Το τελευταίο επεισόδιο του Brexit μοιάζει με τις απόπειρες κάποιων θεατρικών συγγραφέων που δυσκολεύονται να αποχωριστούν τους ήρωές τους και δίνουν συνεχώς μικρές αναβολές της τελικής πράξης του δράματος. Συνήθως αυτές οι απόπειρες δεν ενισχύουν ιδιαίτερα την καλλιτεχνική ποιότητα του έργου, ούτε το ενδιαφέρον του θεατή ή των ίδιων των ηθοποιών. Το Brexit δεν φαίνεται να είναι η εξαίρεση του κανόνα, καθώς θα έλεγε κανείς ότι κάτι που ξεκίνησε με φιλοδοξίες επικής ιστορικής υπερπαραγωγής τείνει να εκφυλιστεί σε άνοστη φαρσοκωμωδία.
Τα δεδομένα έχουν ως εξής: Στη συνεδρίαση της Βουλής των Κοινοτήτων το Σάββατο 19 Οκτωβρίου, η συμφωνία του Μπόρις Τζόνσον με την ΕΕ δεν τέθηκε καν προς ψηφοφορία, αφού προηγήθηκε υπερψήφιση τροπολογίας που έβαλε φρένο, μέχρι να συζητηθεί και να περάσει ο εφαρμοστικός της νόμος. Αιτιολογική βάση: η ανάγκη να αποφευχθεί ο κίνδυνος να υπάρχει μεν συμφωνία, αλλά να μην έχει τεθεί σε ισχύ το νομικό πλαίσιο εφαρμογής της ως την 31η Οκτωβρίου, με αποτέλεσμα η Βρετανία να εξέλθει της ΕΕ ατάκτως. Πλην όμως, η συγκεκριμένη καθυστέρηση ενεργοποίησε προηγούμενη διάταξη, η οποία υποχρεώνει τον Τζόνσον να αιτηθεί νέας αναβολής της ημερομηνίας εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Τζόνσον, αφού δήλωσε κατηγορηματικά ότι δεν συζητά κάτι τέτοιο, έστειλε τελικά στις Βρυξέλλες ένα ανυπόγραφο φωτοαντίγραφο του επίσημου αιτήματος παράτασης, συνοδευόμενο από μια επιστολή, όπου εξηγεί στους ομολόγους του τους λόγους για του οποίους το Λονδίνο θεωρεί ανώφελο και επιβλαβές ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αναιρώντας ουσιαστικά το πρώτο έγγραφο. Παραλογισμός; Μόνο αν ιδωθεί μέσα από το πρίσμα της κοινής λογικής και όχι μέσα από τον νομικό λαβύρινθο του Brexit. Τέλος πάντων, οι 27 αποφάσισαν μια τεχνική παράταση τριών μηνών.
Μέσα σε όλα αυτά, δεν πρέπει να παραγνωριστεί μια σημαντική παράμετρος, ενόψει των εκλογών στη Βρετανία που όλα δείχνουν ότι θα διεξαχθούν στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον. Η παράμετρος αυτή δεν είναι άλλη από το ριζοσπαστικό πρόγραμμα του Εργατικού Κόμματος, ένα πρόγραμμα που στην ουσία ξεθεμελιώνει το ακραίο νεοφιλελεύθερο οικοδόμημα που έστησαν στη Βρετανία οι κυβερνήσεις της Θάτσερ και του Μπλερ, επιστρέφοντας στις ρίζες της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, την οποία προσαρμόζει στις ανάγκες του 21ου αιώνα. Θα μπορούσε να είναι το λειτουργικό μοντέλο για έναν σύγχρονο ευρωπαϊκό συνασπισμό αριστερών, σοσιαλδημοκρατικών και οικολογικών πολιτικών δυνάμεων – υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι ο Τζέρεμι Κόρμπιν και οι Εργατικοί θα είναι οι νικητές των εκλογών.
Σε κάθε περίπτωση, το Brexit θα προχωρήσει. Το τέλος του δράματος δεν μπορεί να αναβληθεί για πολύ ακόμη και μάλλον έχει ήδη καθυστερήσει. Σε αυτήν τη φάση, πολύ σημαντικότερο από την ίδια τη φόρμουλα της αποχώρησης της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση –στην ουσία η τελευταία συμφωνία του Τζόνσον είναι μια ακόμη σκληρότερη εκδοχή του Brexit της Μέι, με το διαβόητο backstop να αντικαθίσταται από μια 4ετή περίοδο ειδικού τελωνειακού καθεστώτος της Βόρειας Ιρλανδίας– είναι να προσπαθήσει να ανιχνεύσει κανείς τι επιφυλάσσει το μέλλον τόσο για την ίδια τη Βρετανία όσο και για την Ευρώπη.
Μπορεί τα αενάως επαναλαμβανόμενα επεισόδια του Brexit να προκαλούν πλέον μια κάποια ανία, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι πέρα από τις τεχνικές λεπτομέρειες των διαπραγματεύσεων δεν έχουμε να κάνουμε με ένα γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας για τα ευρωπαϊκά πράγματα. Για τη μεν Βρετανία, είναι σαφές ότι αντιμετωπίζει μια πρωτοφανή στη νεότερη ιστορία της πολιτική και θεσμική κρίση, η οποία ήδη εξελίσσεται σε εθνική. Πολύ απλά, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι και τόσο ενωμένο. Τα έθνη που το συναποτελούν έχουν διαφορετικές αντιλήψεις για τη μελλοντική τους πορεία, και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτές οι αντιλήψεις μπορούν να συγκεραστούν. Η μεγαλύτερη επομένως πρόκληση για τους Βρετανούς τα επόμενα χρόνια θα είναι να διατηρήσουν την ενότητα και την εδαφική ακεραιότητα της χώρας τους.
Όσο για την Ευρωπαϊκή Ένωση, μπορεί η ίδια να θέλει να προσδώσει στον εαυτό της έναν αέρα ανωτερότητας μέσα από αυτή την υπόθεση, ωστόσο χρειάζεται να αντιληφθεί πολύ γρήγορα ότι το Brexit δεν είναι και για εκείνη τίποτε λιγότερο από ένας βαρύς ακρωτηριασμός και μια μεγάλη αποτυχία. Χρειάζεται, αλήθεια, ένας υπέρμετρος βαθμός αλαζονείας και έλλειψης επαφής με την πραγματικότητα για να υποστηρίζει κανείς στα σοβαρά –όπως κάνουν κάποιοι Ευρωπαίοι ηγέτες– ότι η έξοδος της Βρετανίας τελικά θα είναι προς όφελος της υπόλοιπης Ευρώπης, διότι θα «ενθαρρύνει την εμβάθυνση». Καταρχάς, η εν λόγω εμβάθυνση δεν υπάρχει ούτε ως μακρινή προοπτική, παρά μόνο στη φαντασία και στις πομπώδεις ομιλίες του Εμανουέλ Μακρόν.
Στην πραγματικότητα, σε μια ενδιαφέρουσα ειρωνεία της Ιστορίας και της γλώσσας, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι τουλάχιστον εξίσου διαιρεμένη με το Ηνωμένο Βασίλειο, αν όχι πολύ περισσότερο. Μετά δε το (σκληρό, όπως δείχνει) Brexit, ελλοχεύει ο πρόσθετος κίνδυνος να έχει απέναντί της όχι έναν εμπορικό και οικονομικό εταίρο αλλά έναν ανταγωνιστή σε ένα όλο και πιο ασταθές παγκόσμιο περιβάλλον, όπου οι εμπορικοί πόλεμοι είναι πλέον συχνότατο φαινόμενο. Μια διόλου ευοίωνη προοπτική.
* Γιάννης Γούναρης, Δικηγόρος, LLM London School of Economics, Διδάκτωρ Νομικής ΕΚΠΑ. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο «Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων» του Ινστιτούτου ΕΝΑ.