Ήταν Κυριακή 3 Δεκεμβρίου του 1944. Καλά καλά δεν είχαν συμπληρωθεί δύο μήνες από την απελευθέρωση ύστερα από 1.264 ημέρες ναζιστικού σκοταδισμού. Παρόλα αυτά, το κλίμα στην πρωτεύουσα κάθε άλλο παρά γιορτινό ήταν. Οι γειτονιές προετοιμάζονταν για διαδήλωση, κόντρα στην κυβερνητική απαγόρευση. Την ίδια στιγμή στην Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών γέμιζαν τα όπλα τους. Η Ελλάδα σαν έτοιμη από καιρό έμπαινε -οικειοθελώς αυτή τη φορά- σε νέο κύκλο βίας, πρελούδιο ενός ολέθριου εμφυλίου.
Αρχής γενομένης από εκείνο το ιστορικό συλλαλητήριο της πλατείας Συντάγματος, για τις επόμενες 33 ημέρες η Αθήνα θα γίνει το θέατρο της σφοδρής σύγκρουσης δύο κόσμων. Τα Δεκεμβριανά, επακόλουθο της πολιτικής κρίσης που έβαλε τέλος στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητος του Γεωργίου Παπανδρέου και στις προσπάθειες μετάβασης της χώρας σε μια ομαλή μεταπολεμική περίοδο, αποτελούν για μερίδα ιστορικών τον «δεύτερο γύρο» του Ελληνικού Εμφυλίου καθώς και την πρώτη πράξη του Ψυχρού Πολέμου.
Μέχρι τια αρχές Ιανουαρίου του 1945, οπότε και το λουτρό αίματος στην ελληνική πρωτεύουσα έκλεισε -έστω τυπικά- περίπου 17.000 (άμαχοι στην πλειοψηφία) έχασαν τη ζωή τους, όμως οι καταστροφές σε κτίρια και υποδομές παραμένουν μέχρι και σήμερα αδιευκρίνιστες. Ενδεικτικό είναι ότι από τη θύελλα δεν γλίτωσε ούτε ο Παρθενώνας, στον οποίο Βρετανοί αλεξιπτωτιστές εγκατέστησαν σταθμό επικοινωνίας, ενώ στην Καισαριανή, προπύργιο των δυνάμεων του ΕΛΑΣ, καταγράφηκαν 1.131 κατεστραμμένα σπίτια που αποτελούσαν τότε το 22,62% του συνόλου της συνοικίας.
Οι «ουλές» που άφησε στο σώμα της Αθήνας η μοναδική από συστάσεως του ελληνικού κράτους μεγάλης κλίμακας πολεμική σύγκρουση που συντελέστηκε εξ ολοκλήρου στους δρόμους, στα κτίρια, στις πλατείες και στις γειτονίες της παραμένουν ορατές 74 χρόνια μετά, εν είδει προειδοποίησης της Ιστορίας προς τις επόμενες γενιές.
«Τον Δεκέμβριο του 1944 και τον Ιανουάριο του 1945 εκτυλίχτηκε η μάχη της Αθήνας ανάμεσα στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ της Αθήνας και των αντιπάλων του, της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας του Ελληνικού Στρατού, της Χωροφυλακής, διαφόρων άλλων οργανώσεων και παρακρατικών σχηματισμών και κυρίως του Βρετανικού εκστρατευτικού σώματος», εξηγεί στο iefimerida ο ιστορικός, διδάσκων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης Πανεπιστημίου Κρήτης Γιάννης Σκαλιδάκης.
«Οι οδομαχίες κατά τη διάρκεια των 33 ημερών της μάχης, οι ανατινάξεις κτιρίων για τη δημιουργία οδοφραγμάτων, η χρήση πυροβολικού και αρμάτων μάχης οδήγησαν σε εκτεταμένες καταστροφές. Το μέγεθος των καταστροφών είναι σχεδόν αδύνατο να μετρηθεί, καθώς αμέσως μετά τη στρατιωτική αναμέτρηση, ακολούθησε η μάχη της προπαγάνδας με αποτέλεσμα άκρως αντικρουόμενα στοιχεία και μονομερή απόδοση της καταστροφής στους ηττημένους. Χιλιάδες σπίτια ωστόσο καταστράφηκαν, όχι μόνο στο δήμο Αθηναίων αλλά και στους γύρω συνοικισμούς, καθώς και στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά», σημειώνει ο ίδιος.
Οδοιπορικό στην Αθήνα των Δεκεμβριανών
Το οδοιπορικό στην Αθήνα των Δεκεμβριανών με «ξεναγό» τον κ. Σκαλιδάκη δεν θα μπορούσε παρά να ξεκινάει από την πλατεία Συντάγματος, εκεί από όπου ακούστηκαν οι πρώτες ριπές και έπεσαν οι πρώτοι νεκροί:
«Κατά τα Δεκεμβριανά, το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία, είχε γίνει αρχηγείο του Άγγλου στρατηγού Σκόμπι. Εκεί γίνονταν όλες οι συσκέψεις μεταξύ βρετανικού και ελληνικού επιτελείου. Την 1η Δεκεμβρίου ο ίδιος εξέδωσε διαταγή αφοπλισμού των αντιστασιακών ομάδων. Την ίδια ημέρα παραιτήθηκαν οι υπουργοί του ΕΑΜ και προαναγγέλθηκε συλλαλητήριο διαμαρτυρίας, ενώ θα ακολουθούσε γενική απεργία. Το πρωί της 3ης Δεκεμβρίου έγινε το συλλαλητήριο, παρά την αρχική απαγόρευση, και συμμετείχαν περίπου 60.000 άνθρωποι. Οι διαδηλωτές, που κατέφθαναν στην περιοχή ανά συνοικία, δέχτηκαν πυρά από το κτίριο της Αστυνομικής Διεύθυνσης (δεν υπάρχει πια), στη συμβολή λεωφόρων Βασιλίσσης Σοφίας και Αμαλίας. Εκεί ακριβώς έπεσαν οι πρώτοι πυροβολισμοί, γύρω στις 10.30 και διήρκεσαν περίπου μια ώρα. Το πιθανότερο είναι ότι τα πρώτα θύματα ήταν διαδηλωτές που προέρχονταν από την Καλλιθέα και είχαν καταφτάσει στην περιοχή μέσω Συγγρού και Αμαλίας. Αν και αναμενόταν ότι θα υπάρξουν πυρά από τα γραφεία του ΚΚΕ που βρίσκονταν λίγο παρακάτω (Όθωνος 6), αυτό δεν συνέβη. Οι νεκροί καλύφθηκαν με λουλούδια και το συλλαλητήριο συνεχίστηκε. Η διαταγή για την εκτέλεση των πυρών δόθηκε από τον αρχηγό της Αστυνομίας Άγγελο Έβερτ (όπως παραδέχτηκε σε συνέντευξη του το 1958). Σύμφωνα με το ΕΑΜ, την πρώτη μέρα σκοτώθηκαν 21 άνθρωποι και τραυματίστηκαν…
Πηγή: http://www.iefimerida.gr