Η πανδημία και το κόστος της διατλαντικής ασυμφωνίας

Οι πολίτες και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού αναγνωρίζουν όλο και περισσότερο ότι χρειάζονται περισσότερη, και όχι λιγότερη, διεθνή συνεργασία. Αναμένουν από τις κυβερνήσεις τους να τους προστατεύσουν, και πολλοί πιστεύουν ότι οι ηγέτες τους τούς έχουν απογοητεύσει κατά την διάρκεια της τρέχουσας πανδημίας.

Λες και σαν κάποιος να χρειαζόταν μια ακόμα υπενθύμιση για τους διατλαντικούς δεσμούς που ξεφτίζουν, η πανδημία του νέου κορωνοϊού κατέστησε ιδιαίτερα σαφές πόσο κακές έχουν γίνει οι σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης. Μετά από χρόνια αμοιβαίων παραπόνων [1] -για τις αμυντικές δαπάνες, το εμπόριο και πολλά άλλα- οι αποκλίνουσες εθνικές αντιδράσεις σε αυτήν την τελευταία κρίση έφεραν νέες πηγές έντασης και παραπόνων. Μπροστά στις ελλείψεις ιατρικού εφοδιασμού, τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και η Ευρώπη έγιναν εσωστρεφείς. Η Ουάσινγκτον διέταξε την εταιρεία 3Μ [2] να σταματήσει τις εξαγωγές της μασκών N95 και να επαναπροσανατολίσει την παραγωγή της στο εξωτερικό προς τις Ηνωμένες Πολιτείες ως μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας για την κάλυψη της εγχώριας ζήτησης, χαλαρώνοντας τους περιορισμούς μόνο ενόψει μιας ζωηρής αντίδρασης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση απαγόρευσε την εξαγωγή ασπίδων προσώπου, γαντιών, μασκών και προστατευτικών ενδυμάτων για τον ίδιο λόγο. Αυτές οι πολιτικές «οφέλους εις βάρος του γείτονα» απειλούν να επιδεινώσουν το κόστος του ιού ακόμα χειρότερα. Η μονομερής διατλαντική απαγόρευση ταξιδιών από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, επίσης προκάλεσε οργή μεταξύ των Ευρωπαίων ηγετών, οι οποίοι θρήνησαν την αποτυχία των Ηνωμένων Πολιτειών να συμβουλευτούν πρώτα μαζί τους.

Ωστόσο, η πανδημία πρέπει να καταστήσει μια άλλη πραγματικότητα εξίσου ξεκάθαρη: Η διατλαντική συνεργασία είναι απαραίτητη για την εξεύρεση αποτελεσματικών λύσεων σε κοινές προκλήσεις -για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, και για τον κόσμο. Κατά συνέπεια, ακόμη και καθώς η πανδημία έχει γεννήσει τον τελευταίο γύρο διατλαντικών παραπόνων, μπορεί –και θα πρέπει– να προσφέρει επίσης στις χώρες ένα απαραίτητο κίνητρο για να προχωρήσουν πέρα από τις συνεχιζόμενες διαφωνίες και να επικεντρωθούν σε ένα νέο διατλαντικό σχέδιο: Την σφυρηλάτηση συνεργατικών αντιδράσεων στην πανδημία. Η κρίση προσφέρει ευκαιρίες, τόσο για την ανάπτυξη αποτελεσματικότερων πολιτικών όσο και για την οικοδόμηση μιας ανανεωμένης αίσθησης διατλαντικής αλληλεγγύης η οποία μπορεί να διαρκέσει μέσα σε αυτήν την έκτακτη ανάγκη και πέραν αυτής.

ΦΙΛΟΙ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ

Το πρώτο βήμα που πρέπει να κάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι να άρουν όλες τις απαγορεύσεις στις εξαγωγές [3] και τους δασμούς στον ιατρικό εξοπλισμό. Τον Μάρτιο, περίπου τρεις δωδεκάδες χώρες περιόρισαν τις εξαγωγές κρίσιμων προϊόντων όπως νοσοκομειακές μάσκες, ιατρικά προστατευτικά ρούχα και άλλα ατομικά προστατευτικά εργαλεία. Η Ευρώπη είναι η κύρια πηγή εισαγωγών των ΗΠΑ σε αναπνευστικές μάσκες, αξονικούς τομογράφους, απολυμαντικά χεριών, μόνιτορ ασθενών, και ακτινολογικό εξοπλισμό. Οποιαδήποτε παρόρμηση προστατευτισμού για τον περιορισμό αυτού του εμπορίου είναι αυτοκαταστροφική και απειλεί ζωές και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

Αυτοί οι εμπορικοί φραγμοί έχουν επίσης βλάψει υπάρχουσες συμμαχίες. Κατά τα πρώτα στάδια της επιδημίας του κορωνοϊού, η Γαλλία και η Γερμανία εμπόδισαν την εξαγωγή απαραίτητου ιατρικού εξοπλισμού σε άλλα μέλη της ΕΕ, παρά το γεγονός ότι η ΕΕ υποτίθεται ότι είναι μια ενιαία αγορά. Μόνο μετά την πίεση από Σουηδούς αξιωματούχους, η γαλλική κυβέρνηση ήρε τους εξαγωγικούς περιορισμούς της σε μάσκες και ελαστικά γάντια (μια σουηδική εταιρεία προσπαθούσε να στείλει αυτά τα προϊόντα [4] στην Ιταλία και την Ισπανία από ένα κέντρο αποθήκευσης στην Γαλλία). Η υπουργός Εξωτερικών της Σουηδίας, Ann Linde, υπενθύμισε στους ομολόγους της στην ΕΕ σε ένα tweet την σημασία του να φαίνεται «ότι η εσωτερική αγορά λειτουργεί ακόμη και σε περιόδους κρίσης». Εν τω μεταξύ, οι Ηνωμένες Πολιτείες [5] καθυστέρησαν να προσφέρουν οποιαδήποτε βοήθεια στους ομολόγους τους, συμπεριλαμβανομένης της Ιταλίας, του πιο σκληρά δοκιμαζόμενου ευρωπαϊκού συμμάχου τους.

Αυτή η σκληρή πραγματικότητα δημιούργησε ένα άνοιγμα που η Ρωσία και η Κίνα έσπευσαν να εκμεταλλευτούν. Στις 22 Μαρτίου, μόλις 24 ώρες μετά την συνομιλία του με τον πρωθυπουργό της Ιταλίας Giuseppe Conte, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν έστειλε εννέα αεροσκάφη φορτωμένα με ιατρικά εφόδια στην Ιταλία. Η βοήθεια της Ρωσίας [6] ήταν αμφιλεγόμενη -ορισμένες αναφορές ισχυρίζονται ότι το μεγαλύτερο μέρος του εξοπλισμού ήταν λίγο ή καθόλου χρήσιμο- αλλά οι Ιταλοί, που αισθάνονταν εγκαταλελειμμένοι από τους παραδοσιακούς συμμάχους τους, αγκάλιασαν την βοήθεια. Η Κίνα ήταν ακόμη πιο γρήγορη στο να ανταποκριθεί στην κατάσταση της Ιταλίας, στέλνοντας εξειδικευμένο ιατρικό προσωπικό, γάντια, μάσκες και αναπνευστήρες. Ο Luigi Di Maio, ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών, επαίνεσε την προσπάθεια, χαίροντας που «υπάρχουν άνθρωποι στον κόσμο που θέλουν να βοηθήσουν την Ιταλία». Άλλες χώρες, όπως η Τσεχική Δημοκρατία, η Γαλλία, η Ελλάδα και η Ισπανία, εξέφρασαν επίσης την εκτίμησή τους για την κινεζική βοήθεια. Τον Απρίλιο, η ΕΕ άρχισε να κινητοποιείται, ανακοινώνοντας σημαντικά προγράμματα δημοσιονομικής, οικονομικής και ιατρικής υποστήριξης, αλλά είχε ήδη σημειωθεί σημαντική ζημιά στην ευρωπαϊκή συνοχή [7].

Οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι έχουν υπερασπιστεί το ανοιχτό εμπορικό σύστημα από τότε που τελείωσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος˙ ο κορωνοϊός δεν θα πρέπει να επιτραπεί να το αναιρέσει με το να επιδεινώσει τις ήδη υπάρχουσες διατλαντικές εμπορικές εντάσεις. Η πανδημία θα πρέπει αντ’ αυτού να είναι μια στιγμή που η διατλαντική κοινότητα θα επαναβεβαιώσει και θα επαναλάβει τις κοινές αρχές της στην υπηρεσία των πολιτών και των συμμάχων -είτε αυτό σημαίνει να δώσει στους εργαζόμενους στον τομέα της υγείας τον προστατευτικό εξοπλισμό που χρειάζονται είτε να βοηθήσει τους ασθενείς να ανακάμψουν. Η άρση αυτών των επιβλαβών απαγορεύσεων και δασμών θα ήταν καλή πολιτική και καλή γεωπολιτική.

ΑΠΕΙΛΕΣ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη πρέπει επίσης να χρησιμοποιήσουν τον ιό ως ευκαιρία για να διευρύνουν τους ορισμούς τους σχετικά με την εθνική και διεθνή ασφάλεια ώστε να συμπεριλάβουν την δημόσια υγεία. Η COVID-19 (η ασθένεια που προκαλείται από τον νέο κορωνοϊό) κατέστησε σαφές ότι ένα μικρόβιο μπορεί να σκοτώσει τόσο εύκολα όσο μια σφαίρα.

Για τον σκοπό αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη πρέπει να επεκτείνουν την ικανότητα του ΝΑΤΟ. Ο οργανισμός έχει ήδη αποδειχθεί ζωτικής σημασίας κατά την διάρκεια της τρέχουσας πανδημίας, παρέχοντας επείγοντα ιατρικό εξοπλισμό [8] και χρησιμοποιώντας τις στρατιωτικές του μεταφορικές δυνατότητες στις προσπάθειες βοήθειας. Ωστόσο, δεδομένης της συλλογικής ανάγκης για ιατρικά εφόδια που έχει προκύψει κατά την διάρκεια της κρίσης COVID-19, το ΝΑΤΟ θα πρέπει να παρέχει περαιτέρω βοήθεια δημιουργώντας αποθέματα δημόσιας υγείας. Εάν το ΝΑΤΟ μπορεί να αποθηκεύσει στρατιωτικό εξοπλισμό, μπορεί επίσης να αποθηκεύσει ιατρικό εξοπλισμό σε συλλογική βάση, με την εγγύηση ότι όλοι οι εταίροι θα κάνουν αυτές τις ιατρικές ανάγκες διαθέσιμες σε άλλους όταν προκύψει ανάγκη.

Αυτή η αλλαγή δεν θα επέτρεπε μόνο μεγαλύτερη συνεργασία όπου είναι απολύτως απαραίτητη, αλλά θα μετρίαζε επίσης τις ρωγμές στη διατλαντική συμμαχία ασφάλειας. Ο καυγάς για ιατρικό εξοπλισμό μεταξύ των μελών του ΝΑΤΟ είναι πολύ επιζήμιος για την συνοχή. Γάλλοι και Γερμανοί αξιωματούχοι, για παράδειγμα, διαμαρτυρήθηκαν ότι οι προσφορές τους ξεπεράστηκαν από αγοραστές από τις ΗΠΑ. Και νωρίτερα αυτόν τον μήνα, το Βερολίνο κατηγόρησε τις Ηνωμένες Πολιτείες για κατάσχεση ενός φορτίου του [9] από 200.000 μάσκες στην Ταϊλάνδη. Ο υπουργός Εσωτερικών του Βερολίνου, Andreas Geisel, το χαρακτήρισε αυτό ως «μια πράξη σύγχρονης πειρατείας». (Ο Geisel υποχώρησε αργότερα από τον ισχυρισμό του, αλλά η πικρία ήταν ήδη ξεκάθαρη).

Το να εντέλλεται το ΝΑΤΟ να αποθηκεύει ιατρικά εφόδια θα επιβεβαιώσει επίσης ότι ο οργανισμός σχετίζεται με τις απειλές του 21ου αιώνα. Κατά την τελευταία δεκαετία, ο δημόσιος ενθουσιασμός για την συμμαχία έχει μειωθεί. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Κέντρου Ερευνών Pew [10], οι ευνοϊκές απόψεις για το ΝΑΤΟ έχουν μειωθεί κατά 16 ποσοστιαίες μονάδες στην Γερμανία -από 73% το 2009 σε 57% το 2019- και κατά 22% στην Γαλλία -από 71% το 2009 σε 49% το 2019. Η επέκταση των αποθεμάτων του ΝΑΤΟ ώστε να συμπεριλαμβάνουν ατομικό προστατευτικό εξοπλισμό και άλλα ιατρικά εφόδια θα επέτρεπε στον οργανισμό να ενισχύσει την βοήθειά του κατά την διάρκεια μιας πανδημίας, και θα καθιστούσε σαφές ότι η συμμαχία είναι έτοιμη να προστατεύσει τα μέλη της από τις πλέον άμεσες υπαρξιακές απειλές, είτε από μια επιθετική Ρωσία, είτε από μια ασταθή Μέση Ανατολή, είτε από μια πανδημία.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΕΠΙΤΗΡΗΣΗ

Τέλος, οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι πρέπει να ανταποκριθούν στις μελλοντικές διεθνείς πανδημίες δημιουργώντας ένα κοινό σύστημα παγκόσμιας ιατρικής παρακολούθησης. Όταν οι διατλαντικοί σύμμαχοι ανιχνεύουν ένα ξέσπασμα μιας νόσου που τείνει προς το να γίνει επιδημία σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο, πρέπει να είναι έτοιμοι να στείλουν ιατρικές ομάδες ταχείας απόκρισης για να εκτιμήσουν την έκταση της απειλής και την απαιτούμενη αντίδραση. Αυτή η πολιτική πρέπει να βασίζεται σε μια συμφωνημένη διατλαντική στρατηγική πανδημίας που ορίζει το τι συνιστά πανδημία, εξηγεί τα πρωτόκολλα για τον πρώιμο περιορισμό και τον μετριασμό, και περιγράφει λεπτομερώς τον τρόπο διαχείρισης της επιδημίας συλλογικά εάν εξαπλωθεί παγκοσμίως. Αυτή η ιατρική επιτήρηση πρέπει να ακολουθείται από κοινές προσπάθειες που να βοηθούν άλλες χώρες να περιορίσουν μελλοντικά κρούσματα και θα πρέπει να σχεδιαστεί έτσι ως [σαν να είναι] ο πυρήνας ενός πιο αποτελεσματικού παγκόσμιου συστήματος που θα λειτουργεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Ο ΠΟΥ δεν διαθέτει επί του παρόντος την εξουσία [11] και τους πόρους για την λειτουργία ενός τέτοιου συστήματος και η πρόσφατη απόφαση του Τραμπ να αναστείλει την χρηματοδότηση του ΠΟΥ θα επιδεινώσει τα πράγματα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη θα πρέπει αντ’ αυτού να προσπαθήσουν να ενισχύσουν τον ρόλο του ΠΟΥ μέσω πρωτοβουλιών όπως μια ολοκληρωμένη παγκόσμια «ευθύνη για αναφορά» (“responsibility to report”) -μια δέσμευση έγκαιρης προειδοποίησης που θα αναλαμβάνεται όχι μόνο από τις εθνικές κυβερνήσεις αλλά και από τις περιφερειακές Αρχές υγείας, τα ερευνητικά εργαστήρια, και τις εταιρείες, για να αναφέρουν ξεσπάσματα επιδημιών.

Καθώς η κρίση του κορωνοϊού έχει εξαπλωθεί, οι πολίτες έχουν μπει στο παιχνίδι. Όταν η βρετανική κυβέρνηση αναζήτησε εθελοντές για να βοηθήσουν την Εθνική Υπηρεσία Υγείας (National Health Service, NHS) να καταπολεμήσει την COVID-19, περισσότεροι από 750.000 άνθρωποι εγγράφηκαν εντός τεσσάρων ημερών, σηματοδοτώντας το μεγαλύτερο κύμα εθελοντών [12] μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι δισεκατομμυριούχοι απαντούν επίσης στο κάλεσμα: Ο Διευθύνων Σύμβουλος του Twitter, Jack Dorsey, έχει δεσμευτεί [να δώσει] ένα δισεκατομμύριο δολάρια για ανακούφιση από την πανδημία. Αλλά τίποτε από αυτά δεν μπορεί να αντισταθμίσει το κενό που άφησαν οι κυβερνήσεις.

Τώρα είναι η στιγμή οι Ηνωμένες Πολιτείες να αξιοποιήσουν το τεράστιο παγκόσμιο ηγετικό δυναμικό τους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, μαζί με τους στενότερους συμμάχους τους στην Ευρώπη, μπορούν να αποτελέσουν τον πυρήνα μιας παγκόσμιας αντίδρασης στην πανδημία και να ωθήσουν τους άλλους να συνεργαστούν επίσης.

Οι πολίτες και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού αναγνωρίζουν όλο και περισσότερο ότι χρειάζονται περισσότερη, και όχι λιγότερη, διεθνή συνεργασία. Οι πολίτες αναμένουν από τις κυβερνήσεις τους να τους προστατεύσουν και πολλοί πιστεύουν ότι οι ηγέτες τους τούς έχουν απογοητεύσει κατά την διάρκεια της τρέχουσας πανδημίας. Η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών και οι ευρωπαϊκοί ομόλογοί της πρέπει επειγόντως να συνεργαστούν για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού. Αυτές οι προτεινόμενες πρωτοβουλίες είναι ένας τρόπος έκφρασης της διατλαντικής αλληλεγγύης όταν, όπως τώρα, οι σύμμαχοι έχουν σοβαρή ανάγκη. Αποτελούν επίσης έναν μηχανισμό για να διασφαλιστεί ότι ο κόσμος δεν θα αντιμετωπίσει μια επανάληψη της COVID-19 και ότι οι σύμμαχοι δεν θα πολεμήσουν την επόμενη πανδημία μόνοι τους.

Η KAREN DONFRIED είναι πρόεδρος του German Marshall Fund of the United States και διετέλεσε ανώτερη διευθύντρια Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας από το 2013 έως το 2014.
Ο WOLFGANG ISCHINGER είναι πρόεδρος της Διάσκεψης Ασφαλείας του Μονάχου (Munich Security Conference), μια θέση που κατέχει από το 2008 και διετέλεσε πρέσβης της Γερμανίας στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 2001 έως το 2006.
Είναι συμπρόεδροι μιας διατλαντικής ομάδας εργασίας που οργανώθηκε από το Bundeskanzler-Helmut-Schmidt-Stiftung και το German Marshall Fund.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2020-02-10/saving-…
[2] https://www.washingtonpost.com/national/coronavirus-trump-masks-contract…
[3] https://www.cnn.com/2020/03/27/business/medical-supplies-export-ban/inde…
[4] https://www.irishtimes.com/news/world/europe/coronavirus-european-solida…
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/2020-04-04/america-first-dangero…
[6] https://www.bbc.com/news/world-europe-52137908
[7] https://www.foreignaffairs.com/articles/europe/2020-04-06/old-divisions-…
[8] https://www.thelocal.es/20200325/spain-asks-nato-for-urgent-medical-supp…
[9] https://www.wsj.com/articles/germany-cries-foul-over-berlin-bound-masks-…
[10] https://www.pewresearch.org/global/2020/02/09/nato-seen-favorably-across…
[11] https://www.theatlantic.com/health/archive/2020/04/why-world-health-orga…
[12] https://www.nytimes.com/2020/04/07/world/europe/coronavirus-united-kingd…

foreignaffairs.gr

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.