Το Ιράκ φλέγεται. Αυτή τη φορά όχι από πόλεμο, αλλά από ένα μαζικό και μαχητικό κύμα διαδηλώσεων ενάντια στην κυβέρνηση, οι οποίες έχουν ξεκινήσει από τις αρχές Οκτωβρίου και εξελίχθηκαν σε σφαγή: Τουλάχιστον 150 σκοτώθηκαν και χιλιάδες τραυματίστηκαν, σε ένα κρεσέντο καταστολής που δεν βρήκε τη θέση που θα έπρεπε στη διεθνή ειδησεογραφία, λες και η ανθρώπινη ζωή στο Ιράκ είναι ακόμη πιο αναλώσιμη από οπουδήποτε αλλού.
Όπως συνέβη και με τις άλλες μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις των ημερών, όπως στη Χιλή ή στον Λίβανο, η αφορμή φαντάζει μακράν υποδεέστερη σε σημασία σε σχέση με το χάος που προκάλεσε. Εν προκειμένω, οι Ιρακινοί βγήκαν στον δρόμο την 1η Οκτωβρίου, λόγω της απόλυσης ενός δημοφιλούς στρατηγού που διακρίθηκε στον πόλεμο εναντίον του Ισλαμικού Κράτους και ο οποίος, όπως λένε, προσπάθησε να εναντιωθεί στη διαφθορά. Ήταν η σταγόνα της στιγμής που ξεχείλισε το ποτήρι συσσωρευμένης οργής, απογοήτευσης και απελπισίας, κυρίως των νέων, έναντι μιας εξουσίας που μοιάζει να έχει απωλέσει ακόμη και τα προσχήματα.
Τα αιτήματα συγκροτούνται στους δρόμους και τις πλατείες, όπως και τα συνθήματα. Το γενικό πλαίσιο είναι: Παραίτηση της κυβέρνησης, εκλογές με άλλον εκλογικό νόμο και δικαστήρια για κρατικούς και κυβερνητικούς αξιωματούχους. Πρόκειται για μια σχεδόν «ενστικτώδη» αντίδραση ενάντια στη διεφθαρμένη θρησκευτική ολιγαρχία, το σάπιο γραφειοκρατικό καθεστώς και την αποτυχία του Ιρακινού πρωθυπουργού, Αντίλ Αμπντούλ Μαχντί, να υλοποιήσει οποιαδήποτε από τις προεκλογικές υποσχέσεις του, μετά από ένα χρόνο στην εξουσία.
Για τη νέα γενιά που μεγάλωσε κατά τη διάρκεια των 16 χρόνων που ακολούθησαν την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν, οι εκλογές και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία έχουν γίνει συνώνυμες της διαφθοράς, ενώ οι βουλευτές απλώς καταχρώνται τα προνόμιά τους. Σύμφωνα με τον Guardian, τα θρησκευτικά κόμματα, πολλά υποστηριζόμενα από το Ιράν, κυριαρχούν στην πολιτική σφαίρα, ενώ, παρά το ότι το πλούσιο σε πετρέλαιο Ιράκ έχει έσοδα εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, η πραγματικότητα για πολλούς πολίτες παραπέμπει στη ζωή των ανθρώπων σε μερικά από τα φτωχότερα αραβικά κράτη: Ανεργία, σύστημα υγείας υπό κατάρρευση, απουσία δημόσιων παροχών και υπηρεσιών.
Στις 5 Οκτωβρίου οι διαδηλώσεις κλιμακώθηκαν. Χιλιάδες, κυρίως νέοι σε ηλικία διαδηλωτές, συγκεντρώνονταν προς την πλατεία Ταχρίρ ανεμίζοντας ιρακινές σημαίες, όταν η αστυνομία, η οποία χρησιμοποίησε και ακροβολισμένους ελεύθερους σκοπευτές, άνοιξε πυρ στο «ψαχνό». Το αποτέλεσμα ήταν 20 νεκροί μέσα σε μια στιγμή.
Ως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις, το αθώο αίμα προκαλεί τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από αυτόν που το προκαλεί. Μετά από έξι μέρες διαδηλώσεων, ο Μαχντί άρχισε να εμφανίζεται στην τηλεόραση κάθε βράδυ, υποσχόμενος, με απαλή φωνή, θέσεις εργασίας, φθηνή κατοικία και εξάλειψη της διαφθοράς.
Όσο μίλαγε ο Μαχντί στην τηλεόραση, τόσο η αστυνομία δολοφονούσε στους δρόμους, ενώ, ακτιβιστές και δημοσιογράφοι εκφοβίστηκαν και δεκάδες από αυτούς εγκατέλειψαν τη Βαγδάτη μετά από απειλητικά τηλφωνήματα. Μέσα μαζικής ενημέρωσης και τηλεοπτικά δίκτυα έκλεισαν. Αστυνομικοί έκαναν εφόδους στα νοσοκομεία ψάχνοντας τραυματισμένους διαδηλωτές, με αποτέλεσμα εκείνοι να φυγαδεύονται από το ιατρικό προσωπικό, με τα τραύματά τους ακόμη να αιμορραγούν.
Μέχρι και τις 7 Οκτωβρίου, είχαν σκοτωθεί τουλάχιστον 106 διαδηλωτές και ακόμη 6.000 ήταν οι τραυματίες. ‘Οπως σχολιάζει ο Guardian, το μέγεθος των διαδηλώσεων στην αρχή του μήνα δεν ήταν αφύσικο, αλλά το σοκ προήλθε από την αγριότητα της κυβερνητικής απάντησης. Πολλοί Ιρακινοί πολιτικοί παρατηρητές απέδωσαν την κρατική βία στον αιφνιδιασμό του καθεστώτος από το μέγεθος των διαδηλώσεων. Άλλοι υποστήριξαν ότι αποτελεί ένδειξη της ανησυχίας στους κόλπους της φιλο-ιρανικής πολιτοφυλακής, ότι ο πραγματικός στόχος των διαδηλώσεων είναι να υπονομευθεί η Τεχεράνη. «Το Ιράν δεν θέλει τίποτα που να απειλεί τη θέση του εδώ και γι’ αυτό η αντίδραση ήταν τόσο σκληρή”, δήλωσε αξιωματικός των υπηρεσιών πληροφοριών του ιρακινού υπουργείου Εσωτερικών, σύμφωνα πάντα με το δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας.
Ο ρόλος του Ιράν
Πολλά από τα πολιτικά κόμματα του Ιράκ έχουν δεσμούς με το Ιράν και τις ένοπλες πολιτοφυλακές που σχηματίστηκαν, μια κληρονομιά των συνεπειών του πολέμου του 2003, όταν η Τεχεράνη ενίσχυσε την ισχυρή πλειοψηφία των Σιιτών του Ιράκ, που καταπιέζονταν από τους Σουνίτες μπααθικούς του Σαντάμ Χουσεϊν. Την 1η Ιουλίου, με διάταγμα του Μαχντί, οι πολιτοφυλακές της Hashd al-Shaabi (Λαϊκές Δυνάμεις Κινητοποίησης) που αποδείχθηκαν καθοριστική δύναμη στις αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις της Βαγδάτης, ενσωματώθηκαν στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας, και έχουν διαδραματίσει κεντρικό ρόλο και στην καταστολή των διαδηλώσεων. Οι πολιτοφυλακές, λοιπόν, έχουν τεθεί στο επίκεντρο της οργής των διαδηλωτών, συνιστώντας ένα «σύμβολο» αυτού που οι διαδηλωτές αντιλαμβάνονται ως έλεγχο» του Ιράν πάνω στο Ιράκ.
Την περασμένη Παρασκευή, ξέσπασε νέο κύμα διαδηλώσεων, που οδήγησε στον θάνατο ακόμη 74 ανθρώπων μέσα σε ένα 48ωρο. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, οι νεκροί ανέρχονται πλέον σε 156 ανθρώπους και οι τραυματίες σε 6.090. Την Κυριακή, η ελίτ της αντιτρομοκρατικής ανέφερε ότι έχει αναπτυχθεί στη Βαγδάτη «για να προστατεύσει σημαντικά κρατικά κτίρια».
Ένας πράκτορας των υπηρεσιών ασφάλειας δήλωσε στην εφημερίδα ότι έχουν δοθεί αυστηρές εντολές στους άνδρες της υπηρεσίας να κυκλοφορούν άοπλοι μέσα στο πλήθος, ακριβώς για να μην κατηγορηθούν για φόνους διαδηλωτών. Υποστήριξε ότι εκείνοι που πυροβόλησαν τους διαδηλωτές ήταν πολιτοφύλακες που υποστηρίζονται από το Ιράν και ότι αυτοί «έχουν τον έλεγχο από την αρχή». Μάλιστα είπε ότι τον Σεπτέμβριο, πριν την έναρξη των διαδηλώσεων, ένα τηλεγράφημα ενημέρωσε την υπηρεσία για την παρουσία μονάδων Ιρανών Φρουρών της Επανάστασης, οι οποίοι απολάμβαναν ισχυρής πολιτικής προστασίας από την ιρανική κυβέρνηση.
Σύμφωνα με τον Guardian, μετά το ξέσπασμα των διαδηλώσεων, κυβέρνηση, θρησκευτικά κόμματα και φιλο-ιρανική πολιτοφυλακή, κατηγόρησαν τους διαδηλωτές ως «πρώην Μπααθιστές» (σσ. το κόμμα του Σαντάμ Χουσεϊν). Και ότι, ουσιαστικά, οι διαδηλώσεις οργανώθηκαν από τις ΗΠΑ και τα κράτη του Κόλπου για την ανατροπή της σιιτικής κυβέρνησης του Ιράκ.
Ανεξάρτητα από το αν όντως, είναι πολύ πιθανό οι Αμερικανοί να έχουν «βάλει το χεράκι» τους, δεδομένης της αντιπαλότητας με το Ιράν, αυτή τη φορά φαίνεται πως οι Ιρακινοί δεν ζητούν απλά την πτώση ενός ηγέτη ή πολιτικού κόμματος. Αντίθετα, ζητούν το τέλος ενός πολιτικού συστήματος που υπήρχε από τότε που η αμερικανική εισβολή κατέστρεψε τον Σαντάμ Χουσεΐν το 2003, ένα σύστημα το οποίο, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, απέτυχε.
Για παράδειγμα, καταγγέλουν τον τρόπο με τον οποίο γίνονται οι κυβερνητικοί διορισμοί με βάση τις σεχταριστικές ή εθνοτικές ποσοστώσεις (ένα σύστημα που ονομάζεται muhassasa) και όχι με αξιοκρατική βάση. Οι αδικημένοι Ιρακινοί λένε ότι αυτό επέτρεψε σε Σιίτες, Κούρδους, Σουνίτες και άλλους ηγέτες να καταχραστούν δημόσια κονδύλια, να πλουτίσουν τους εαυτούς τους και τους οπαδούς τους και να λεηλατήσουν συστηματικά τον πλούτο της χώρας.
Ωστόσο, κατά το BBC, αυτές οι διαμαρτυρίες, αφενός δεν έχουν ηγεσία, αφετέρου στερούνται οποιασδήποτε οργανωτικής δομής. Έτσι, είναι απίθανο να οδηγήσουν σε ριζικές αλλαγές, πολύ περισσότερο, σε επανάσταση. Αντ’ αυτού, η πολιτική και οικονομική ελίτ θα συσπειρωθεί γύρω από την κυβέρνηση και θα χτυπηθούν στοιχειώδη δικαιώματα και ελευθερίες. Είναι μια εκτίμηση. Αλλά μόνο η ζωή θα δείξει την ορθότητά της…