Η συμφωνία του Δεκεμβρίου δεν σηματοδοτεί μια σημαντική πρόοδο, ούτε σε καμία περίπτωση πλησιάζει στο να επιλύσει τα πραγματικά αμφιλεγόμενα ζητήματα που χωρίζουν τις ΗΠΑ και την Κίνα.
Αλλά προς όφελος της κινεζικής και αμερικανικής ευημερίας, και βεβαίως για την υγεία της παγκόσμιας οικονομίας, οι διαπραγματευτές πρέπει να βρουν έναν τρόπο να καταλήξουν σε συμβιβασμό.
Οι προσωρινές καταπαύσεις πυρός και οι πολλά υποσχόμενες αναλαμπές έχουν στιγματίσει τον 19μηνο εμπορικό πόλεμο μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών, μόνο για να διασκορπιστούν με μια ξαφνική αναποδιά στις διαπραγματεύσεις ή ένα tweet από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, που ανέβαζε την θερμοκρασία στην Κίνα ενώ πάγωνε τις παγκόσμιες αγορές. Και έτσι ο κόσμος ανάσανε με ανακούφιση όταν οι δύο πλευρές ανακοίνωσαν την 1η Φάση μιας εμπορικής συμφωνίας τον Δεκέμβριο, το πρώτο βήμα προς μια διαπραγματευθείσα ειρήνη.
Προβλέψιμα, η κυβέρνηση Trump ισχυρίστηκε μια σημαντική νίκη, αποκαλώντας την συμφωνία «ιστορική». Η κινεζική πλευρά προσέφερε μια δική της θετική κίνηση, σημειώνοντας ότι η συμφωνία θα προωθήσει την ανάπτυξη υψηλής ποιότητας [1] και θα διευκολύνει την απαραίτητη οικονομική αναδιάρθρωση. Ως τμήμα της συμφωνίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες συμφώνησαν να ακυρώσουν τους δασμούς 15% που είχαν προγραμματιστεί να τεθούν σε ισχύ στις 15 Δεκεμβρίου σε κινεζικά εμπορεύματα αξίας 160 δισεκατομμυρίων δολαρίων, και να μειώσουν στο ήμισυ ένα παλαιότερο σύνολο δασμών σε άλλα εμπορεύματα αξίας 120 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Σε αντάλλαγμα, η Κίνα συμφώνησε να αυξήσει την αγορά αμερικανικών προϊόντων κατά 200 δισεκατομμύρια δολάρια τα επόμενα δύο χρόνια.
Πέρα από αυτά τα επιτεύγματα, ωστόσο, η νίκη ακούγεται κούφια και για τις δύο πλευρές. Η συμφωνία του Δεκεμβρίου δεν σηματοδοτεί μια σημαντική πρόοδο, ούτε σε καμία περίπτωση πλησιάζει στο να επιλύσει τα πραγματικά αμφιλεγόμενα ζητήματα που χωρίζουν τις δύο χώρες. Για να προσεγγιστεί η επόμενη φάση θα απαιτηθεί από κάθε πλευρά να καθορίσει ποιες βασικές παραχωρήσεις θα ήταν διατεθειμένη να προσφέρει στην άλλη. Αλλά προς όφελος της κινεζικής και αμερικανικής ευημερίας -για να μην αναφέρουμε την υγεία της παγκόσμιας οικονομίας- οι διαπραγματευτές πρέπει να βρουν έναν τρόπο να καταλήξουν σε συμβιβασμό.
Η ΟΦΘΑΛΜΑΠΑΤΗ ΜΙΑΣ ΠΡΟΟΔΟΥ
Η συμφωνία της Φάσης Ι δεν γεφυρώνει ουσιαστικά το αδιέξοδο μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας. Οι δασμοί 25% του Trump για κινεζικές εισαγωγές ύψους 250 δισεκατομμυρίων δολαρίων θα παραμείνουν, όπως και οι δασμοί αντιποίνων της Κίνας στα προϊόντα των ΗΠΑ. Η Ουάσιγκτον παρουσίασε αρκετές κινεζικές υποσχέσεις ως παραχωρήσεις στις ανησυχίες των ΗΠΑ σχετικά με τις εμπορικές πρακτικές του Πεκίνου. Αλλά αυτά τα υπεσχημένα μέτρα είναι είτε ασαφή είτε επεκτάσεις πολιτικών που ισχύουν ήδη. Πράγματι, η Κίνα είχε ξεκινήσει τα περισσότερα, αν όχι όλα, από αυτά τα μέτρα -συμπεριλαμβανομένων μέτρων για τη μεταρρύθμιση των ορίων στο ξένο ιδιοκτησιακό καθεστώς, τις συναλλαγματικές πολιτικές και την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας- πολύ πριν ξεκινήσει ο εμπορικός πόλεμος.
Ήδη από το 2017, η Κίνα είχε αρχίσει να αίρει τους περιορισμούς επί των ξένων ιδιοκτησιών -περιορισμοί που εμπόδιζαν τους αλλοδαπούς να έχουν μερίδια ελέγχου ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, οποιοδήποτε μερίδιο σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Κίνα- σε πολλές βιομηχανίες, από τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες έως τον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας, με στόχο την κατάργηση όλων των ορίων σε λίγα χρόνια. Στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών, των χρεογράφων, της διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και των ασφαλίσεων, η πλειοψηφία [μετοχών] από ξένους ιδιοκτήτες επιτράπηκε για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 2018, ενώ τα όρια ιδιοκτησίας (τώρα στο 51%) πρόκειται να αρθούν πλήρως το 2020. Ειρωνικά, ο ρυθμός της αλλαγής μπορεί να ήταν ταχύτερος αν δεν υπήρχε ο εμπορικός πόλεμος, ο οποίος ανάγκασε την Κίνα να συγκρατήσει κάποιες μεταρρυθμίσεις.
Η συναλλαγματική ισοτιμία της Κίνας, επίσης, θα έπρεπε να ήταν μια φθίνουσα πηγή διαμάχης. Η κυβέρνηση Trump είχε κατηγορήσει την Κίνα ότι κρατούσε το renminbi, ή αλλιώς yuan, τεχνητά χαμηλό για να κάνει τις εξαγωγές φθηνότερες. Στην πραγματικότητα, η Κίνα άφηνε το νόμισμά της να ενισχύεται από το 1994, όταν η συναλλαγματική ισοτιμία διαμορφώθηκε στο ιστορικό χαμηλό της των 8,72 γουάν ανά δολάριο ΗΠΑ. Η Κίνα διατήρησε το νόμισμά της σταθερό σε όλη την ασιατική χρηματοπιστωτική κρίση του 1997-98, ενώ σχεδόν όλοι οι γείτονές της υποτίμησαν τα δικά τους. Στην δεκαετία από το 2005 έως το 2015, η οποία περιελάμβανε την παγκόσμια ύφεση της περιόδου 2008-2009, το γουάν κέρδισε περισσότερο από ένα τρίτο έναντι του δολαρίου. Εξασθένισε ελαφρά το 2015 έως το 2016 μετά την άρση των ελέγχων κεφαλαίου από την Κίνα (και έχασε περίπου το ένα τέταρτο των συναλλαγματικών αποθεμάτων της, σχεδόν 1 τρισεκατομμύριο δολάρια) και έκτοτε σταθεροποιήθηκε στα περίπου 7 γουάν ανά δολάριο. Από το 1994, η κεντρική τράπεζα της Κίνας έχει παρέμβει συνήθως για να στηρίξει το γουάν, όχι για να το αποδυναμώσει.
Όσον αφορά την πνευματική ιδιοκτησία, η Κίνα έχει αυστηροποιήσει σημαντικά τους κανόνες και την εφαρμογή της νομοθεσίας τα τελευταία χρόνια. Το Πεκίνο ίδρυσε εξειδικευμένα δικαστήρια πνευματικής ιδιοκτησίας σε τρεις μεγάλες πόλεις το 2014 και δικαστήρια ενδιάμεσου επιπέδου σε 17 επαρχίες το 2017. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια το Ανώτατο Δικαστήριο της Κίνας εξέδωσε κατευθυντήριες γραμμές και πολιτικές για την δικαστική προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Αυτά ενίσχυσαν την δικαιοδοσία των δικαστηρίων σχετικά με τις περιπτώσεις παράβασης πνευματικής ιδιοκτησίας και παρείχαν ένα πλαίσιο για αποζημιώσεις. Το Ανώτατο Δικαστήριο εγκαινίασε το δικό του μόνιμο δικαστήριο πνευματικής ιδιοκτησίας την 1η Ιανουαρίου 2019.
Οι συνολικές πληρωμές πνευματικής ιδιοκτησίας της Κίνας σε αλλοδαπούς αυξάνονταν κατά μέσο όρο 20% ετησίως από το 2000, ξεπερνώντας κατά πολύ το μέσο ποσοστό ανόδου 9,5% σε όλες τις χώρες, σύμφωνα με μελέτη [2] του Shang-jin Wei, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Columbia. Το βελτιωμένο καθεστώς προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας εξηγεί γιατί η Κίνα προσελκύει περισσότερες ξένες άμεσες επενδύσεις από οποιαδήποτε άλλη χώρα εκτός από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Για εκείνους που παρακολουθούν στενά την Κίνα, η αυξημένη αποτελεσματικότητα της προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας είναι ξεκάθαρη. Πεπεισμένη ότι η Κίνα ήταν σοβαρή για την επιβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, η εταιρεία μου, μια ξένη εταιρία ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων με αρκετές επενδύσεις στην Κίνα, έκανε μια μέτρια επένδυση ύψους 60 εκατομμυρίων δολαρίων σε μια κινεζική πλατφόρμα ψηφιακής μουσικής το 2014. Εκείνη την εποχή, το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της επιχείρησης ήταν ένα ρεπερτόριο πνευματικών δικαιωμάτων σε στίχους, παρτιτούρες και άλμπουμ, που είχαν αγοραστεί ή είχαν λάβει άδεια από τοπικούς καλλιτέχνες και διεθνείς δισκογραφικές εταιρείες. Η πλατφόρμα αναπτύχθηκε γρήγορα για να γίνει η ραχοκοκαλιά αυτού που είναι τώρα η Tencent Music Entertainment, ο κυρίαρχος πάροχος ψηφιακής μουσικής στην Κίνα. Η TME εισήχθη στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης τον Δεκέμβριο του 2018 και τώρα έχει κεφαλαιοποίηση περίπου 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων, χάρη στην επιβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στην Κίνα.
ΧΩΡΙΣ ΝΙΚΗΤΕΣ ΣΤΟΝ ΟΡΙΖΟΝΤΑ
Ο εμπορικός πόλεμος δεν κατάφερε μέχρι στιγμής να επιτύχει τους καθορισμένους στόχους της Ουάσινγκτον -δηλαδή να φέρει μεταποιητικές θέσεις εργασίας πίσω στις Ηνωμένες Πολιτείες και να περιορίσει το εμπορικό έλλειμμα της χώρας. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2019, η βιομηχανία των ΗΠΑ είχε βυθιστεί σε χαμηλό δέκα ετών [3] και από τότε εξακολουθεί να εξασθενεί. Το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ με τον υπόλοιπο κόσμο έχει διογκωθεί από 544 δισεκατομμύρια δολάρια το 2016 σε 691 δισεκατομμύρια δολάρια στους 12 μήνες που έληγαν τον Οκτώβριο.
Οι δασμοί στα κινεζικά προϊόντα έχουν αποτύχει, καθώς οι καταναλωτές από τις ΗΠΑ πλήρωσαν σχεδόν το συνολικό κόστος τους, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη από οικονομολόγους της Federal Reserve Bank της Νέας Υόρκης. Οι δασμοί αναμενόταν να λειτουργήσουν με το να αναγκάσουν τους Κινέζους εξαγωγείς να μειώσουν τις τιμές τους για να ανταγωνιστούν. Ωστόσο, οι εξαγωγικές τιμές της Κίνας προς τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν αλλάξει πραγματικά [4] από τότε που άρχισε ο εμπορικός πόλεμος.
Φυσικά, δεν υπάρχουν νικητές σε αυτόν τον εμπορικό πόλεμο, και το να σκεφτόμαστε διαφορετικά είναι παραληρηματικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι το περιοδικό αυτό διεξήγαγε πρόσφατα έρευνα [5] που πλαισιώνεται γύρω από το ερώτημα όχι του ποια πλευρά κερδίζει την σύγκρουση, αλλά μάλλον ποια χώρα χάνει περισσότερο από όσο η άλλη.
Όσο περισσότερο μαίνεται ο εμπορικός πόλεμος, τόσο μεγαλύτερες ζημιές θα υφίστανται τόσο οι χώρες όσο και η παγκόσμια οικονομία. Ήδη, οι παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού έχουν διαταραχθεί. Πιο επακόλουθη θα είναι η συνηθισμένη συζήτηση για την «αποσύνδεση» των τεχνολογικών συστημάτων των ΗΠΑ και της Κίνας. Τεχνολογικές εταιρείες συνήθιζαν να κομπάζουν ότι «ο κόσμος είναι η αγορά μας». Οι Ηνωμένες Πολιτείες επέλεξαν να περιορίσουν τις εξαγωγές προϊόντων υψηλής τεχνολογίας στην Κίνα και έτσι το Πεκίνο καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να εξαρτάται λιγότερο από τις προμήθειες των ΗΠΑ. Η ρήξη δεν θα βοηθήσει κανέναν.
Η ηγετική θέση των Ηνωμένων Πολιτειών στην τεχνολογία θα ολισθήσει αν κλειστεί έξω από τη μεγαλύτερη και μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες αγορές στον κόσμο. Ο Bart van Hezewijk [6], υπεύθυνος καινοτομίας στο Γενικό Προξενείο της Ολλανδίας στην Σαγκάη, θεωρεί ότι οι δέκα μεγαλύτερες αμερικανικές εταιρείες ημιαγωγών κερδίζουν συνολικά έσοδα στην Κίνα (79,3 δισεκατομμύρια δολάρια) σχεδόν τριπλάσια από τις πωλήσεις τους στις Ηνωμένες Πολιτείες (28,1 δισεκατομμύρια δολάρια). Όλες αυτές οι επιχειρήσεις προβλέπουν τώρα σημαντικά χαμηλότερες πωλήσεις προς την Κίνα.
ΠΩΣ ΝΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΤΕΙ Η ΦΑΣΗ ΙΙ
Με τόσο πολλά να διακυβεύονται, η συμφωνία της Φάσης Ι μεταξύ των δύο χωρών είναι πράγματι ένα ευπρόσδεκτο, αν και μετριοπαθές, βήμα προς την σωστή κατεύθυνση. Αλλά οι δασμοί και οι άλλοι εμπορικοί περιορισμοί επιμένουν, και συνεχίζουν να προκαλούν σοβαρές ζημίες και στις δύο οικονομίες. Με τις διαπραγματεύσεις της Φάσης ΙΙ ενόψει, ένα μεγάλο χάσμα εξακολουθεί να χωρίζει τις δύο πλευρές σε σημαντικά ζητήματα, και η προοπτική σοβαρού συμβιβασμού παραμένει μακρινή.
Καμιά πλευρά δεν παρείχε συγκεκριμένες λεπτομέρειες για το τι επιθυμεί να επιτύχει στον επόμενο γύρο διαπραγματεύσεων. Αλλά οι κύριοι στόχοι της Κίνας είναι σαφείς. Το Πεκίνο ζητά από την Ουάσινγκτον να αφαιρέσει όλους τους δασμούς που επιβλήθηκαν από τότε που άρχισε ο εμπορικός πόλεμος και θα είναι έτοιμη να ανταποδώσει σε είδος. Θέλει τις Ηνωμένες Πολιτείες να εγκαταλείψουν τις κυρώσεις τους σε κινεζικές εταιρείες τεχνολογίας όπως η Huawei, και να χαλαρώσουν τους περιορισμούς στις κινεζικές επενδύσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες πιθανότατα θα είναι απρόθυμες να τροποποιήσουν τις πολιτικές που έχουν σχεδιαστεί να αποτρέψουν την πρόοδο της Κίνας στην υψηλή τεχνολογία, όπως το να πιέζουν τις κυβερνήσεις τρίτων χωρών να μην αγοράζουν τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό από κινεζικούς προμηθευτές, να εμποδίζουν τις αμερικανικές εξαγωγές μικροτσίπ και λογισμικού σε κινεζικές εταιρείες τεχνολογίας, και να περιορίζουν τις κινεζικές επενδύσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Ουάσινγκτον επίσης επέκρινε επανειλημμένα την υποστήριξη της κινεζικής κυβέρνησης προς τις κρατικές επιχειρήσεις της και διαφώνησε έντονα με το «Made in China 2025» [7], ένα κινεζικό σχέδιο για την αύξηση της εγχώριας παραγωγικής ικανότητας σε τομείς όπως ο φαρμακευτικός, οι ημιαγωγοί, και η ρομποτική, στα επόμενα 5 χρόνια. Ωστόσο, η Κίνα είναι απίθανο να εγκαταλείψει την φιλοδοξία της να φθάσει και να ανταγωνιστεί τις Ηνωμένες Πολιτείες στην ανάπτυξη και παραγωγή νέων τεχνολογιών.
Ο απώτερος στόχος του επόμενου σταδίου των διαπραγματεύσεων για αμφότερες τις πλευρές θα πρέπει να είναι πολύ σαφής: Να επιτευχθεί μια δίκαιη συμφωνία που να μειώνει τα εμπόδια στο εμπόριο και τις επενδύσεις. Εάν και οι δύο χώρες ακολουθήσουν το ίδιο βασισμένο σε κανόνες σύστημα, το πιο ελεύθερο εμπόριο θα μειώνει τις τιμές καταναλωτή, θα προωθεί τον ανταγωνισμό, θα βελτιώνει την αποτελεσματικότητα, θα ενθαρρύνει την καινοτομία και τελικά θα οδηγεί σε μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη. Για την εξυπηρέτηση αυτού του στόχου, κάθε χώρα πρέπει να καθορίσει ποιοι είναι οι πραγματικοί στόχοι της και να προετοιμαστεί για να κάνει σημαντικές παραχωρήσεις.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αποφασίσουν εάν αυτό που πραγματικά θέλουν είναι η πρόσβαση στην κινεζική αγορά και οι καλύτερες τιμές για τους καταναλωτές των ΗΠΑ, ή αν θέλουν απλά να περιορίσουν την άνοδο της Κίνας, με κάθε κόστος. Η Ουάσινγκτον δεν μπορεί να έχει και τα δυο. Ο πρώτος στόχος θα μπορούσε τελικά να οδηγήσει σε μια εμπορική συμφωνία, αλλά ο δεύτερος δεν θα το κάνει ποτέ.
Από την πλευρά του, το Πεκίνο πρέπει τελικά να αποφασίσει τι θα κάνει με το πιο ολέθριο απομεινάρι από τις ημέρες της [κεντρικά] σχεδιασμένης οικονομίας: Τον αναποτελεσματικό κρατικό τομέα της Κίνας. Οι ηγέτες των επιχειρήσεων πιστεύουν γενικά ότι αυτός ο τομέας θα αποτελέσει τον περίπλοκο παράγοντα στις διαπραγματεύσεις για την Φάση ΙΙ. Αλλά δεν πρέπει να είναι έτσι. Ο δηλωμένος από την ίδια την Κίνα στόχος της είναι να επιτρέψει στην αγορά να είναι η αποφασιστική δύναμη στην κατανομή των πόρων στην χώρα. Η Κίνα θα πρέπει να συνεχίσει να αναδιαρθρώνει, να μεταρρυθμίζει, να μειώνει το μέγεθος και να ιδιωτικοποιεί τον κρατικό τομέα σύμφωνα με αυτόν τον στόχο, όχι μόνο επειδή κάτι τέτοιο μπορεί να ωθήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να σταματήσουν τον εμπορικό πόλεμο, αλλά επειδή αυτές οι μεταρρυθμίσεις θα είναι καλές για την Κίνα. Όποτε η Κίνα έχει αναλάβει μεταρρυθμίσεις της αγοράς, για παράδειγμα το 1992 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η οικονομική της ανάπτυξη ήταν ραγδαία. Αντίθετα, η ανάπτυξή της υποφέρει όταν ο ρυθμός των μεταρρυθμίσεων επιβραδύνεται.
Η διαδικασία μέσω της οποίας τα δυο μέρη έφτασαν στην συμφωνία Φάση Ι ήταν βασανιστική, και η Φάση ΙΙ θα είναι πιθανόν ακόμη πιο δύσκολη, επειδή διακυβεύονται περισσότερα. Στην συζήτηση δεν θα είναι μόνο τα οικονομικά ζητήματα αλλά και τα πολιτικά: Για παράδειγμα, το πώς μια τελική εμπορική συμφωνία θα μπορούσε να επηρεάσει τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ τον Νοέμβριο. Οι συνομιλίες μπορεί να χρειαστεί να προχωρήσουν σε πολλαπλές φάσεις ώστε οι χώρες να λύσουν τις διαφορές τους. Αλλά η παγκόσμια οικονομία θα επωφεληθεί από την συνέχιση των εργασιών, και από τις δύο πλευρές, προς τη μείωση των εμπορικών εντάσεων. Εάν η Φάση ΙΙ οδηγήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα σε περισσότερο εμπόριο και μεγαλύτερη οικονομική συνεργασία από όση είχαν πριν από τον εμπορικό πόλεμο, τότε και οι δύο χώρες θα έχουν καταφέρει να κερδίσουν.
Σύνδεσμοι:
[1] https://www.caixinglobal.com/2019-12-14/phase-one-trade-deal-rolls-back-…
[2] https://www.scmp.com/comment/opinion/article/3043708/donald-trump-makes-…
[3] https://br.reuters.com/article/businessNews/idUSKBN1WG47G
[4] https://libertystreeteconomics.newyorkfed.org/2019/11/who-pays-the-tax-o…
[5] https://www.foreignaffairs.com/ask-the-experts/2019-12-16/who-winning-tr…
[6] https://www.linkedin.com/pulse/us-china-decoupling-semiconductor-industr…
[7] https://www.cfr.org/backgrounder/made-china-2025-threat-global-trade
Ο WEIJIAN SHAN είναι πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της PAG, μιας εταιρείας ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων με έδρα το Χονγκ Κονγκ, και ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Out of the Gobi: My Story of China and America.