Με σκοπό να δημιουργήσει μια αυτοκρατορία εκτός ευρωπαϊκών συνόρων, η Γαλλία, εφαρμόζοντας ιμπεριαλιστική πολιτική, κατέκτησε μεγάλο μέρος της Δυτικής Αφρικής (Afrique Occidentale Française).
Της Δήμητρας Σουρμελή,
Στις κατακτήσεις της συγκαταλέγεται και το Μάλι, το οποίο, μάλιστα, ονομάστηκε και «Γαλλικό Σουδάν», το 1898, μετά τη μετατροπή του σε γαλλική αποικία. Πέρασαν 62 χρόνια για να καταφέρει να αποκτήσει ξανά την ανεξαρτησία του από τους Γάλλους, χωρίς, όμως, να καταφέρει ποτέ να απαλλαχτεί πλήρως από τα γαλλικά δεσμά.
Πρώτος πρόεδρος του νέου κράτους αναδείχτηκε, το 1960, ο Modibo Keita, ο οποίος προσπάθησε να απομακρύνει τη χώρα του από τη γαλλική επιρροή, χωρίς επιτυχία. Εξαιτίας της συρρίκνωσης της οικονομίας της, ο Keita άρχισε τις διαπραγματεύσεις με τη Γαλλία για οικονομική βοήθεια. Η συνεργασία των δύο χωρών συνεχίστηκε και μετά το πραξικόπημα του 1968, οπότε ο Moussa Traoré ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας. Μετά από 52 χρόνια ανεξαρτησίας, ξέσπασε αναταραχή στο εσωτερικό του Μάλι μεταξύ των ισλαμιστών και της εθνοτικής ομάδας των Τουαρέγκ. Παρά τις αρχικές διαβεβαιώσεις των Γάλλων προέδρων Nicolas Sarkozy και François Hollande πως δε θα επέμβουν στρατιωτικά για την επίλυση της κρίσης του 2012, στρατός αποβιβάστηκε στο Μάλι στις 11 Ιανουαρίου του 2013 (επιχείρηση Serval) με σκοπό την αντιμετώπιση των ισλαμιστικών δυνάμεων, που απειλούσαν την πρωτεύουσα Μπαμακό.
Το στίγμα που άφησε η Γαλλία στην αφρικανική χώρα διαφαίνεται σε πολλούς τομείς της καθημερινής ζωής. Αν αναλογιστεί κανείς ότι η επίσημη γλώσσα του Μάλι είναι τα γαλλικά, καθώς και ότι το εκπαιδευτικό του σύστημα είναι εμπνευσμένο από το γαλλικό, καταλαβαίνει πόσο βαθιά ριζωμένη είναι η γαλλική επιρροή στη χώρα. Ωστόσο, αναμφισβήτητα ο τομέας που χαρακτηρίζεται από τη μεγαλύτερη γαλλική παρεμβατικότητα είναι αυτός της οικονομίας.
Η οικονομία του Μάλι είναι, κατά κύριο λόγο, αγροτική. Κύρια πηγή εισοδήματος και εργασίας αποτελεί η αγροτική παραγωγή, η οποία αφορά, κυρίως, το βαμβάκι, τα λαχανικά, τον καπνό και το ρύζι. Ωστόσο, η παραγωγή αυτή δεν επαρκεί για να θρέψει ικανοποιητικά το σύνολο του πληθυσμού. Ταυτόχρονα, σημαντικά στοιχεία της οικονομίας της χώρας θεωρούνται και τα ορυχεία χρυσού της. Μάλιστα, το Μάλι είναι ο τρίτος μεγαλύτερος παραγωγός χρυσού στην Αφρική, ενώ το πολύτιμο αυτό μέταλλο κατακτά την τρίτη θέση των εξαγωγών της χώρας. Η οικονομία της χώρας λοιπόν δεν έχει καταφέρει να βιομηχανοποιηθεί, γεγονός που την καθιστά εξαρτημένη στις εισαγωγές βιομηχανικών προϊόντων. Παράλληλα, όντας ένα κράτος με κατά κεφαλήν ΑΕΠ μόλις 880 δολάρια Αμερικής, είναι προφανές ότι εξαρτάται απόλυτα από τη βοήθεια των ξένων κρατών. Το 2013, η ξένη βοήθεια ανερχόταν στο 11% του ΑΕΠ της χώρας, ενώ συνιστούσε και το 80% των εξόδων της κυβέρνησης.
Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της ξένης βοήθειας παρέχεται από το γαλλικό κράτος. Στην πραγματικότητα, η Γαλλία δαπάνησε, το διάστημα 2013-2014, 222 εκατομμύρια ευρώ σε προγράμματα ανάπτυξης για το Μάλι. Δεδομένης της ιστορίας ανάμεσα στις δύο χώρες και της προσπάθειάς της να διατηρήσει την επιρροή της στην περιοχή της Υποσαχάριας Αφρικής, δεν μας προκαλεί εντύπωση πως η Γαλλία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος προμηθευτής του πρώην «Γαλλικού Σουδάν».
Η ευρωπαϊκή χώρα προσφέρει οικονομική βοήθεια στο Μάλι που αφορά κυρίως το νερό και τις εγκαταστάσεις υγιεινής, την ασφάλεια και την ανάπτυξη, την νεανική εργασία, την αναδιοργάνωση του ενεργειακού τομέα της χώρας και την ενδυνάμωση της γεωργίας και του ιδιωτικού τομέα. O AFD (Agence française de développement) είναι ένας γαλλικός οργανισμός, που σχεδιάζει και χρηματοδοτεί προγράμματα ανάπτυξης στο Μάλι. Είναι γεγονός, πως στη διάρκεια του 2019 χορήγησε 206 εκατομμύρια ευρώ σε αναπτυξιακά προγράμματα, ενώ βοήθησε 1 εκατομμύριο ανθρώπους, ώστε να έχουν πρόσβαση σε νερό στην Μπαμακό και γύρω από αυτήν. Το 2017, η Γαλλία εισηγήθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση νομοθεσία, η οποία προέβλεπε δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων (gels des avoirs) όσων φυσικών ή νομικών προσώπων αποτελούσαν κίνδυνο για το Μάλι μέσω της διασποράς και της κατασπατάλησης αυτών. Το 2020 αυτή η νομοθεσία ανανεώθηκε, προσφέροντας προστασία στην οικονομία του Μάλι από την ασυδοσία ιδιωτών και επιχειρήσεων, αλλά και στα γαλλικά συμφέροντα των δραστηριοτήτων που πλήττονταν από τέτοιες ενέργειες και συμπεριφορές. Στις 20 Δεκεμβρίου του 2018, το γαλλικό κράτος χορήγησε στο Μάλι άμεσο δάνειο ύψους 44,8 εκατομμυρίων ευρώ για την ανάπτυξη της επίγειας ψηφιακής τηλεόρασης (Télévision numérique terrestre). Συγκεκριμένα, το δάνειο αυτό προοριζόταν για δύο γαλλικές επιχειρήσεις (την Thomson-Broadcast και την Camusat International), οι οποίες δραστηριοποιούνται στην Αφρική, αλλά αντιμετωπίζουν τον ανταγωνισμό άλλων κινεζικών εταιριών, προκειμένου να αναλάβουν το έργο.
Η Γαλλία εξακολουθεί μέχρι σήμερα να παρέχει χρηματική βοήθεια στο Μάλι, αλλά και στις υπόλοιπες χώρες της Δυτικής Αφρικής. Στις 23 Ιουνίου του 2020, υπογράφτηκε συμφωνία μεταξύ της Δυτικοαφρικανικής Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (UEMOA: Union Economique et Monétaire Ouest Africaine) και της Γαλλίας για χορήγηση 524 εκατομμυρίων φράγκων CFA, προκειμένου να γίνουν γεωτρήσεις στο Μάλι, στη Μπουρκίνα Φάσο και στην Ακτή Ελεφαντοστού. Στον τομέα της υγείας, η γαλλική συνδρομή στην παγκόσμια προσπάθεια αντιμετώπισης του AIDS, της φυματίωσης και της ελονοσίας ανέρχεται στα 10 εκατομμύρια ευρώ για το Μάλι. Την ίδια στιγμή, υποστηρίζει χρηματικά τόσο την ανώτερη εκπαίδευση και τον ερευνητικό τομέα της χώρας όσο και την ενδυνάμωση του στρατού μέσω προγραμμάτων επιμόρφωσης και μέσω της δημιουργίας της ένωσης των G5 Sahel Joint Force, που αποτελούνται από την Μπουρκίνα Φάσο, το Μάλι, την Μαυριτανία, το Τσαντ και τον Νίγηρα.
Φυσικά, δεν πρόκειται για ανιδιοτελή βοήθεια. Η Γαλλία δεν προσφέρει χρήμα χωρίς να αποσκοπεί σε κάποιο αντάλλαγμα, αλλά αντιθέτως προσβλέπει στην εξυπηρέτηση των άμεσων συμφερόντων της. Επίσης το γαλλικό κράτος δίνει την βοήθεια του, κυρίως σε μορφή δανείων. Το γεγονός αυτό μπορεί να αυξήσει το Δημόσιο Χρέος του Μάλι σε τέτοιο βαθμό που μπορεί να μην είναι εξυπηρετούμενο. Είναι επίσης γεγονός ότι το 2015 η Γαλλία διέγραψε χρέος του Μάλι ύψους 43 δισεκατομμυρίων φράγκων CFA.
Επιπλέον, στο Μάλι εδρεύουν 16 γαλλικές εταιρείες, ενώ βρίσκονται εκεί και θυγατρικές των BNP Paribas, Total και Laborex. Η χώρα, μάλιστα, δέχεται το 3,3% των γαλλικών εξαγωγών που προορίζονται για την Αφρική και την περιοχή του Ινδικού Ωκεανού. Ταυτόχρονα, αρκετές γαλλικές ασφαλιστικές εταιρείες δραστηριοποιούνται στην πρωτεύουσα της Δημοκρατίας του Μάλι.
Μείζονος σημασίας για να κατανοήσουμε την οικονομική επιρροή της Γαλλίας στο Μάλι είναι το γεγονός ότι οι χώρες της UEMOA, της CEMAC (Communauté économique et monétaire des États de l’Afrique centrale) και οι Κομόρες (l’ Union des Comores) συμμετέχουν μαζί με την Γαλλία στη ζώνη του φράγκου Δυτικής Αφρικής (franc CFA). Πρόκειται για μια νομισματική ένωση, στην οποία όλες οι χώρες χρησιμοπoιούν το φράγκο CFA. Το νόμισμα αυτό είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας της Γαλλικής Κεντρικής Τράπεζας και των Κεντρικών Τραπεζών των υπόλοιπων χωρών. Η γαλλική τράπεζα διοικεί το σύνολο αυτών των αφρικανικών χωρών μέσω της ζώνης του φράγκου υπό το πρίσμα της αμοιβαίας ανάπτυξης, της ολοκληρωτικής ενοποίησης της περιοχής και της δημιουργίας ενός χώρου οικονομικής και πολιτικής αλληλεγγύης, ασκώντας, προφανώς, οικονομική επιρροή σε αυτές.
Για μια χώρα που κατατρύχεται από τη φτώχεια, τη διαφθορά, τις εσωτερικές κρίσεις και την πολιτική αστάθεια είναι σχεδόν ακατόρθωτο να επιτύχει την προφύλαξή της από εξωτερικές επιδράσεις και πιέσεις ισχυρότερων κρατών. Αυτό συνέβη και στην περίπτωση του Μάλι με τη Γαλλία. Η τελευταία έχει καταφέρει να διεισδύσει σε όλες τις πτυχές της οικονομικής και κοινωνικής ζωής του Μάλι. Παρείχε, και εξακολουθεί να παρέχει, όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες που είναι αναγκαία για την επιβίωση του κράτους της Δυτικής Αφρικής. Η γαλλική αρωγή είναι πλέον βαθιά ριζωμένη στην κοινωνία του Μάλι, καθιστώντας φαντασιακή μια πραγματικότητα χωρίς αυτήν που θα μπορούσε, πιθανότατα, να οδηγήσει σε κατάρρευση.
Η πραγματική ερώτηση, όμως, είναι μήπως πρόκειται για μια μετααποικιακή φάση, κατά την οποία οι αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες των προηγούμενων αιώνων προσπαθούν να αναγεννηθούν μέσω της οικονομικής επιρροής.