ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΓΙΑ τη ρωσική αρκούδα

Ήταν Οκτώβριος του 1939 και ο Ουίνστον Τσόρτσιλ μιλούσε στο ραδιόφωνο του BBC, περιγράφοντας τη Ρωσία: «Είναι ένας γρίφος, τυλιγμένος σε ένα μυστήριο, μέσα σε ένα αίνιγμα». Φυσικά, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε μόλις αρχίσει και το ερώτημα αναφορικά με τις προσθέσεις της Σοβιετικής Ένωσης –και ιδιαίτερα οι σχέσεις της με τη Ναζιστική Γερμανία- ήταν ύψιστης σημασίας για το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ευρώπη και τον κόσμο γενικότερα.

Ολοκληρώνοντας τον χαρακτηρισμό του για τη Ρωσία, ο Τσόρτσιλ είπε: «Δεν μπορώ να σας προβλέψω τις ενέργειες της Ρωσίας… ίσως όμως υπάρχει ένα κλειδί. Αυτό το κλειδί είναι τα ρωσικά εθνικά συμφέροντα».

Αυτή η δήλωση έχει μοναδική σχέση με τη δουλειά που κάνουμε στο Stratfor. Παράγουμε προβλέψεις και οι προβλέψεις μας καθοδηγούνται από μια πολιτική μεθοδολογία που εξετάζει πρώτα και πάνω απ’ όλα τα ευρύτερα εθνικά συμφέροντα πάνω από τις υποκειμενικές σκέψεις μεμονωμένων ηγετών, υπεύθυνων λήψεως αποφάσεων και απλών πολιτών. Όμως αυτό δεν σημαίνει πως αυτοί οι άνθρωποι και οι υποκειμενικές τους σκέψεις δεν έχουν καμία σημασία.

Με οδηγό τη γεωγραφία και τις γεωπολιτικές προτεραιότητες ενός κράτους, τα εθνικά συμφέροντα παρέχουν το πλαίσιο εντός του οποίου εξελίσσεται μακροπρόθεσμα η τροχιά που ακολουθεί το κράτος. Όμως βραχυπρόθεσμα, οι άνθρωποι –από τους πολιτικούς μέχρι τους επιχειρηματικούς ηγέτες, μέχρι τους εργάτες- έχουν επίπτωση στη διαμόρφωση της πολιτικής και της τροχιάς που ακολουθεί το κράτος τους.

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν αυτές τις αρχές, πρόσφατα επισκέφθηκα τη Ρωσία. Έχοντας μόλις ολοκληρώσει την εργασία για τις Ετήσιες Προβλέψεις του 2019 του Stratfor, ήθελα να δοκιμάσω τις προβλέψεις μας στη βάση και να δω πώς συγκρίνονται με την οπτική των ίδιων των Ρώσων πολιτών. Φυσικά, η Ρωσία είναι ένα μεγάλο και ποικιλόμορφο μέρος και είναι αδύνατο να αποτυπωθεί μια ολοκληρωμένη εικόνα σε μια χώρα τόσο μεγάλη και περίπλοκη όσο η Ρωσία. Όμως η επίσκεψή μου –που περιελάμβανε στάσεις στην γενέτειρά μου τη Μόσχα, καθώς και στην Αγία Πετρούπολη, το Καζάνκ και ορισμένες μικρές πόλεις ενδιάμεσα – και οι συζητήσεις με πολίτες διαφόρων υποβάθρων και επαγγελμάτων, παρείχε μια εξαιρετική ευκαιρία να δοκιμάσω τις προβλέψεις μας σε σχέση με τις πραγματικότητες και της απόψεις επιτόπου.

Η ρωσική αντίληψη για την αντιπαράθεση Ρωσίας-Δύσης

Στον τίτλο της πρόβλεψής μας για την Ευρασία βρίσκεται η συνεχιζόμενη αντιπαράθεση μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης. Από την ουκρανική επανάσταση του Ευρωμαϊντάν το 2014 –μαζί με την επακόλουθη προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία και την παροχή στήριξης στους αυτονομιστές της ανατολικής Ουκρανίας – η Μόσχα και η Δύση έχουν εμπλακεί σε μια αντιπαράθεση που περιλαμβάνει τα πάντα, από στρατιωτική ανάπτυξη και οικονομικές κυρώσεις μέχρι κυβεροεπιθέσεις, διάδοση προπαγάνδας και πολιτική ανάμειξη.

Το στρατηγικό συμφέρον της Ρωσίας να διατηρήσει την Ουκρανία και την υπόλοιπη πρώην Σοβιετική περιφέρειά της στην σφαίρα επιρροής της, σε αντίθεση με την επιθυμία της Δύσης να στερήσει από τη Ρωσία αυτή τη σφαίρα επιρροής, έχει δώσει ένα υπόβαθρο για αυτή την αντιπαράθεση, η οποία έχει τώρα εξαπλωθεί από τα Ευρωπαϊκά σύνορα στη Συρία και στη Βόρεια Κορέα. Το 2019, η αντιπαράθεση αυτή πιθανότατα θα ενταθεί, καθώς οι συνθήκες για τον έλεγχο των όπλων θα καταρρέουν και οι κυρώσεις θα επεκτείνονται.

Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη των Ρώσων με τους οποίους μίλησα, οι εντάσεις μεταξύ της Μόσχας και της Δύσης ήρθαν για να μείνουν. Δικαίως ή αδίκως, οι Ρώσοι θεωρούν τη χώρα τους ως μια μεγάλη δύναμη που της αξίζει να έχει σημαντικό λόγο στην παγκόσμια σκηνή. Πολλοί πολίτες πιστεύουν πως η Δύση, ιδιαίτερα οι ΗΠΑ, προσπαθούν ενεργά να υπονομεύσουν τη Ρωσία, τόσο σε ότι αφορά τον ρόλο της στον κόσμο, όσο και στην εσωτερική της σταθερότητα και συνοχή.

Σε αρκετές περιπτώσεις, οι άνθρωποι περιέγραψαν τη Ρωσία ως μια χώρα που δεν ανταποκρίνεται καλά στην πίεση από το εξωτερικό· πολλοί την περιέγραψαν επίσης ως ένα «οχυρό υπό πολιορκία». Όσο περισσότερο αντιμετωπίζει η Μόσχα αυτή την πίεση -και πάλι, ιδιαίτερα από τις ΗΠΑ- τόσο περισσότερο θα επιμένει στις θέσεις της και θα προσπαθεί να προστατεύσει από πού θεωρεί πως είναι δικαιωματικά στρατηγικά της συμφέροντα.

Η ουκρανική σύγκρουση είναι ένα παράδειγμα. Η σταθερή γραμμή της Ρωσίας είναι πως η επανάσταση του Ευρωμαϊντάν ήταν μια υπόθεση που στηρίχθηκε (αν δεν οργανώθηκε) από τη Δύση, με πρωταρχικό στόχο να αποδυναμώσει τη Ρωσία στο πιο στρατηγικό και ευαίσθητο σημείο της άμεσης περιφέρειάς της. Για πολλούς Ρώσους, η Μόσχα απλώς ενήργησε αμυντικά με τη προσάρτηση της Κριμαίας και τη στήριξη των φιλορώσων αυτονομιστών στην ανατολική Ουκρανία. Για αυτούς, η Ουκρανία ήταν απλά η τελευταία κίνηση της Δύσης σε μια εκστρατεία δεκαετιών για περικύκλωση και περιορισμό, που προηγουμένως περιελάμβανε ενέργειες όπως η επέκταση του ΝΑΤΟ στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, καθώς και η αμερικανική στήριξη στις επαναστάσεις των χρωμάτων σε διάφορες περιοχές της πρώην Σοβιετικής περιφέρειας. Αφού η Ρωσία εξήλθε από το χάος και την αστάθεια της δεκαετίας του 1990, δεν μπορούσε να παραμείνει άπραγη ενόσω εκτυλίσσονταν αυτά τα γεγονότα, καθώς δεν ήταν ξεκάθαρο το πόσο μακριά θα πήγαινε η Δύση στην φαινομενική της εκστρατεία κατά της Ρωσίας.

Γι’ αυτόν τον λόγο, όπως μου είπαν, η Ρωσία δεν κάνει μεγάλες υποχωρήσεις έναντι της Δύσης, ακόμα και όταν έρχεται αντιμέτωπη με σημαντικές πιέσεις υπό τη μορφή στρατιωτικής ανάπτυξης ή οικονομικών κυρώσεων. Και ενώ η Δύση μπορεί να έχει επιβάλει κυρώσεις μόνο ως απάντηση στις ρωσικές ενέργειες στην Κριμαία και την ανατολική Ουκρανία, ωστόσο οι αντίπαλοι της Μόσχας έχουν τώρα διευρύνει τα μέτρα για να περιλαμβάνουν πολλές ακόμα πτυχές της ρωσικής συμπεριφοράς, από την παρεμβολή της στις εκλογές στη Δύση, μέχρι τη Βόρεια Κορέα και τη Συρία.

Αυτή η διεύρυνση έχει πείσει τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων στη Ρωσία πως η Δύση δεν θα χαλαρώσει τις κυρώσεις ή τις πιέσεις με ουσιαστικό τρόπο, ακόμα και αν η Μόσχα όντως κάνει υποχωρήσεις. Ως αποτέλεσμα, η επιβολή περισσότερων κυρώσεων από τη Δύση πιθανότατα απλώς θα αντιμετωπιστεί με μεγαλύτερη αντίσταση και μεγαλύτερα αντίποινα από τη Μόσχα.

Αν και αυτή η αντιπαράθεση τώρα φαίνεται να έχει διάρκεια, ωστόσο η έναρξή της δεν ήταν αναπόφευκτη, σύμφωνα με τη Μόσχα. Πράγματι, Ρώσοι αξιωματούχοι και ειδήμονες σε θέματα εξωτερικής πολιτικής μου τόνισαν με έμφαση πως κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν στην προεδρία στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η Μόσχα έκανε σοβαρές προσπάθειες να ενσωματωθεί στη Δύση –εξετάζοντας ακόμα και την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, αλλά επί ίσοις όροις. Αυτό, προφανώς, δεν συνέβη ποτέ, και μέχρι το τέλος της δεύτερης θητείας του Πούτιν –μέχρι τότε η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ είχαν επεκταθεί στην Κεντρική Ευρώπη και στις χώρες της Βαλτικής και αγνόησαν τη θέση της Ρωσίας στο Κόσοβο- ήταν ξεκάθαρο στο Κρεμλίνο πως η Ρωσία έπρεπε να προχωρήσει μόνη, ακόμα και αν αυτό συνεπάγονταν άμεση σύγκρουση με τη Δύση και τους συμμάχους της.

Οι συγκρούσεις ήρθαν, πρώτα με τον πόλεμο Ρωσίας-Γεωργίας (2008) και στη συνέχεια με τη μάχη για την Κριμαία και την ανατολική Ουκρανία (2014).

Η ουκρανική σύγκρουση έχει ενισχύσει την αντίληψη της Ρωσίας πως είναι αδύνατον να συνεργαστεί με τη Δύση επί ίσοις όροις, με αποτέλεσμα η Μόσχα να αναζητά εταίρους και ρόλους επιρροής αλλού στον κόσμο.

Ένας τέτοιος ρόλος ήταν η εμπλοκή της Ρωσίας στον πόλεμο της Συρίας, στηρίζοντας το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ έναντι του Ισλαμικού Κράτους και των ανταρτών που στηρίζονται από τη Δύση. Οι συνομιλητές μου, μου είπαν πως η Ρωσία δεν ενδιαφέρεται για τον Άσαντ καθόλου, όμως η Μόσχα αισθάνθηκε πως έπρεπε να «τραβήξει κόκκινη γραμμή» στην αλλαγή καθεστώτος που επιβλήθηκε από το εξωτερικό (δηλαδή τις ΗΠΑ). Η Ρωσία βρίσκονταν σε μοναδική θέση να εμβαθύνει στη Συρία δεδομένων των ιστορικών της δεσμών με τη χώρα και της στρατηγικής της θέσης, ενώ η Μόσχα ήθελε επίσης να στείλει το μήνυμα πως και αυτή θα μπορούσε να είναι ένας μεγάλος «παίκτης» στη Μέση Ανατολή –καθώς και σε άλλα θέατρα όπως το Αφγανιστάν και η Αφρική- τόσο στρατιωτικά, όσο και διπλωματικά.

Η ευθυγράμμιση Ρωσίας-Κίνας και τα όριά της

Μια άλλη βασική πτυχή της ετήσιας πρόβλεψής μας για την Ευρασία θίγει την προαναφερθείσα προσπάθεια της Ρωσίας να επεκτείνει τους δεσμούς της ανά τον κόσμο για να περιορίσει τη Δυτική ηγεμονία και να αμφισβητήσει την παγκόσμια τάξη της οποίας ηγούνται οι ΗΠΑ.

Το «κλειδί» σε αυτό είναι η Κίνα, που έχει και αυτή τα δικά της συμφέροντα να αμφισβητήσει την παγκόσμια τάξη στην οποία κυριαρχούν οι ΗΠΑ, στο πλαίσιο ενός ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων. Μόσχα και Πεκίνο απολαμβάνουν αναπτυσσόμενους δεσμούς τα τελευταία χρόνια, την ώρα που οι σχέσεις της Ρωσίας με τη Δύση φθίνουν. Οι δυο χώρες έχουν ενισχύσει τη συνεργασία τους στο εμπόριο και στις στρατιωτικές ασκήσεις, καθώς και τον πολιτικό συντονισμό τους σε θέματα όπως η Βόρεια Κορέα.

Οι περισσότεροι Ρώσοι με τους οποίους μίλησα παραδέχθηκαν πως οι σχέσεις μεταξύ της Μόσχας και του Πεκίνου έχουν αναπτυχθεί, ιδιαίτερα στο θέμα της ασφάλειας. Ωστόσο, πολλοί προειδοποίησαν πως δεν αναδύεται μια ειλικρινής συμμαχία μεταξύ της Μόσχας και του Πεκίνου. Έχοντας μια βαθιά καχυποψία για την αυξανόμενη επιρροή και τις προθέσεις της Κίνας, πολλοί Ρώσοι φοβούνται –δικαίως ή όχι- πως το Πεκίνο έχει σχεδιασμούς σε ρωσικό έδαφος στην Άπω Ανατολή και στην Αρκτική. Η Κίνα μπορεί να μην αμφισβητεί το ρωσικό πολιτικό μοντέλο όπως κάνει η Δύση, μου είπαν, όμως μπορεί μια μέρα να αμφισβητήσει την επιβίωσή του. Είναι ίσως υπερβολή, όμως είναι ένας φόβος που βρίσκεται στο πίσω μέρος του μυαλού πολλών Ρώσων. Την ίδια ώρα, πολλοί μου είπαν πως οι κινεζικές επενδύσεις στη Ρωσία δεν είναι τόσο σπουδαίες και ένας επιχειρηματίας που συχνάζει στα μεγάλα ρωσικά επενδυτικά forums στην Αγία Πετρούπολη και στο Βλαδιβοστόκ μου είπε πως μόνο γύρω στο 5-10% των deals ύψους πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων μεταξύ των δυο χωρών υλοποιούνται, κυρίως στον ενεργειακό τομέα.

Προκλήσεις στο εσωτερικό

Στο εσωτερικό μέτωπο, οι προβλέψεις μας παραπέμπουν σε αρκετές οικονομικές και πολιτικές προκλήσεις για τον Πούτιν, περιλαμβανομένης της αποδυνάμωσης της οικονομίας λόγω των κυρώσεων, της λαϊκής δυσαρέσκειας για τις αντιδημοφιλείς συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις και των πιέσεων για μεταρρύθμιση των ισχυρών οργάνων ασφαλείας της χώρας. Οι προβλέψεις μας σημειώνουν πως αυτές οι προκλήσεις θα δοκιμάσουν τον Πούτιν καθώς θα εισέρχεται στην τέταρτη –και ίσως τελευταία- θητεία του, αν και ο ηγέτης τελικά θα καταφέρει να τις διαχειριστεί αυτό το έτος.

Στο εσωτερικό της Ρωσίας, οι απόψεις για τον ίδιο τον Πούτιν είναι ανάμεικτες, με αυτούς που τάσσονται εναντίον του ηγέτη να επικαλούνται τα πάντα, από τη διαφθορά μέχρι τα αντιδημοφιλή σχέδια για αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδόγησης, ως λόγους για την αντίθεσή τους, ενώ αυτοί που τάσσονται υπέρ του βασίζουν την υποστήριξή τους στο ιστορικό του προέδρου στην καλλιέργεια σταθερότητας, καθώς και στην έλλειψη αξιόπιστων εναλλακτικών έναντι της δικής του ηγεσίας. Όμως, είτε είναι υπέρ, είτε κατά του Πούτιν, σχεδόν όλοι συμφώνησαν πως δεν θα υπάρξουν σημαντικές αλλαγές ή ανατροπές στο πολιτικό σύστημα της Ρωσίας όσο παραμένει στην εξουσία ο πρόεδρος. Όσο πιο πιεσμένο νοιώθει το Κρεμλίνο –είτε από το εξωτερικό, είτε από το εσωτερικό- τόσο πιο πολύ θα συγκεντρώνει η Μόσχα τον έλεγχο, κάτι που σημαίνει πως όργανα ασφαλείας, όπως η Εθνική Φρουρά απλώς θα αυξήσουν τη δύναμή τους.

Από μακροοικονομικής απόψεως, οι περισσότεροι επαγγελματίες του χρηματοοικονομικού και επιχειρηματικού κλάδου πιστεύουν πως το Κρεμλίνο έχει τα εργαλεία για να αντιμετωπίσει τις οικονομικές προκλήσεις των κυρώσεων, καθώς η κυβέρνηση έχει ενισχύει τα αποθέματα ξένου συναλλάγματός της και τα επενδυτικά της ταμεία και έχει λάβει μέτρα για να αποτρέψει την αστάθεια του νομίσματος αποσυνδέοντας το ρούβλι από την τιμή του πετρελαίου. Είναι, ωστόσο, ξεκάθαρο πως οι κυρώσεις είχαν επιπτώσεις. Σχεδόν όλοι διαμαρτύρονται για τις αυξανόμενες τιμές και τους στάσιμους μισθούς, ενώ τα ταξίδια στο εξωτερικό έχουν γίνει πιο ακριβά και πιο δύσκολα για ορισμένους –και ουσιαστικά αδύνατα για άλλους. Γενικότερα, όμως, η εντύπωσή μου είναι πως η Ρωσία δεν βρίσκεται στο χείλος μιας μεγάλης οικονομικής κρίσης.

Σε ό,τι αφορά τις πιο μακροπρόθεσμες προοπτικές της Ρωσίας όμως, ίσως υπάρχουν περισσότεροι λόγοι ανησυχίας. Σύμφωνα με έναν οικονομικό συντάκτη, η Μόσχα μπορεί να διαχειριστεί οικονομικά σοκ για το 2019 ή για μερικά χρόνια, όμως η μακροπρόθεσμη οικονομική πρόγνωση, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τη συνεχιζόμενη εξάρτηση της Ρωσίας από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο και το brain drain νεαρών επαγγελματιών, είναι ισχνή. Η αναμενόμενη δημογραφική ελάττωση (η χώρα προβλέπεται πως θα χάσει το 10% του πληθυσμού της μέχρι το 2050) και οι επικείμενες κοινωνικές αλλαγές καθώς θα αναδύεται μια μετασοβιετική γενιά, θα μπορούσαν μια μέρα να δημιουργήσουν πιο έντονη πίεση και να δοκιμάσουν όλο και περισσότερο την ικανότητα του Κρεμλίνου να διατηρήσει τη σταθερότητα στην τεράστια χώρα.

Οι απόψεις που οι Ρώσοι από όλα τα μετερίζια μου εξέφρασαν, ευθυγραμμίζονται με πολλούς τρόπους με τις προβλέψεις μας· από άλλες απόψεις είχαν μικροδιαφορές σε σχέση με τις δικές μας σκέψεις για τη χρονιά που έρχεται.

Σχεδόν 80 χρόνια μετά την ομιλία του Τσόρτσιλ, η Ρωσία μπορεί ακόμα να είναι «μυστηριώδης και αινιγματική», όμως ο συνδυασμός της μελέτης των εθνικών της συμφερόντων από μακριά και της ακρόασης των απόψεων του λαού της από κοντά, οπωσδήποτε προσφέρει σημαντικές ενδείξεις ως προς το τι πρέπει να αναμένεται για τη χώρα για τη συνέχεια.

 

(Πηγή)

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.