Τουρκία και ελευθερία του Τύπου: μια σχέση προβληματική και ανησυχητική. Περισσότεροι από 120 δημοσιογράφοι εξακολουθούν να παραμένουν έγκλειστοι σε τουρκικές φυλακές και η κατάσταση στα μέσα ενημέρωσης στην Τουρκία δεν έχει βελτιωθεί έπειτα από την περσινή άρση του μέτρου της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, ανέφερε το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου (ΙΡΙ).
Η Τουρκία κήρυξε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης λίγο μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016. Έκτοτε, 150.000 δικαστές, ακαδημαϊκοί, στρατιωτικοί, κρατικοί λειτουργοί, και άλλοι απολύθηκαν ή τέθηκαν σε διαθεσιμότητα για φερόμενους δεσμούς τους με το δίκτυο FETO του Φετουλάχ Γκιουλέν, τον οποίο η Άγκυρα κατηγορεί ως ενορχηστρωτή της απόπειρας πραξικοπήματος. Τουλάχιστον 77.000 άνθρωποι βρίσκονται στην φυλακή, αναμένοντας να δικαστούν.
Εκατοντάδες δημοσιογράφοι βρίσκονται αντιμέτωποι με διώξεις μετά από την απόπειρα πραξικοπήματος, με κατηγορίες που κυρίως σχετίζονται με τρομοκρατία, τόνισε το ΙΡΙ σε μια νέα έκθεσή του. Πρόσθεσε πως ο αριθμός των φυλακισμένων δημοσιογράφων έπεσε από τους 160 που ανερχόταν.
«Πίσω από τους αυτούς τους αριθμούς βρίσκεται μια ιστορία σκανδαλωδών παραβιάσεων θεμελιωδών δικαιωμάτων, με δεκάδες δημοσιογράφους να κρατούνται με πολύ σοβαρές κατηγορίες περί τρομοκρατίας, επί μήνες, κάποιες φορές για χρόνια, σε αναμονή δίκης, σε πολλές περιπτώσεις χωρίς επίσημη απαγγελία κατηγοριών», σημείωσε το ΙΡΙ.
Δημοσιογράφοι φυλακίστηκαν «ως αποτέλεσμα μιας εκτεταμένης, πολιτικά υποκινούμενης καταστολής εναντίον των μέσων ενημέρωσης», υπογραμμίζει η έκθεση του Διεθνούς Ινστιτούτου, προσθέτοντας πως η Τουρκία κατέχει «δίχως αμφιβολία» την πρώτη θέση παγκοσμίως στη φυλάκιση δημοσιογράφων εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία.
Τούρκοι αξιωματούχοι δεν ήταν άμεσα διαθέσιμοι για να σχολιάσουν την έκθεση.
Το Ινστιτούτο συμπληρώνει πως το τουρκικό δικαστικό σύστημα έχει κατακλυστεί με υποθέσεις έπειτα το πραξικόπημα, αλλά δεν έχει κατορθώσει να τις εξετάσει καταλλήλως, καθώς το ένα τρίτο των δικαστών συγκαταλέγεται σε όσους απαλλάχθηκαν από τα καθήκοντά τους εξαιτίας των υποτιθέμενων σχέσεων τους με το αποτυχημένο πραξικόπημα.
Η Άγκυρα υποστηρίζει πως οι φυλακίσεις, οι απολύσεις, ήταν απαραίτητες για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας με δεδομένο ότι η Τουρκία βρίσκεται αντιμέτωπη με επιθέσεις από κούρδους, ισλαμιστές και ακροδεξιούς μαχητές.
Επικριτές τονίζουν ότι ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν χρησιμοποίησε το αποτυχημένο πραξικόπημα ως πρόσχημα για να καταστείλει αντιφρονούντες και για να αγκιστρωθεί στην εξουσία.
Οι δίκες εναντίον πολλών δημοσιογράφων συνεχίζονται.