Την ερχόμενη Τετάρτη οι πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας προσέρχονται, εν μέσω επιδείνωσης της επιδημιολογικής εικόνας της χώρας, στην κάλπη για να εκλέξουν νέα Βουλή και εκείνη την κυβέρνηση. Είθισται στην Ευρώπη η ψηφοφορία να γίνεται την αργία της Κυριακής ή του Σαββάτου, ώστε να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προσέλευση στην κάλπη, όμως εν προκειμένω η πολιτική ηγεσία της χώρας αποφάσισε να κάνει τις εκλογές καταμεσής της εβδομάδας. Υπερίσχυσε, προφανώς, ο φόβος ότι εάν η κάλπη στηνόταν Σαββατοκύριακο θα έψαχναν τους ψηφοφόρους στις παραλίες της Χαλκιδικής και της Πιερίας –η προκήρυξη έγινε προτού φουντώσει και πάλι η επιδημία και όταν ακόμα όλα έδειχναν πως θα άνοιγαν τα σύνορα– και η ζημιά θα ήταν πολλαπλάσια.
Ούτως ή άλλως, μεγάλο διακύβευμα σε αυτές τις περιπετειώδεις, πρόωρες εκλογές –είχαν προγραμματιστεί για τις 12 Απριλίου αλλά μετατέθηκαν λόγω κορωνοϊού για τις 15 Ιουλίου– δεν υπάρχει. Προσέφυγε σε αυτές ο πρωθυπουργός Ζόραν Ζάεφ μετά το βέτο το περασμένο φθινόπωρο του Εμανουέλ Μακρόν στη χορήγηση ημερομηνίας έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων στη Βόρεια Μακεδονία και μάλλον θα το έχει μετανιώσει, αφού έτσι και αλλιώς η Γαλλία με το που πήρε αυτό που ήθελε, την περαιτέρω αυστηροποίηση, δηλαδή, των κριτηρίων εισδοχής στην Ε.Ε., άναψε αμέσως το πράσινο φως για Σκόπια (κυρίως) και Τίρανα. Τώρα ο Ζάεφ μπήκε σε μια άνευ ουσιαστικού λόγου εκλογική περιπέτεια, από την οποία δεν είναι σίγουρο ότι θα εξέλθει νικητής. Οι δημοσκοπήσεις του δίνουν, πλην μιας, ένα ελαφρύ προβάδισμα έως και δύο μονάδες από το εθνικιστικό VMRO DPMNE, όμως η διαφορά εμπίπτει στα όρια του στατιστικού λάθους.
Οι συνθήκες
Ο κορωνοϊός θα έχει και αυτός τη δική του «συμβολή» στο αποτέλεσμα, αφού με τη ραγδαία αύξηση των κρουσμάτων πολλοί, ιδιαίτερα ηλικιωμένοι πολίτες, θεωρείται σίγουρο πως όντας και απογοητευμένοι από την πολιτική, θα προτιμήσουν να μείνουν ασφαλείς στο σπίτι από το να τρέχουν στα εκλογικά τμήματα για μια υπόθεση (ποιος θα κυβερνήσει) που εντέλει αισθάνονται ότι δεν τους αφορά. Η αδιαφορία της κοινωνίας και ο φόβος της COVID-19 δημιουργούν συνθήκες για μεγάλη αποχή την Τετάρτη, που κατά πολλούς ίσως και να φτάσει εκείνη (64%) του δημοψηφίσματος του Σεπτεμβρίου του 2018 ή και να την ξεπεράσει!
Σε μια τέτοια ατμόσφαιρα, τα πολιτικά κόμματα ξεδιπλώνουν μέσω τηλεοράσεως, Διαδικτύου, αλλά και με εμφανίσεις σε πόλεις και χωριά προβεβλημένων στελεχών τους, την ατζέντα τους που έχει από όλα: παροχολογία, σκανδαλολογία (κυρίως αυτή), κορωνοϊό και βεβαίως (υπερ)πατριωτισμό, με αιχμή τις δύο εθνικές συμφωνίες, των Πρεσπών με την Ελλάδα, και αυτή με τη Βουλγαρία με τις οποίες ο Ζάεφ θριαμβολογεί ότι έκλεισε ιστορικές εκκρεμότητες με τους γείτονες και άνοιξε για τη χώρα του τις ευρωατλαντικές πόρτες. Και είναι το ισχυρό όπλο του στις εκλογές.
Κρίνεται η τύχη της συμφωνίας των Πρεσπών από το αποτέλεσμα της Τετάρτης; Δυναμική ανατροπής της δεν καταγράφεται στην κοινωνία και το εκλογικό σώμα, ούτε το αντιπολιτευόμενο VMRO DPMNE, που έχει δηλώσει στη Βουλή ότι θα την καταργήσει, υψώνει ένα τέτοιο λάβαρο. Για ψηφοθηρικούς λόγους κάποια προβεβλημένα στελέχη του, όπως η υποψήφια για την προεδρία της Δημοκρατίας Γιορντάνα Σιλιανόφσκα, ανεβάζουν τους τόνους, απειλώντας μάλιστα πρωτεργάτες της –όπως ο ΥΠΕΞ Ν. Ντιμιτρόφ– ότι θα τους φυλακίσουν για «εθνική προδοσία» εάν κερδίσουν τις εκλογές. Ο ηγέτης όμως του κόμματος, Χρίστιαν Μιτσκόσκι, κατεβάζει τον πήχυ, γνωρίζοντας πως κάτι τέτοιο είναι από μαξιμαλιστικό έως ανέφικτο και μόνο πολιτική διαχείριση θα κληθεί να κάνει εφόσον κυβερνήσει.
Εξάλλου ακόμα και να κερδίσει το VMRO τις εκλογές την Τετάρτη, δεν σημαίνει ότι θα σχηματίσει κυβέρνηση. Είτε βγει πρώτο κόμμα είτε πρωτεύσει σε ψήφους το κόμμα του Ζάεφ, εκείνος που θα αποφασίσει το ποιος θα πάρει το τιμόνι της χώρας είναι ο αλβανικός παράγοντας. Πρώτον, γιατί θεωρείται απίθανο να συγκεντρώσει πλειοψηφία βουλευτών ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα –θα χρειαστεί τη στήριξη των Αλβανών βουλευτών– και δεύτερον, διότι με τη συμφωνία ειρήνευσης Αλβανών και Σλαβομακεδόνων το 2001 στην Αχρίδα, έχει καθιερωθεί η συμμετοχή των Αλβανών σε κάθε περίπτωση στην κυβέρνηση.
Κυοφορούνται εξελίξεις
Και εάν έως τώρα το ισχυρότερο κόμμα των Αλβανών, που αποτελούν γύρω στο 25% του πληθυσμού, συγκυβερνούσε ανάλογα με τις επιδιώξεις του με έναν από τους δύο σλαβικούς σχηματισμούς, τώρα ο ηγέτης του Αλί Αχμέτι προβάλλει προεκλογικά ως όρο για να στηρίξει κυβέρνηση, την εκλογή από τη νέα Βουλή Αλβανού πρωθυπουργού, για πρώτη φορά στη χώρα! Ο Ζάεφ του «έδωσε» στη συγκυβέρνηση που προηγήθηκε, πρόεδρο της Βουλής, χρήση της αλβανικής γλώσσας ως δεύτερης επίσημης σε όλη την επικράτεια, και τώρα ο παλιός ηγέτης του UCK βάζει στο καθιερωμένο μετεκλογικό παζάρι και την πρωθυπουργική καρέκλα.
Μπορεί να γίνει αυτό; Στα Βαλκάνια όλα μπορεί να συμβούν και ειδικά σε μια τόσο ευαίσθητη περιοχή όπου αυτή την περίοδο κυοφορούνται εξελίξεις για τη διευθέτηση της πιο καυτής εκκρεμότητας της Ευρώπης, αυτής του Κοσόβου, και ο αλβανικός παράγοντας της βαλκανικής θα βάλει πολλά στο τραπέζι.
Για τον δυτικό παράγοντα η υπόθεση «Βόρεια Μακεδονία» στην πραγματικότητα έχει κλείσει με την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ και την απόφαση να ξεκινήσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ε.Ε. Η κάλπη της Τετάρτης καλείται να αναδείξει τον διαχειριστή της πραγματικότητας που διαμορφώθηκε με την υπογραφή από τον Ζάεφ των συμφωνιών με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και την ισορροπία στις σχέσεις των δύο εθνοτικών κοινοτήτων στο εσωτερικό. Για τους δυτικούς συμμάχους το Pacta sunt servanta ισχύει για όλους και το VMRO DPMNE γνωρίζει πως εάν κληθεί να κυβερνήσει, επ’ ουδενί δεν πρέπει ούτε και μπορεί να παρεκτραπεί έστω και ένα χιλιοστό.
Οι προσπάθειες Ευρωπαίων και Αμερικανών εστιάζονται τώρα στο Κόσοβο και (γεω)πολιτικές καντρίλιες γύρω από τις συμφωνίες που ηρέμησαν εν πολλοίς τη νότια βαλκανική δεν θα επιτραπούν σε όποιον και να κυβερνήσει στα Σκόπια. Το εάν ο Ζάεφ και το VMRO τσακώνονται για το ποιος είναι πιο διεφθαρμένος, έρχεται σε δεύτερη μοίρα για τους ισχυρούς συμμάχους τους.