Προ ημερών, Τουρκία και Λιβύη υπέγραψαν μνημόνιο συναντίληψης για οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών τους.
Βεβαίως, είθισται τα μνημόνια συναντίληψης να μη δημιουργούν δεσμευτικές υποχρεώσεις, εκτός αν το επιθυμούν τα Μέρη και αυτή η πρόθεση αποτυπώνεται στο κείμενο του μνημονίου με συγκεκριμένο λεκτικό. Εν πάση περιπτώσει, ανεξαρτήτως του τύπου του εγγράφου, μια τέτοια διευθέτηση μεταξύ των δύο κρατών παραβλέπει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας επί της υφαλοκρηπίδας και ενισχύει τη διαχρονική τουρκική άποψη περί της αδυναμίας των νησιών να παράγουν όλες τις θαλάσσιες ζώνες και να έχουν σημαντική επήρεια στη θαλάσσια οριοθέτηση.
Αποτελεί βασική δικαιική αρχή ότι τα υποκείμενα δικαίου απολαμβάνουν την ελευθερία του συμβάλλεσθαι, ήτοι τη δυνατότητα να καταρτίζουν συμφωνίες με όποιον αντισυμβαλλόμενο επιλέξουν και για οποιοδήποτε θέμα. Το αυτό ισχύει και στη διεθνή συνομοταξία, όπου τα κράτη είναι ελεύθερα να συνομολογούν συμφωνίες για διάφορα θέματα με όποια κράτη το επιθυμούν (με εξαίρεση συμφωνίες που προσκρούουν σε κανόνες επιτακτικού δικαίου – ius cogens).
Το παρόν άρθρο ασχολείται με την εφαρμογή των σχετικών κανόνων της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών 1969 («ΣτΒ») και του εθιμικού δικαίου στην υπό κρίση περίπτωση με σκοπό να αξιολογηθεί από πλευράς διεθνούς δικαίου το ενδεχόμενο οριοθέτησης μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης. Σημειώνεται ότι η Λιβύη είναι συμβαλλόμενο μέρος στη ΣτΒ, ενώ η Τουρκία όχι. Συνεπώς, η πρώτη δεσμεύεται τόσο από τους συμβατικούς κανόνες της ΣτΒ όσο και από το εθιμικό δίκαιο, ενώ η Τουρκία μόνο από τους εθιμικούς κανόνες περί διεθνών συνθηκών.
Νομικό πλαίσιο Δικαίου Συνθηκών
Ένας σημαντικός εθιμικός κανόνας, όπως κωδικοποιήθηκε στο Άρθρο 34 ΣτΒ, είναι ότι μια διεθνής συνθήκη δεν δημιουργεί υποχρεώσεις και δικαιώματα για ένα τρίτο, μη συμβαλλόμενο στη συνθήκη, Μέρος χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου (pacta tertiis nec nocent nec prosunt). Συνακόλουθα, μια διμερής συμφωνία από τη σκοπιά ενός τρίτου κράτους αποτελεί πράξη μεταξύ άλλων Μερών (res inter alios acta) που δεν παράγει έννομες συνέπειες για το ίδιο. Ο συγκεκριμένος κανόνας έχει επιβεβαιωθεί από διεθνή δικαστήρια σε αρκετές περιπτώσεις.
Για να δεσμευτεί ένα τρίτο κράτος από συνθήκη στην οποία δεν έχει συμβληθεί, θα πρέπει τα συμβαλλόμενα μέρη να είχαν πρόθεση να δημιουργήσουν υποχρέωση για ένα τρίτο κράτος και το τελευταίο να έχει παράσχει τη συναίνεσή του γραπτώς. Υπάρχει, δηλαδή, ψηλό αποδεικτικό όριο για να εξακριβωθεί κατά πόσον ένα τρίτο κράτος επιθυμεί να αναλάβει υποχρεώσεις που απορρέουν από μια συνθήκη στην οποία δεν είναι Μέρος. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου μια διμερής ή πολυμερής συνθήκη δύναται, εκ των πραγμάτων, να επηρεάσει ένα τρίτο κράτος χωρίς να προκύπτουν ρητά υποχρεώσεις για το τελευταίο. Όμως και σε αυτή την περίπτωση δεν δημιουργούνται υποχρεώσεις για το τρίτο κράτος, το οποίο δεν δεσμεύεται από τη συνθήκη στην οποία δεν είναι Μέρος (1926 Certain
German Interests in Upper Silesia case).
Συνθήκες για τον καθορισμό συνόρων και τρίτα κράτη
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αναφερθεί πως, αν και μια συνθήκη που καθορίζει σύνορα μεταξύ κρατών δεν δεσμεύει άλλα κράτη εκτός από τα συμβαλλόμενα, εντούτοις το σύνορο που χαράσσεται με βάση εκείνη τη συνθήκη είναι, κατ’ αρχήν, αντιτάξιμο τόσο έναντι των συμβαλλομένων όσο και έναντι όλων (erga omnes), ανεξαρτήτως της τύχης της σύμβασης που το προβλέπει (Άρθρο 62§2α΄ΣτΒ – 1994 Libya/Chad case). Όμως, για να είναι το σύνορο οριστικό, θα πρέπει να συμβαλλόμενα μέρη να έχουν αδιαμφισβήτητο νόμιμο τίτλο ή/και δικαιοδοσία επί της περιοχής που οριοθετούν, διαφορετικά το σύνορο δεν θα δεσμεύει τρίτα κράτη. Με άλλα λόγια, τόσο μια σύμβαση που καθορίζει σύνορα όσο και τα ίδια τα σύνορα μεταξύ δύο κρατών είναι αντιτάξιμα έναντι όλων μόνο όταν κάποιο άλλο κράτος δεν νομιμοποιείται να έχει αξιώσεις επί της περιοχής που οριοθετείται (1986 Burkina Faso/Mali case).
Υπενθυμίζεται ότι τα διεθνή δικαστήρια επιδεικνύουν τη μέγιστη δυνατή επιμέλεια όταν πρόκειται να προχωρήσουν σε οριοθέτηση θαλασσίων περιοχών, ούτως ώστε να μην παραβλάψουν τα δικαιώματα τρίτων χωρών που δεν είναι διάδικοι στη διαδικασία (1982 Tunisia/Libya, 1985 Libya/Malta cases).
Συμπεράσματα
Όπως καταδεικνύει η ανωτέρω ανάλυση, η κατάρτιση διμερούς συμφωνίας οριοθέτησης θαλασσίων συνόρων μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια των συμβαλλομένων μερών. Εάν η συμφωνία συνομολογηθεί, τότε θα δεσμεύει τα Μέρη σύμφωνα με την εθιμική αρχή pacta sunt servanda. Παρά ταύτα, η συμφωνία οριοθέτησης, επειδή αγνοεί τα δικαιώματα της Ελλάδας στον συγκεκριμένο θαλάσσιο χώρο, δεν παράγει οποιεσδήποτε έννομες συνέπειες για την τελευταία. Επιπλέον, το αποτέλεσμα της οριοθέτησης θα δεσμεύει μόνο τα Μέρη και δεν θα είναι αντιτάξιμο έναντι όλων (erga omnes), εφόσον ένα τρίτο κράτος (Ελλάς) έχει νομότυπες αξιώσεις σε μέρος της θαλάσσιας περιοχής που πρόκειται να οριοθετηθεί.
Νικόλας Ιωαννίδης
Διδάκτορας Διεθνούς Δικαίου