Περίπου 260 δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο: αυτός είναι ο λογαριασμός της επίτευξης των στόχων για τη μείωση των εκπομπών στην Ε.Ε. έως το 2030. Στο ποσό αυτό, μάλιστα, δεν περιλαμβάνεται το κόστος της προσαρμογής στις κλιματικές αλλαγές που ήδη έχουν επιτελεστεί, ούτε της αποτροπής της περαιτέρω κατάρρευσης της βιοποικιλότητας. Χθες και προχθές, στο Στρασβούργο και στις Βρυξέλλες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε το σχέδιο για την επίτευξη των φιλόδοξων στόχων της Ε.Ε. για το κλίμα (με απώτερο τις μηδενικές καθαρές εκπομπές έως το 2050). Είναι ενδεικτικό ότι υψηλόβαθμες πηγές της Κομισιόν αναφέρθηκαν περισσότερο από μία φορά στην περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας ως περιοχή που θα μπορούσε να επωφεληθεί τα μέγιστα από τα νέα χρηματοδοτικά εργαλεία. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, ο κοινοτικός προϋπολογισμός θα κινητοποιήσει τουλάχιστον 1 τρισ. ευρώ σε βάθος δέκα ετών, με 25% των κοινοτικών πόρων να αφιερώνεται σε ζητήματα σχετικά με την κλιματική αλλαγή (μεγαλύτερο ποσοστό από οποτεδήποτε άλλοτε). Το σχέδιο είναι τα ποσά αυτά να συμπληρωθούν από εθνικούς δημόσιους πόρους και ιδιωτικά κεφάλαια, στο πλαίσιο του επενδυτικού σχεδίου «Βιώσιμη Ευρώπη».
Πιο αναλυτικά, περίπου 500 δισ. ευρώ θα προκύψουν απευθείας από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, 300 δισ. από το πρόγραμμα InvestEU, 100 δισ. από εθνικούς πόρους και περίπου 100 μεταξύ του 2021-27 από τον νεότευκτο Μηχανισμό Δίκαιης Μετάβασης. «Είναι σημαντικό ότι η Επιτροπή αναδεικνύει τη σημασία των επενδύσεων για την επίτευξη των στόχων της ευρωπαϊκής πράσινης συμφωνίας», δηλώνει στην «Κ» ο Γκούντραμ Βολφ, διευθυντής του ινστιτούτου Bruegel. «Ωστόσο, δεν θεωρώ πολύ πιθανό να φτάσουμε αυτά τα νούμερα – η χρηματοοικονομική αλχημεία έχει τα όριά της». Ο Βολφ προτείνει να μεταφερθούν περισσότεροι κοινοτικοί πόροι στη νέα επταετία (2021-27) από την ΚΑΠ –«που έχει αρνητικές επιπτώσεις στο κλίμα και στη βιοποικιλότητα, ενώ παρουσιάζει και φαινόμενα διαφθοράς»– στη «Βιώσιμη Ευρώπη», ενώ εκτιμά πως οι στόχοι για το 2030 δεν θα επιτευχθούν χωρίς πολύ μεγαλύτερη συμβολή από τους εθνικούς προϋπολογισμούς.
Πηγές χρηματοδότησης
Ο Μηχανισμός Δίκαιης Μετάβασης συστάθηκε ειδικά για τη στήριξη περιοχών που είναι ιδιαίτερα εξαρτημένες από τον άνθρακα ή από άλλες δραστηριότητες με βαρύ οικολογικό αποτύπωμα. Το νέο εργαλείο διαθέτει τρεις κύριες πηγές χρηματοδότησης: το νεοσύστατο Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης (ΤΔΜ), την κινητοποίηση ιδιωτικών επενδύσεων μέσω του InvestEU και ένα πρόγραμμα δανειοδότησης του δημόσιου τομέα με τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. Το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης θα προικοδοτηθεί με νέα κοινοτικά κονδύλια ύψους 7,5 δισ. ευρώ, πλέον της πρότασης της Επιτροπής για τον προϋπολογισμό της περιόδου 2021-27. Με τη συνδρομή εθνικών πόρων και μεταβιβάσεων από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο+, η συνεισφορά του ΤΔΜ αναμένεται να κυμανθεί στα 30-50 δισ. ευρώ. Η συμβολή των δύο διαρθρωτικών ταμείων θα κυμαίνεται μεταξύ 1,5 και 3 φορές το ποσό που θα παρέχει απευθείας το ΤΔΜ. Ο πολλαπλασιαστής θα αποφασίζεται κατόπιν διαβουλεύσεων μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών-μελών, βάσει των κριτηρίων που θέτει η Επιτροπή για τη χρηματοδότηση.
Η κινητοποίηση των ιδιωτικών επενδύσεων, με μία αρχική χορηγία 1,8 δισ. ευρώ μέσω του InvestEU, προβλέπεται (μάλλον υπερβολικά φιλόδοξα) να αποδώσει 45 δισ. ευρώ, με έμφαση στους τομείς της βιώσιμης ενέργειας και των μεταφορών. Από τον δανεισμό δημόσιων φορέων μέσω της ΕΤΕπ αναμένεται να προκύψουν άλλα 25-30 δισ. ευρώ.
Προκειμένου να αξιοποιήσουν το μερίδιό τους από το νέο Ταμείο, τα κράτη-μέλη θα πρέπει να προσδιορίσουν αναλυτικά σχέδια μετάβασης, τα οποία θα πρέπει να εγκρίνει η Επιτροπή. Το Ταμείο θα παρέχει επιχορηγήσεις κυρίως σε περιφέρειες, σε τρία μέτωπα: οικονομικής διαφοροποίησης, παροχής νέων προσόντων και περιβαλλοντικής αναβάθμισης και κλιματικής προσαρμογής. Σχετικά με τα κριτήρια παροχής των διαθέσιμων πόρων, όπως εξήγησε η επίτροπος για τη Συνοχή και τις Μεταρρυθμίσεις Ελίσα Φερέιρα, ο Μηχανισμός Δίκαιης Μετάβασης είναι ανοιχτός σε όλες τις χώρες, «αλλά το ίδιο πρόβλημα σε μια φτωχότερη και σε μια πιο εύπορη χώρα θα λαμβάνει διαφορετικά επίπεδα στήριξης». Σημειώνεται ότι αναγκαία προϋπόθεση για την ενεργοποίηση των νέων εργαλείων είναι η συμφωνία των «27» της Ε.Ε. για τον νέο προϋπολογισμό του 2021-27, η οποία δεν αναμένεται πριν από το δεύτερο εξάμηνο του 2020.