινές ως προς τα εξής δεδομένα της εποχής μας:

Α. Οι πολιτικές ηγεσίες και μπορούν και οφείλουν ν’ αντιταχθούν στην ανεξέλεγκτη δράση των παγκοσμιοποιημένων αγορών και του επίσης παγκοσμιοποιημένου χρηματοπιστωτικού συστήματος.  Δράση, η οποία αφενός ξεθεμελιώνει το κοινωνικό κράτος και οδηγεί στην κοινωνική έκρηξη. Και, αφετέρου, επιχειρεί να περιθωριοποιήσει κάθε κρατική παρέμβαση, μέσα από το μύθο της δύναμης αυτορρύθμισης της οικονομίας και των αγορών.  Καταφεύγοντας στη φρασεολογία του Fr. Roosevelt, οι πολιτικές ηγεσίες έχουν χρέος να «ελέγξουν τις οικονομικές επιδημίες» και να μην αφήσουν «τη λύση των προβλημάτων της κοινής μας διαβίωσης στους ανέμους της τύχης και τους κυκλώνες της καταστροφής».

Β.   Αποτελεσματικό στήριγμα των πολιτικών ηγεσιών σ’ αυτό τον αγώνα είναι η δημοκρατική τους νομιμοποίηση, ήτοι η εκπόρευσή τους από τη λαϊκή ετυμηγορία.  Και τούτο διότι, όπως αποφθεγματικά επισήμανε ο Fr. Roosevelt, «το δημοκρατικό πολίτευμα έχει την εγγενή ικανότητα να προφυλάσσει το λαό από τις καταστροφές εκείνες που άλλοτε θεωρούνταν αναπότρεπτες, να επιλύει προβλήματα που άλλοτε θεωρούνταν ανεπίλυτα». Αυτή η δημοκρατική νομιμοποίηση μπορεί να τους ξαναδώσει τη χαμένη εμπιστοσύνη των πολιτών, η οποία συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση αναστύλωσης του παραπαίοντος κύρους τους.  Για να συμβεί όμως τούτο οι πολιτικές ηγεσίες είναι υποχρεωμένες ν’ αποδείξουν εμπράκτως στους πολίτες ότι αίρονται στο ύψος των περιστάσεων και αμφισβητούν ευθέως τόσο τα νεοφιλελεύθερα «θέσφατα» περί αυτορρύθμισης της οικονομίας και των αγορών, όσο και την «αυθεντία» των τεχνοκρατών που τα ευαγγελίζονται και τα υπηρετούν.

Στο αλληγορικό δοκίμιό του «Ο μύθος του Σισύφου» ο Albert Camusτελειώνει με την προτροπή πως στην εποχή μας πρέπει να φαντασθούμε το Σίσυφο ευτυχισμένο! Αν πιστέψουμε πως ο ένας αντιπροσωπευτικός σύγχρονος Σίσυφος είναι οι πολιτικές ηγεσίες, οι οποίες σπρώχνουν στον ανήφορο το βράχο του κύρους τους που καταρρέει, μάλλον έχουμε χρέος να τον φαντασθούμε εμπερίστατο και, τελικώς, δυστυχισμένο, ακόμη και αν δεν το έχει συνειδητοποιήσει.  Ένα τέτοιο συναίσθημα συνιστά την πιο υπεύθυνη στάση της κοινωνίας των πολιτών απέναντι στην πολιτική κοινωνία και τις ηγεσίες της στο μέτρο που είναι, ίσως, ο μόνος τρόπος ν’ αφυπνισθούν και ν’ αντιστρέψουν το επικίνδυνο ρεύμα της παρακμής τους.  Μόνον έτσι, ίσως, το λυκόφως των πολιτικών ηγεσιών μπορεί να μην καταλήξει στη δύση του.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.