Το οκταήμερο από σήμερα έως και την επόμενη Κυριακή είναι υποθηκευμένο στο παζάρι με τον Ερντογάν. Είναι ένα παζάρι που γίνεται με το δάχτυλο στην σκανδάλη – όσο, τουλάχιστον, το Oruc Reis παραμένει έτοιμο για απόπλου στο λιμάνι της Αττάλειας και έως την επόμενη Κυριακή 2 Αυγούστου οπότε και λήγει η NAVTEX με την οποία η Τουρκία έχει δεσμεύσει για έρευνες τμήμα της ελληνικής υφαλοκρηπίδας νότια του Καστελόριζου.
Πρόκειται όμως και για ένα παζάρι στο οποίο ουδείς από τους εμπλεκόμενους, με πρώτο τον Ερντογάν, έχει ως βασικό στόχο της στρατικοποίηση της έντασης. Ως εκ τούτου, τα πάντα κρίνονται και θα καθοριστούν στο θερμό διπλωματικό παρασκήνιο που έχει ανοίξει μεταξύ Βερολίνου, Αγκυρας και Αθήνας, με την γερμανική καγκελαρία αυτή την φορά και όχι τον Λευκό Οίκο σε ρόλο βασικού διαμεσολαβητή.
Η θέση της Τουρκίας σ’ αυτήν την παρασκηνιακή διαβούλευση ήταν σαφής και, σύμφωνα με τις πληροφορίες, τέθηκε ξεκάθαρα και στην επικοινωνία που είχε ο Ταγίπ Ερντογάν με την Ανγκελα Μέρκελ την περασμένη εβδομάδα: Η Αγκυρα δεν θα αποστείλει, επί του παρόντος τουλάχιστον, το Oruc Reis εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, αλλά ζητά μορατόριουμ ερευνών στην Μεσόγειο και διάλογο με την Αθήνα εφ’ όλης της ύλης.
Απέναντι σ’ αυτή την αξίωση, η Αθήνα καλείται να βρει τις διπλωματικές οδούς που θα εκτονώσουν μεν την ένταση, αλλά δεν θα οδηγήσουν και σε διάλογο με «ατζέντα Ερντογάν» – μια ατζέντα την οποία έχει ήδη προσδιορίσει ο εκπρόσωπος της τουρκικής προεδρίας Ιμπραήμ Καλίν βάζοντας στο τραπέζι από την υφαλοκρηπίδα, την ΑΟΖ και τα χωρικά ύδατα έως την αποστρατικοποίηση των νησιών και την μειονότητα της Θράκης.
Στην πραγματικότητα, η θέση του Μαξίμου είναι εκείνη της μη εμπλοκής, του διαλόγου και, προοπτικά, της προσφυγής στην Χάγη. Πρόκειται όμως για μια θέση που ο πρωθυπουργός ούτε προωθεί ενεργητικά, ούτε τολμά να την υπερασπιστεί δημόσια για τρεις λόγους: Αφενός διότι θα βρει απέναντί του το τείχος της εθνικοπατριωτικής, ακραίας πτέρυγας του κόμματός του, και αφετέρου διότι η διπλωματία της αδράνειας του τελευταίου χρόνου στέρησε από την κυβέρνηση την δυνατότητα να χτίσει τις συμμαχίες και το υπόβαθρο για ένα ουσιαστικό εγχείρημα προσφυγής στην Χάγη.
Τούτου δοθέντος, διπλωματικοί κύκλοι επισημαίνουν πως πλέον η ελληνική κυβέρνηση απλως τρέχει πίσω από τις εξελίξεις και επιζητά, εκ των υστέρων, την διαμεσολάβηση Μέρκελ και Μακρόν ακολουθώντας αναγκαστικά την δική τους γεωπολιτική ατζέντα.
Οπως τονίζουν, ο μόνος τρόπος για να πιεστεί ο Ερντογάν για διάλογο με βάση το διεθνές δίκαιο είναι η χρήση «επιθετικών διπλωματικών όπλων». Και σ’ αυτά τα όπλα εντάσσουν τόσο τις ευρωπαϊκές κυρώσεις κατά της Τουρκίας, όσο και κινήσεις όπως η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια νότια και ανατολικά της Κρήτης.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης όμως έχει παραιτηθεί εκ προοιμίου από την απαίτηση για κυρώσεις ενδίδοντας την γερμανική άρνηση και δεσμευόμενες έναντι της Μέρκελ ότι δεν θα ασκήσει πίεση στην Ευρώπη. Οσο για την επέκταση των χωρικών υδάτων, ήδη η πρώτη μεγάλη ευκαιρία χάθηκε με την υπογραφή της συμφωνίας για την ΑΟΖ με την Ιταλία. Και η έως τώρα αμηχανία και φοβικότητα της κυβέρνησης δείχνει ότι δύσκολα θα το αποτολμήσει, χωρίς τουλάχιστον την έγκριση της Μέρκελ.