Θα τα «σπάσουν» Ρωσία – Τουρκία για το Ιντλίμπ;

«Καζάνι που βράζει» θυμίζει πλέον η ευρύτερη περιοχή του Ιντλίμπ με το power game μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας γύρω από τη Συρία να προκαλεί όλο και μεγαλύτερη ανησυχία. Αφορμή στάθηκε η βούληση της κυβέρνησης Άσαντ, την οποία στηρίζει ολόψυχα η Μόσχα, να θέσει σταδιακά υπό τον πλήρη έλεγχο της την της βορειοδυτικής Συρίας, εκδιώκοντας από την περιοχή τους αντάρτες συμμάχους της Άγκυρας.

Στο πλαίσιο αυτό το τελευταίο διάστημα οι δυνάμεις του καθεστώτος Άσαντ έχουν εντείνει -με τη στήριξη ρώσικων αλλά και ιρανικών δυνάμεων-  τις πολεμικές επιχειρήσεις καταλαμβάνοντας όλο και μεγαλύτερα τμήμα των εδαφών  στις περιοχές του Ιντλίμπ και του Χαλεπίου. Σε αυτές περιοχές όμως βρίσκονται και στρατιωτικές δυνάμεις της Τουρκίας, με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να εγκαταλείψει τα συγκεκριμένα εδάφη, καθώς τα θεωρεί κρίσιμα από γεωπολιτικής άποψης. Μάλιστα, ο Τούρκος πρόεδρος δε δίστασε να «υψώσει» τους τόνους απέναντι στη συριακό κυβέρνηση αλλά και τη Μόσχα, για να πάρει απάντηση σε επίσης «ψηλούς τόνους» από το Κρεμλίνο».

Μέσα σε αυτό το κλίμα και με τις εχθροπραξίες να έχουν ενταθεί το τελευταίο διάστημα, δεν είναι λίγοι εκείνοι που διερωτώνται πόσο κοντά βρισκόμαστε σε μια γενική ανάφλεξη στην περιοχή, ενώ «θολό» παραμένει το μέλλον των σχέσεων Ρωσίας-Τουρκίας με φόντο την αντιπαράθεση των δυο αντίπαλων στρατοπέδων.

«Η Ρωσία θεωρεί ότι η Τουρκία αθετεί τα συμφωνηθέντα»

«Κατά πρώτον, πρέπει να δούμε τι έχει οδηγήσει σε αυτή την κλιμάκωση στη Συρία για να απαντήσουμε τι θα συμβεί από εδώ και πέρα» επισημαίνει μιλώντας στο tvxs ο εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων, Κωνσταντίνος Φίλης, και συνεχίζει «Εκείνο που έχει συμβεί είναι ότι η Τουρκία δεν έχει τηρήσει τα συμφωνηθέντα της συμφωνίας του Σότσι του 2018 σε ό,τι αφορά τη ζώνη αποκλιμάκωσης που έχει δημιουργηθεί στην Ιντλίμπ. Κατηγορείται ότι δεν έχει διαχωρίσει του τζιχαντιστές από τις όποιες μετριοπαθείς δυνάμεις της συριακής αντιπολίτευσης, που ήτανε μέρος αυτής της συμφωνίας, ούτε έχει αφοπλίσει τους τζιχαντιστές. Αντίθετα, φαίνεται ότι έχει αρκετούς από αυτούς του χρησιμοποίησε ως μισθοφορικές δυνάμεις, στέλνοντάς τους στη Λιβύη για να πολεμήσουν στο πλευρό της κυβέρνησης της Τρίπολης, το οποίο είναι το αντίπαλο στρατόπεδο από αυτό που υποστηρίζει η Ρωσία στην περιοχή, δηλαδή αυτό του Χαφτάρ. Έχουμε λοιπόν πρώτον αθέτηση των συμφωνηθέντων, σύμφωνα λέγονται από τους Ρώσους, εκ μέρους της Τουρκίας, έχουμε επίσης και πολύ έντονη διαφοροποίηση της Τουρκίας στην Λιβύη και χρήση ατόμων που βρίσκονταν στην Ιντλίμπ ως μισθοφόρων για λογαριασμό της κυβέρνησης της Τρίπολης».

«Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι ακριβώς επειδή φαίνεται να αποδυναμώθηκε η αντίσταση των ελεγχόμενων από την Τουρκία δυνάμεων στο Ιντλίμπ, αυτό ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τις δυνάμεις του Άσαντ για να επιχειρήσουν εκ νέου -κυρίως επανακαταλαμβάνοντας σημαντικές περιοχές, όπως πχ το οδικό δίκτυο που συνδέει το Χαλέπι με τη Δαμασκό-, αλλά και δείχνοντας με τη βοήθεια προφανώς Ρώσων και Ιρανών, ότι έχει αποκατασταθεί η τάξη στη χώρα κι ότι είναι πλέον οι κυρίαρχες του παιχνιδιού» προσθέτει ο κύριος Φίλης.

«Σε καμιά περίπτωση δε θέλει απευθείας στρατιωτική εμπλοκή η Τουρκία»

Ταυτόχρονα διευκρινίζει:  «Η Τουρκία τόσο στην περίπτωση της Λιβύης όσο και σε αυτή της Συρίας δε θέλει να έχει μια ολοκληρωτική στρατιωτική εμπλοκή. Η Τουρκία δε θέλει να έχει δικό της τακτικό στρατό να πολεμά απέναντι στις δυνάμεις του Άσαντ, όσο ισχυρότερος κι αν είναι ο τουρκικός στρατός, διότι τα συριακά στρατεύματα δεν είναι μόνα τους, συνεπικουρούνται από Ρώσους και Ιρανούς.  Άρα η Τουρκία δε θέλει να εμπλακεί σε έναν πόλεμο όποιος μπορεί και ατέρμονος να αποδειχθεί και να επιστρέφουν πολλά περισσότερα φέρετρα με Τούρκους στρατιώτες. Έτσι κι αλλιώς η Άγκυρα έχει μάθει να πολεμάει μέσω αντιπροσώπων, χρησιμοποιώντας δηλαδή  μισθοφόρους, χρηματοδοτούμενους από την ίδια, στην πρώτη γραμμή. Αυτό έκανε και στην εισβολή του Οκτωβρίου στα ανατολική του Ευφράτη, αυτό κάνει και στη Λιβύη, παρά την απόφαση του τουρκικού κοινοβουλίου για απευθείας εμπλοκή στρατευμάτων ανα πάσα στιγμή. Φάνηκε τώρα και στη Συρία, όπου ναι μεν πολλαπλασιάζει τις δικές της δυνάμεις για την υποστήριξη των περιοχών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό της, αλλά πρόθεση εκ μέρους τη Τουρκίας, όπως διατυπώνεται υπό τη μορφή απειλών, εκβιασμών ή προειδοποιήσεων, για πολεμική εμπλοκή με τακτικό στρατό απέναντι στις δυνάμεις του Άσαντ, τους Ρώσους και τους Ιρανούς, είναι μια εξέλιξη που η Τουρκία θα ήθελε πάση θυσία να αποφύγει. Άλλωστε, είναι δεδομένο ότι και επιχειρησιακά θα της κοστίσει, και διπλωματικά -θέλει να διαφυλάξει τις σχέσεις κυρίως με τη Ρωσία αλλά και το Ιράν. Επιπλέον, αν υπάρξουν νέες απώλειες Τούρκων στρατιωτών -όσες είχαν μέχρι σήμερα δεν αφορούσαν θανάτους σε μάχη- θα εξανέμιζε το όποιο δημοσκοπικό πλεονέκτημα απέκτησε ο Ερντογάν τους τελευταίους μήνες, μετά την εισβολή στα ανατολικά του Ευφράτη, η οποία όμως ήταν αναίμακτη, σύντομη κι έφερε σε σημαντικό βαθμό το επιθυμητό αποτέλεσμα για την Τουρκία».

Σε ό,τι έχει να κάνει με το «μπρα ντε φερ» Ρωσίας- Τουρκίας ο κύριος Φίλης αναφέρει: «Είναι μια αντιπαράθεση, αλλά δεν πρόκειται για μια σύγκρουση -τουλάχιστον στην παρούσα φάση- η οποία μπορεί να λάβει χαρακτηριστικά μόνιμης κόντρας. Είναι μια προσπάθεια των Ρώσων να πουν στους Τούρκους ότι “αν έχετε καταλάβει ότι στην Ιντλίμπ θα παραμείνετε αιώνια, έχετε καταλάβει λάθος”. Κι είναι ένα μήνυμα από τη Μόσχα πως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ισχύει, ότι η Τουρκία θα πρέπει να αναθεωρήσει κι ότι η Ιντλίμπ αργά ή γρήγορα θα πρέπει να περάσει ολοκληρωτικά υπό τον έλεγχο των δυνάμεων του Άσαντ, αλλιώς μπορεί να έχουμε εξελίξεις όχι ευχάριστες για την Άγκυρα».

«Από πλευράς Τουρκίας, ο Ερντογάν αντιλαμβάνεται ότι όσο μικρότερα στρατιωτικά ζητήματα -δηλαδή παρουσία- έχει στη Συρία, κι επειδή τα ερείσματά του είναι περιορισμένα κι επειδή δεν υπάρχει Ισλαμικό Κράτος να αξιοποιείται ανάλογα με τη συγκυρία κι επειδή οι εναπομείναντες τζιχαντιστές δε βρίσκονται στην περιοχή του Ιντλίμπ, για όλους αυτούς τους λόγους δε θέλει να χάσει την παρουσία του στην περιοχή και να περιοριστεί στα ανατολικά του Ευφράτη. Κι αυτό γιατί καταλαβαίνει ότι με αυτό τον τρόπο θα χάσει και διπλωματικό εκτόπισμα στην επόμενη μέρα στη Συρία. Δηλαδή θα έχει μικρότερο λόγο και ρόλο στις εξελίξεις της επόμενης μέρα» σημειώνει.

«Πολύ μακρινό ενδεχόμενο μια συνολική διάρρηξη των σχέσεων Τουρκίας- Ρωσίας»

Αναφορικά με την κλιμάκωση της ρητορικής εκ μέρους του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο κύριος Φίλης δε δείχνει να ανησυχεί ιδιαίτερα. «Όλα γίνονται εκ τους ασφαλούς, ακόμη και  η προ ολίγων ημερών πιο προωθημένη δήλωση Ερντογάν απέναντι στη Ρωσία. Επειδή όμως πιστεύω πως και ο Τούρκος πρόεδρος και ο Πούτιν διακατέχονται από έναν κυνικό -ωμό θα έλεγα- ρεαλισμό, με βάση όχι μόνο τα γεωπολιτικά αλλά και τα οικονομικά συμφέροντα μεταξύ των δύο χωρών (κι είναι  πολύ μεγάλα), εκτίμησή μου είναι πως θα δούμε διάρρηξη με αφορμή τη Συρία, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν σοβαρές δυσκολίες το τελευταίο διάστημα, οι οποίες ενδεχομένως και να συνεχιστούν. Αλλά διάρρηξη των σχέσεων συνολική, νομίζω πως είναι πολύ μακρινό ενδεχόμενο» υπογραμμίζει και προσθέτει:

«Ο Ερντογάν έχει συνηθίσει να έχει πύρινο λόγο σε βάρος διαφόρων, χωρίς αυτό να συνοδεύεται απαραιτήτως από πράξεις. Ούτε πιστεύω ότι η Τουρκία θα τάσει στη Δαμασκό, όπως λέει ο συνοδοιπόρος του Ερντογάν, ο Μπαχτεσλί. Αυτά είναι γελοιότητες. Ούτε θεωρώ ότι ο Ερντογάν έχει επιλέξει να κόψει το νήμα των σχέσεων με τη Ρωσία. Το αντίθετο».

«Στη Συρία υπάρχουν κι άλλες παράμετροι, όπως για παράδειγμα ο ρόλος των Αμερικανών. Οι Τούρκοι έχουν επιχειρήσει τις τελευταίες μέρες να συνεννοηθούν με τους Αμερικάνους. Αυτό είναι κάτι που σαφώς δεν αρέσει καθόλου του Ρώσους. Δε νομίζω όμως πως οι Τούρκοι θα επιλέξουν μια συμμαχία με τους Αμερικάνους στη Συρία. Κι αυτό γιατί μπορεί για παράδειγμα να του προκύψει Κουρδικό ζήτημα, εκεί που το έχουν έχουν εν υπνώσει. Γιατί αν οι Ρώσοι επιλέξουν -γιατί μπορούν να το καταφέρουν- να φέρουν κοντά τους Κούρδους με το καθεστώς Άσαντ, αυτό δε θα συνιστά καλή εξέλιξη για την Τουρκία, ιδιαίτερα αν γίνει με όρους που δε θα μπορεί να ελέγξει» τονίζει παράλληλα ο εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων και καταλήγει:

«Οι οικονομικές σχέσεις αλλά και οι γεωπολιτικές φιλοδοξίες τους, οι οποίες με εξαίρεση τη Συρία και τη Λιβύη σε μεγάλο βαθμό συγκλίνουν -ειδικότερα ως προς την αντίληψη που έχουν για τις παγκόσμιες δυναμικές και τους διεθνείς συσχετισμούς- δύσκολα θα επιτρέψουν να υπάρξει κάποιο ρήγμα σοβαρό στις σχέσεις τους. Πιθανότατα θα επιδιώξουν -όπως γίνεται μέσω απευθείας τηλεφωνικών επαφών ή μεσω των κοινών επιτροπών που έχουν συστήσει- να βρουν έναν κοινό παρανομαστή. Το θέμα είναι που θα βρίσκεται αυτός ο κοινός παρανομαστής, κι αυτό γιατί πολύ δύσκολα θα δούμε τη Ρωσία να αποδέχεται τους όρους που έχει θέσει (υποτίθεται) για υποχώρηση των δυνάμεων του Άσαντ εκεί όπου βρίσκονταν πριν να ξεσπάσει αυτό το κύμα των μαχών. Το πιθανότερο είναι να υπάρξει μια κατάπαυση επί τη βάση όμως των νέων δεδομένων κι όχι επιστρέφοντας στο προηγούμενο καθεστώς».

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.