Να Ποιοι Είναι οι Όροι του Πούτιν
Mike Whitney, Unz Review , Russia Insider,1-4-20
Μετάφραση: Μιχαήλ Στυλιανού
Ο Ντόναλντ Τραμπ κάλεσε προ ημερών στο τηλέφωνο τον Ρώσο Πρόεδρο Πούτιν για να συζητήσουν για την κατάρρευση της τιμής του πετρελαίου που προκαλεί πανωλεθρία στην αμερικανική βιομηχανία σχιστολιθικού πετρελαίου. Οι δυο ηγέτες μίλησαν σύντομα για την πανδημία του Κορωνοϊού, αλλά γρήγορα στράφηκαν στην κύρια φροντίδα του Τραμπ, που ήταν η παραγωγή του πετρελαίου.
Κατά τον περασμένο μήνα η Σαουδική Αραβία πλημμύριζε την αγορά με αργό πετρέλαιο για να αναγκάσει την Ρωσία να συμφωνήσει σε μεγάλες περικοπές της παραγωγής της. Ο Πούτιν αρνήθηκε να υποκύψει στον εκβιασμό της Ριάντ και διατήρησε την ρωσική παραγωγή στο ίδιο επίπεδο. Σε αποτέλεσμα οι τιμές έπεσαν στις χαμηλότερες της 18ετίας, σε 20,09 δολάρια το βαρέλι, δηλαδή πολύ πιο κάτω από το επίπεδο απλής επιβίωσης των αμερικανών παραγωγών σχιστολιθικού πετρελαίου. Σε λιγότερο του μηνός η εντατικού κεφαλαίου αμερικανική βιομηχανία σχιστολιθικού πετρελαίου ακολούθησε κάθετη κατρακύλα, προκαλώντας πανικό στο χρηματιστήριο της Γουόλ Στρητ, όπου οι αναλυτές περιμένουν ότι ένα κύμα πτωχεύσεων θα καταφέρει θανάσιμο πλήγμα στις μεγάλες επενδυτικές τράπεζες.
Γι’ αυτό ο Τραμπ αποφάσισε να τηλεφωνήσει στον Πούτιν. Θέλησε να δει αν μπορεί να πείσει τον Ρώσο Πρόεδρο να περικόψει την ρωσική παραγωγή.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Πούτιν έμεινε στωικά σιωπηλός όταν η κυβέρνηση Τραμπ επέβαλε οικονομικές κυρώσεις στην Ρωσία για τις υποτιθέμενες επεμβάσεις της στην Ουκρανία, ότι δεν διαμαρτυρήθηκε για τις επεμβάσεις της Ουάσιγκτον στην Συρία, ούτε για τις προσπάθειές της να σταματήσει την εγκατάσταση των ρωσικών αγωγών Nordstream και Southstream προς την Γερμανία και την Βουλγαρία. Τώρα όμως τα πράγματα άλλαξαν, πλήττονται τα συμφέροντα των αμερικανικών επιχειρήσεων και ο Τραμπ θεωρεί φυσικό να καλέσει την Μόσχα σε βοήθεια. Όπως είπε κάποιος επικριτικά, «φαίνεται πως η ομάδα του Τραμπ είναι άνετη να μοιράζει κυρώσεις, αλλά όχι όταν τις υφίσταται.»
Το προεδρικό τηλεφώνημα σχεδόν αποσιωπήθηκε από τα αμερικανικά ΜΜΕ, πράγμα αναμενόμενο αφού δεν είναι δυνατόν να διαστρέψεις ένα περιστατικό όπου ο Αμερικανός Πρόεδρος σαφώς παρακαλεί τον «κακοποιό» Πούτιν να του κάνει μια χάρη.
Το ρωσικό κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Τας συνόψισε το τηλεφώνημα σε μια λακωνική ανακοίνωση τριών παραγράφων, που απέκλειε συμπληρωματικά στοιχεία. Να ένα απόσπασμα:
«Οι ηγέτες συζήτησαν επίσης την σημερινή κατάσταση της διεθνούς αγοράς πετρελαίου. Συμφώνησαν για ρώσο-αμερικανικές ανταλλαγές απόψεων επί του θέματος μεταξύ των επικεφαλής των υπηρεσιών ενέργειας», ανακοίνωσε το Κρεμλίνο. «Ο Βλαντίμιρ Πούτιν και ο Ντόναλντ Τραμπ συμφώνησαν να συνεχίσουν τις προσωπικές επαφές», μετέδωσε το Τας.
Σημειώστε πως το τηλεγράφημα του Τας αντιπαρέρχεται τους αυθαίρετους ισχυρισμούς και την εριστικότητα που χαρακτηρίζει τα Δυτικά ΜΜΕ. Μετά την πλημμύρα ψευδό-πληροφόρησης περί «ρωσικής ανάμειξης» που κυριάρχησε στους τίτλους του Τύπου την τελευταία τριετία θα περίμενε κάποιος ότι οι αρχισυντάκτες του Τας θα μπορούσαν να είναι ποιο επικριτικοί για το διάβημα του Τραμπ. Οπωσδήποτε το τηλεφώνημα του δημιουργεί την εντύπωση ότι η Ουάσιγκτον είναι έτοιμη να ενδώσει στον «θανάσιμο εχθρό» της προκριμένου να αποσπάσει τις περικοπές στην παραγωγή πετρελαίου που επιδιώκει. Αλλά προφανώς δεν χρησιμοποιούν όλοι τα ΜΜΕ για να προαγάγουν την δική τους στενοκέφαλη πολιτική.
Μερικοί αναγνώστες μπορεί να θυμούνται πως ο Τραμπ κατηγόρησε τον Πούτιν το 2018 στο Ελσίνκι ότι ανέβασε ψηλότερα τις τιμές (85 δολάρια το βαρέλι) και έπληξε την ανάπτυξη στις ΗΠΑ. Όπως του συμβαίνει συχνά, τα στοιχεία του Τραμπ ήταν λανθασμένα. Ο λόγος που ανέβηκαν οι τιμές το 2018 ήταν ότι η κυβέρνηση Τραμπ επέβαλε σκληρές οικονομικές κυρώσεις στο Ιράν και στην Βενεζουέλα, οι οποίες προκάλεσαν μιαν άμεση πτώση της παραγωγής πετρελαίου και απότομη αύξηση των τιμών. Η υποστήριξη των ΗΠΑ στην επίθεση κατά της Λιβύης είχε επίσης συμβάλει στην αύξηση των τιμών. Επομένως, η Ρωσία δεν ήταν υπεύθυνη για την αύξηση των τιμών του πετρελαίου το 2018, όπως δεν ευθύνεται σήμερα για την πτώση τους.
Το 2018 το πρόβλημα ήταν ότι οι αμερικανικές κυρώσεις έπνιξαν την προσφορά, ενώ το 2020 το πρόβλημα είναι η Σαουδική Αραβία. Οι Σαουδάραβες αύξησαν την παραγωγή τους, όχι η Ρωσία. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Πούτιν δεν μπορεί να συμβάλει στην εξομάλυνση της καταστάσεως, αλλά σημαίνει ότι οι δύο ηγέτες θα πρέπει να συζητήσουν τις διαφορές τους με ειλικρίνεια και να βρούν έναν εποικοδομητικό τρόπο προόδου. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται μια διάσκεψη κορυφής, κάτι που μέχρι σήμερα αποκρούεται πεισματικά από το κατεστημένο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Σε κάθε περίπτωση είναι εξαιρετικά απίθανο ότι ο Πούτιν θα συμφωνήσει να μειώσει την παραγωγή πετρελαίου με αντάλλαγμα την άρση των οικονομικών κυρώσεων. Δεν είναι καθόλου αυτό που θέλει. Αυτό που ο Πούτιν θέλει από την Ουάσιγκτον είναι πολύ πιο περιεκτικού περιεχομένου. Θέλει να επανενταχτούν οι ΗΠΑ στην κοινότητα των εθνών, ώστε να μπορούν να αντιμετωπιστούν συλλογικά τα κρίσιμα προβλήματα, όπως ο πόλεμος, οι πανδημίες, η διάδοση των πυρηνικών όπλων και η διεθνής ασφάλεια. Θέλει έναν αξιόπιστο εταίρο που να σέβεται τους κανόνες του παιχνιδιού, θα συμμορφώνεται με το Διεθνές Δίκαιο, θα σταματήσει τους πολέμους για αλλαγή καθεστώτων, θα σέβεται την κυριαρχία άλλων εθνών και θα δίνει χέρι βοήθειας στις διεθνείς κρίσεις.
Αυτό είναι που θέλει. Θέλει ένα σύμμαχο που θα σέβεται τα συμφέροντα των άλλων, θα συνεργάζεται σε θέματα αμοιβαίας σπουδαιότητας και θα εργάζεται για την δημιουργία μιας πιο δίκαιης και ανθηρής διεθνούς οικονομίας.
Εάν ο Τραμπ δείξει ότι είναι διατεθειμένος να αλλάξει, τότε ο Πούτιν θα καταβάλει αναμφίβολα κάθε προσπάθεια να βοηθήσει. Αλλά αν ο Τραμπ συνεχίσει στην τακτική της αμερικανικής μονοκρατορίας, τότε συμφωνία δεν πρόκειται να υπάρξει.