Σε νέα διατροφική εμμονή έχει μετατραπεί το λεγόμενο γάλα αμυγδάλου, αφού είναι ένα από τα trendy magic foods, που έχει κατακλύσει την αγορά και πείσει τους καταναλωτές που αναζητούν πιο φυσικά και «ευαίσθητα» περιβαλλοντικά προϊόντα και πάντα με λιγότερες θερμίδες.
Το γάλα αμυγδάλου «πέρασε» ως μια εναλλακτική πηγή πρόσληψης θρεπτικών στοιχείων για όσους δεν θέλουν να πίνουν γάλα ζωικής προέλευσης ή έχουν δυσανεξία στη λακτόζη. Έγινε ευρέως γνωστό στο εξωτερικό από τους χορτοφάγους και τους vegan και έκανε την πρώτη του εμφάνιση πριν από μερικά χρόνια στην Ελλάδα. Παρότι έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη, δεν περιέχει φυσικές βιταμίνες και είναι επεξεργασμένη τροφή, η κατανάλωσή του, αν και με «τσιμπημένη» τιμή, έχει εκτιναχθεί στα ύψη και, μόνο στις ΗΠΑ, η ζήτηση έχει αυξηθεί κατά 250%, σύμφωνα με την εταιρεία Nielsen.
Όμως υπάρχει μια «θανάσιμη», όπως χαρακτηρίζεται από τους ειδικούς, αλήθεια πίσω από το ρόφημα που κατ’ ευφημισμό αποκαλείται «γάλα».
Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη που παρουσίασε ο Guardian, δισεκατομμύρια μέλισσες οδηγούνται στο θάνατο, καθώς οι πληθυσμοί τους δέχονται μεγάλη πίεση από την αυξημένη ζήτηση τεράστιων ποσοτήτων αμυγδάλου για την παρασκευή του ροφήματος. 50 δισεκατομμύρια μέλισσες πέθαναν μόνο σε έναν χειμώνα, γεγονός που συνιστά σοβαρή απειλή για την πλανητική τροφική αλυσίδα και το οικοσύστημα.
Η μεγάλη θνησιμότητα μεταξύ των μελισσών που επικονιάζουν αμύγδαλα οφείλεται κυρίως στην εκτεταμένη χρήση ζιζανιοκτόνων που χρησιμοποιούν οι καλλιεργητές, ώστε να ανταπεξέλθουν στην τεράστια ζήτηση. Ένα από τα πιο διαδομένα είναι η γλυφοσάτη του περίφημου Round Up, που έχει αποδειχθεί θανατηφόρα για τις μέλισσες και καρκινογόνα για τους ανθρώπους.
Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της Καλιφόρνιας, της Κεντρικής Κοιλάδας, που αποδίδει το 80% της παγκόσμιας παραγωγής αμυγδάλου. Το 2000, αμυγδαλιές κάλυπταν 5.000.000 στρέμματα στην περιοχή, αλλά ως το 2018 η έκταση αυτή είχε διπλασιαστεί, αποδίδοντας ένα εκατομμύριο τόνους αμυγδάλων σε ετήσια βάση. Ο μέσος Αμερικανός καταναλώνει περίπου 900 γραμμάρια αμυγδάλων κάθε χρόνο ενώ ο τζίρος αγγίζει τα 11 δισεκατομμύρια δολάρια.
Εκτός, όμως, από τα φυτοφάρμακα υπάρχουν και δύο ακόμη παράγοντες που εξολοθρεύουν τις μέλισσες, καθιστώντας ακόμα πιο δυσοίωνο το μέλλον τους.
Η επικονίαση των δέντρων αυτών είναι εξαιρετικά απαιτητική για τις μέλισσες, καθώς αναγκάζονται να βγουν από τα μελίσσια τους μέσα στον χειμώνα, έως και δύο μήνες νωρίτερα από ότι συνηθίζουν υπό άλλες συνθήκες. Την περίοδο του χειμώνα το σμήνος παραμένει συνήθως μέσα στην κυψέλη, εξασφαλίζοντας με μικρές κινήσεις τη διατήρηση της θερμοκρασίας στους 32 βαθμούς Κελσίου, ώστε η βασίλισσα να παραμένει ζεστή. Η παρουσία αμυγδαλιών κοντά στις αποικίες ωθούν την έξοδο των εντόμων έως και δύο μήνες νωρίτερα από το κανονικό.
Από την άλλη οι αχανείς εκτάσεις με τον συγκεκριμένο τύπο δέντρου έχουν ως αποτέλεσμα την παρουσία εκατομμυρίων μελισσών σε σχετικά μικρές περιοχές, κάτι που κάνει ευκολότερη τη μετάδοση ασθενειών.
«Οι μέλισσες γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης και δεν αντιμετωπίζονται με σεβασμό» σε αυτές τις καλλιέργειες, τονίζει ο μελισσοκόμος Πάτρικ Πάινς, μιλώντας στη Guardian. «Η αυλή μου είναι γεμάτη με άδεια μελίσσια, που κάποτε φιλοξενούσαν υγιείς πληθυσμούς μελισσών», αναφέρει παράλληλα ο Ντένις Αρπ, μελισσοκόμος που, όπως και πολλοί άλλοι συνάδελφοί του, εξασφαλίζουν σχεδόν το μισό εισόδημά τους από την ενοικίαση των μελισσών τους για την επικονίαση αμυγδαλιών. Στη δεκαετία του 1980, ο Αρπ απλώς πουλούσε μέλι και έχανε το πολύ το 5% των μελισσών του σε ετήσια βάση, εξαιτίας ασθενειών ή ακραίων καιρικών συνθηκών. Στις αρχές του 2000, ο Αρπ άρχισε να χάνει έντομα σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό και τώρα πεθαίνει περίπου το 30% κάθε χρόνο. Όμως η πώληση μελιού έχει πολύ μικρότερο κέρδος συγκριτικά με την ενοικίαση των μελισσιών του στις «μεγα-φάρμες» της Καλιφόρνια. Καθώς ο χειμώνας πλησιάζει, οι μέλισσες του αρχίζουν να αρρωσταίνουν.
Μόνο το χειμώνα του 2018-2019, εκτιμάται πως στην περιοχή πέθαναν περίπου 50 δισεκατομμύρια μέλισσες. Πρόκειται για αριθμό που ξεπερνά το ένα τρίτο των ελεγχόμενων αποικιών στις ΗΠΑ και για τη μεγαλύτερη απώλεια εντόμων που έχει καταγραφεί από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, όταν ξεκίνησαν οι μετρήσεις.
«Το μεγάλο ποσοστό θνησιμότητας δημιουργεί ένα θλιβερό μοντέλο εργασίας για τους μελισσοκόμους», λέει ο Νέιτ Ντόουνλι, επιστήμονας του κέντρου Βιολογικής Ποικιλομορφίας. «Είναι σαν να στέλνουμε τις μέλισσες στον πόλεμο. Πολλές δεν επιστρέφουν πίσω».
Το συγκεκριμένο φαινόμενο έχει προβληματίσει έντονα περιβαλλοντολόγους, μελισσοκόμους και ειδικούς.
Ιδιαίτερη έμφαση, δίνουν και στην παράμετρο της διαχείρισης των υδάτινων πόρων, ειδικά σε περιοχές όπου αυτοί είναι περιορισμένοι. Εκτιμάται ότι για τη δημιουργία ενός και μόνο αμυγδάλου απαιτούνται περίπου 3,87 λίτρα νερού –σημαντικό πρόβλημα για μια πολιτεία όπως η Καλιφόρνια όπου η ξηρασία είναι μεγάλη και οι αρχές φθάνουν στο σημείο να γεμίζουν με πλαστικά μπαλάκια δεξαμενές και λίμνες για να μην εξατμίζεται το νερό.
Σε μια προσπάθεια να αλλάξει η υφιστάμενη κατάσταση, στην Καλιφόρνια έχουν δραστηριοποιηθεί ΜΚΟ, οι οποίες έρχονται σε συμφωνίες με καλλιεργητές αμυγδάλου για να εμπλουτίσουν το φυτικό κεφάλαιο στο χωράφι τους.
Χαρακτηριστική περίπτωση η Bee Better. Το deal με τους παραγωγούς είναι να φυτεύουν αγριολούλουδα και τριφύλλια ανάμεσα στις αμυγδαλιές, ώστε με αυτόν τον τρόπο οι μέλισσες να έχουν περισσότερες επιλογές.
Ωστόσο, οι περιβαλλοντολόγοι και οι βιολογικοί μελισσοκόμοι υποστηρίζουν ότι ο πραγματικός ένοχος είναι κάτι πιο συστημικό: η εξάρτηση από τη βιομηχανική γεωργία. Και αυτό είναι ένα ακόμη ζήτημα, ζωής και θανάτου, που έχει να αντιμετωπίσει ο σύγχρονος κόσμος.