Οι ιστορίες των ανθρώπων της διπλανής πόρτας και οι εκπληκτικές φωτογραφίες του Φάμπιο Μπουτσιαρέλλι αποτυπώνουν την τραγωδία που βιώνει η ιταλική πόλη τις τελευταίες εβδομάδες
Ο Τζέισον Χόροβιτς είναι ο επικεφαλής του γραφείου των New York Times στη Ρώμη και αυτός που μαζί με τον φωτογράφο Φάμπιο Μπουτσιαρέλλι έζησαν κάποιες μέρες στην πόλη-φάντασμα πλέον του Μπέργκαμο.
Εκεί όπου κατέγραψαν μοναδικά ιστορίες και εικόνες οικογενειών και ασθενών σε ένα συγκλονιστικό οδοιπορικό πόνου αλλά και ελπίδας σε σπίτια της πόλης, στα νοσοκομεία της και στο κοιμητήριο.
Με τίτλο «Μεταφέρουμε νεκρούς από το πρωί μέχρι το βράδυ» ο Χόροβιτς «βυθίζεται» όσο πιο αποστασιοποιημένα δύναται να το κάνει στις ιστορίες οικογενειών και συνηθισμένων ανθρώπων, συνομιλεί με τους εθελοντές του Ερυθρού Σταυρού, με γιατρούς και νοσηλευτές.
Αποτυπώνει εξαιρετικά με την πένα του την ασύλληπτη κατάσταση που βιώνει το Μπέργκαμο, εκεί όπου οι δρόμοι είναι άδειοι, τα σχολεία και τα μαγαζιά κλειστά, ενώ σχεδόν κανείς δεν κυκλοφορεί στους ήσυχους δρόμους.
Όπως γράφει, μόνο οι σειρήνες των ασθενοφόρων ακούγονται όλη μέρα, μόνο αυτές ακούς του λέει η Μικέλα Τράβελι, κόρη του Κλαούντιο Τράβελι.
Ο τελευταίος μέχρι τις 7 Μαρτίου οδηγούσε ένα φορτηγάκι διανομής φαγητού σε όλη τη Βόρεια Ιταλία, όμως την επόμενη μέρα εμφάνισε πυρετό και συμπώματα γρίπης.
Μετά από λίγα 24ωρα, η γυναίκα του παρουσίασε τα ίδια συμπτώματα και, όταν το ζευγάρι επικοινώνησε με τον γιατρό τους, αυτός τους συνέστησε να πάρουν ένα κοινό αντιπυρετικό φάρμακο.
Μέχρι τότε ο ιός δεν απασχολούσε τόσο πολύ τους Ιταλούς αξιωματούχους, όπως δεν τους είχε απασχολήσει και η μετακίνηση περίπου 40.000 ανθρώπων από το Μπέργκαμο στο Μιλάνο για να δουν το παιχνίδι Αταλάντα-Βαλένθια στις 19 Φεβρουαρίου.
Τότε ο κύριος Τράβελι ήταν μια χαρά.
Σχεδόν τρεις εβδομάδες μετά η κατάστασή του χειροτέρεψε, ο πυρετός δεν έπεφτε, δυσκολευόταν να αναπνεύσει, είχε ξερό βήχα και αισθανόταν πίεση στο στήθος του.
Οι κόρες του κάλεσαν ασθενοφόρο, το πλήρωμα που τον εξέτασε βρήκε χανηλά επίπεδα οξυγόνου αλλά τους συνέστησαν να μείνει σπίτι αφού τα νοσοκομεία της πόλης θύμιζαν «χαρακώματα πολέμου», όπως τους είπαν.
Λίγα 24ωρα μετά η κατάσταση του επιδεινώθηκε δραματικά, ο πυρετός χτύπησε 40άρια και αυτή την φορά το ασθενοφόρο τον παρέλαβε, ενώ οι εγγονές του τον χαιρετούσαν από την ταράτσα.
Στέρεψαν τα δάκρυα στο Μπέργκαμο
Το πλήρωμα του ασθενοφόρου με εθελοντές του Ερυθρού Σταυρού είχε ξεκινήσει από νωρίς το πρωί να δουλεύει και τα μάτια της Νάντια Βαλλάτι έχουν δει πάρα πολλά.
Ανάμεσα σε αυτά ήταν και ασθενείς με χαμηλό οξυγόνο στο αίμα τους λόγω του κορωνοϊού. Οι κανονικές τιμές κυμααίνονται μεταξύ 95 και εκατό, όμως η ίδια βρήκε ανθρώπους που είχαν μόλις 50, τα χείλη τους ήταν μπλε, τα δάχτυλα τους βιολετί και ανέπενεαν χρησιμοποιώντας τους μύες του στομάχου. Οι πνεύμονες ήταν πολύ αδύναμοι για να τραβήξουν αέρα.
Μετά από κάθε διακομιδή ασθενούς όλο το πλήρωμα απολυμαίνεται και περιμένει την επόμενη σειρήνα να ηχήσει κάτι που δεν αργεί πολύ να γίνει.
Η Βάλλατι βρήκε σχεδόν αναίσθητη την 88χρονη Τερεζίνα Κόρια στο κρεβάτι της, στις 15 Μαρτίου η οποία μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και την επόμενη μέρα οι ηλικιακοί όροι αντιστράφηκαν.
Ήταν η σειρά του 40χρονου Αντόνιο Αμάτο να εισαχθεί στο νοσοκομείο, με τα παιδιά του να τον χαιρετούν από απόσταση, ώστε να μην κολλήσουν.
Όμως αυτό που μάλλον δεν θα ξεχάσει ποτέ είναι εκείνο το Σάββατο, που μαζί με το πλήρωμα της βρέθηκε στην κατοικία ενός 90χρονου, ο οποίος ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του.
Ρώτησε τις δύο εγγονές του αν ο παππούς τους είχε έρθει σε επαφή με κάποιον που είχε νοσήσει τον ιό και τα κορίτσια απάντησαν θετικά, ότι αυτό είχε γίνει με τον πατέρα τους, που είχε πεθάνει πριν από τρεις ημέρες.
Η γιαγιά τους νοσηλευόταν ήδη σε κρίσιμη κατάσταση και η Βάλλατι είπε ότι «τα δύο κορίτσια δεν έκλαιγαν επειδή δεν είχαν απομείνει άλλα δάκρυα να τρέξουν από τα μάτια τους».
Την ίδια ώρα τα νοσοκομεία του Μπέργκαμο το οποίο ο ιός έχει «καταβροχθίσει» είναι πλέον τόσο γεμάτα με νοσούντες, που αποτελούν πηγή φόβου για πολλούς.
Ο αναισθησιολόγος Ιβάνο Ρίβα είπε ότι το νοσoκομείο του δέχεται εξήντα ασθενείς με κορωνοϊό κάθε μέρα, ότι μέσα σε αυτό νοσηλεύονται πεντακόσιοι νοσούντες τον ιό και ότι οι ενενήντα κλίνες της εντατικής με τους θαλάμους αρνητικής πίεσης είναι γεμάτες.
Τον προηγούμενο μήνα οι συγκεκριμένες κλίνες ήταν επτά.
Τα απομεινάρια μιας ζωής μέσα σε μια σακούλα
Το οξυγόνο υπάρχει παντού στα νοσοσκομεία του Μπέργκαμο και της Λομβαρδίας, νοσηλευτές μεταφέρουν συνέχεια καροτσάκια με φιάλες και ένα φορτηγό γεμάτο ξεφορτώνει το πλύτιμο υλικό του στην είσοδο ενός από αυτά.
Εκεί όπου ο κύριος Τράβελι ζει ακόμη παλεύοντας τον κορωνοϊό ενώ οι κόρες του προσπαθούν να τον κρατούν αισιόδοξο αφού φοβάται πολύ και πίστεψε ότι θα πεθάνει.
Είναι τόσο πολλοί αυτοί που πεθαίνουν τόσο γρήγορα γράφει ο Χόροβιτς που οι εργαζόμενοι στα νεκροτομεία του νοσοκομείου και οι υπάλληλοι από τα γραφεία κηδειών δεν προλαβαίνουν.
«Βγάζουμε τους νεκρούς, τον ένα μετά το άλλο, συνέχεια, από το πρωί μέχρι το βράδυ» τονίζει με θλιμμένη φωνή η Βάντα Πιτσιόλι που διατηρεί ακόμη ανοιχτό το γραφείο κηδειών της στο Μπέργκαμο.
Τα πιο πολλά έκλεισαν όταν αρρώστησαν οι ιδιοκτήτες τους.
«Έχουμε συνηθίσει να τιμούμε τους νεκρούς μας. Τώρα είναι σαν να είμαστε σε πόλεμο και συλλέγουμε καθημερινά τα θύματα» συμπληρώνει λέγοντας ότι ένας υπάλληλος της πέθανε την περασμένη Κυριακή, χτυπημένος από τον ιό.
Κάθε μέρα το πρoσωπικό του γραφείου της περισυλλέγει τουλάχιστον εξήντα σωρούς από τα νοσοκομεία της περιοχής, οίκους ευγηρίας και διαμερίσματα, φορώντας στολές, μάσκες και γάντια.
«Είναι δύσκολο όλο αυτό για εμάς. Είμαστε θα έλεγα μια ξεχωριστή κατηγορία μέσα στις σκιές» τονίζοντας ποαράλληλα ότι στην αρχή προσπαθούσαν να μαζέψουν τα προσωπικά αντικείμενα.
Αντικείμενα των ανθρώπων που «έφυγαν» για να μπουν μέσα στις κόκκινες σακκούλες, όπως ένα κουτί μπισκότα, μια κούπα του καφέ, πιτζάμες, παντόφλες, για να δοθούν στους συυγγενείς τους.
Τώρα απλά δεν υπάρχει χρόνος, ούτε γι’ αυτό.
Το τελευταίο αντίο
Οι νεκροί θάβονται ή αποτεφρώνονται, με ό,τι φορούσαν στο νοσοκομείο π.χ. τις πιτζάμες, το νυχτικό τους, η το ιατρικό scrub αφού απαγορεύεται να τους αλλάξουν ρούχα σε αυτό το τελευταίο θλιβερό και πιο μοναχικό ταξίδι ενός ανθρώπου.
Τα φέρετρα που δεν κλείνουν χωρίς να υπάρχει το επίσημο πιστοπιητικό θανάτου τώρα είναι κλειστά και περιμένουν απλά να σφραγιστούν, ενώ κάποιες σωροί παραμένουν για μέρες σε σπίτια, αφού είναι δύσκολο να μεταφερθούν.
Όσο για τις κηδείες; Πλέον δεν γίνονται αφού τα κοιμητήρια στην Λομβαρδία έχουν γεμίσει, όμως και όταν γίνονταν ήταν απλά μια γρήγορη προσευχή.
Η Τερεζίνα Γκρέγκις πέθανε στο σπίτι της. Οι δικοί της έιχαν καλέσει πολλές φορές ασθενοφόρο για να εισαχθεί σε νοσοκομείο αλλά η απάντηση ήταν μονίμως η ίδια: Όλα τα κρεβάτια ήταν γεμάτα και, όπως είπε η νύφη της Ρομίνα Μολόνι, από τη στιγμή που ήταν 75 ετών η προτεραιότητα των γιατρών ήταν να ζήσουν νεότεροι ασθενείς.
Τις τελευταίες εβδομάδες της ζωής της η Τερεζίνα αγωνιζόταν να κρατηθεί στην ζωή και οι δίκοι της να βρουν φιάλες οξυγόνου, οργώνοντας την ιταλική περιφέρεια.
Κι αυτή περίμενε κοιτώντας τον κήπο με τα λουλούδια και τους μικρούς πλαστικούς χρωματιστούς ανεμόμυλους που της άρεσαν, μέχρι την ημέρα που έσβησε.
Κηδεύτηκε σε μια από τις τρεις κενές θέσεις που υπήρχαν ακόμη στο νεκροταφείο και το παρών έδωσαν ελάχιστοι συγγενείς, αφού υπήρχε πλέον η γνωστή απαγόρευση.
Δεν μπορούσαν ούτε λουλούδια να της πάνε, αφού όλα τα ανθοπωλεία ήταν πλέον κλειστά όταν έλαβε χώρα το τελευταίο αντίο στην Τερεζίνα στο κοιμητήριο του Αλζάνο Λομπάρντο στις 21 Μαρτίου.
Η νύφη της Ρομίνα Μολόνι την αποχαιρέτησε αφήνοντας έναν χρωματιστό ανεμόμυλο, που η κόρη της είχε χαρίσει στην γιαγιά της λέγοντας απλά: «Της άρεσε αυτός».
Το link των New York Times με το συγκλονιστικό ρεπορτάζ
https://www.nytimes.com/interactive/2020/03/27/world/europe/coronavirus-italy-bergamo.html0