Επίθεση σε σημαντική πετρελαϊκή εγκατάσταση, όπως αυτή που συνέβη στην πετρελαϊκή εταιρεία Saudi Aramco, είχαμε να δούμε από την περίοδο του πολέμου Ιράν – Ιράκ στη δεκαετία του 1980. Για πάνω από 30 χρόνια, παρά τις αμερικανικές εκστρατείες, τις εξεγέρσεις και τη διάλυση πετρελαιοπαραγωγών κρατών όπως η Λιβύη και το Ιράκ, δεν είχαμε καίρια πλήγματα σε βασικές πετρελαϊκές εγκαταστάσεις.
Δεν έχει πολλή σημασία να εμπλακεί κανείς σε ιστορίες πρακτόρων, ανταρτών και διαδρομών όπλων. Είτε το Ιράν ήταν ο αυτουργός είτε κάποιος από τους συμμάχους του στο Ιράκ ή την Υεμένη, το μήνυμα που εστάλη στην σαουδαραβική ηγεσία ήταν το μήνυμα που ήθελε να στείλει η Τεχεράνη: ότι δηλαδή η συμμαχία με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ και η συνεχής πίεση εναντίον του Ιράν δεν κάνει τη Σαουδική Αραβία περισσότερο ασφαλή. Τουναντίον, η συμμαχία αυτή δημιουργεί στο Ριάντ πολύ μεγαλύτερους κινδύνους. Η επίθεση αυτή, είτε προήλθε από τις σιιτικές πολιτοφυλακές του Ιράκ είτε από τους Χούθι της Υεμένης, δείχνει ότι οι σύμμαχοι του Ιράν έχουν την επιχειρησιακή δυνατότητα να εξαπολύουν επιθέσεις εναντίον νευραλγικών κέντρων της παραγωγής πετρελαίου από απόσταση 1.500 χιλιομέτρων. Μπορούν δηλαδή να απειλήσουν την καρδιά μιας οικονομίας της τάξης του ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων. Σε αυτό το ύψος αποτιμάται η πετρελαϊκή οικονομία της Αραβικής Χερσονήσου.
Η ιρανική ηγεσία είχε κίνητρο να στείλει ένα τέτοιο μήνυμα, γιατί βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση. Οι αμερικανικές κυρώσεις έχουν τραυματίσει σοβαρά την ιρανική οικονομία, και αυτό έχει πια αντίκτυπο στην καθημερινότητα της ιρανικής κοινωνίας, κυρίως με την αύξηση της ανεργίας των νέων. Επίσης, η συνεχής επιχειρησιακή υπερέκταση των Φρουρών της Επανάστασης σε Συρία, Λίβανο, Ιράκ και Υεμένη είναι πέραν των ιρανικών δυνατοτήτων και δημιουργεί εμφανείς πια αντιδράσεις στην ιρανική κοινωνία. Η Τεχεράνη δεν θα είχε αντίρρηση να αποκλιμακώσει την κατάσταση και να περιορίσει τη στρατιωτική παρουσία της, αν αυτό ήταν αποτέλεσμα μιας περιφερειακής συνεννόησης, που θα περιλάμβανε και το πρόγραμμα πυρηνικής ενέργειας, και όχι ταπεινωτικής υποχώρησης. Η Σαουδική Αραβία δεν έχει πείσει τους συμμάχους και τους γείτονές της για την ανάγκη αδιάλλακτης μετωπικής αντιπαράθεσης με το Ιράν. Το Κατάρ πιέζεται από τον κλοιό του σαουδαραβικού εμπάργκο και προσεγγίζει την Τεχεράνη. Το Κουβέιτ και το Ομάν κρατούν μια μάλλον ουδέτερη στάση Ακόμη και τα Εμιράτα, στενός σύμμαχος του Ριάντ, παίρνουν αποστάσεις από τις σαουδαραβικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Υεμένη και δεν θα έβλεπαν με κακό μάτι μια τέτοια συνεννόηση. Κι ας μην ξεχνάμε ότι Σαουδική Αραβία και Ιράν είχαν στη δεκαετία του 2000 επιτύχει ένα ικανοποιητικό modus vivendi μεταξύ τους.
Μια τέτοια προοπτική όμως συγκρούεται με τη στρατηγική του Ισραήλ και την επιρροή της στην αμερικανική πλευρά. Μέχρι σήμερα το Ισραήλ έχει καταφέρει να κάνει τον ανταγωνισμό του με την Τεχεράνη κεντρικό θέμα και κριτήριο της αποτελεσματικότητας της αμερικανικής στρατηγικής στην περιοχή. Την ίδια στιγμή, έχει καταφέρει να συγκροτήσει μια αντι-ιρανική συμμαχία, στην οποία συμπαρατάσσονται ανοικτά με το Τελ Αβίβ η Σαουδική Αραβία, τα Εμιράτα και η Αίγυπτος. Κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο πριν από είκοσι χρόνια. Θα ήθελε να συμβεί και με το Ιράν ό,τι και με τη Συρία και το Ιράκ: να απαλλαγεί δηλαδή μέσω μιας αμερικανικής επίθεσης από τον πιο επικίνδυνο αντίπαλό του χωρίς να ρίξει ούτε μία σφαίρα.
Το γόητρο της Ουάσιγκτον δέχθηκε ένα σοβαρό πλήγμα, αφού η επίθεση αμφισβητεί την ικανότητά της να εγγυηθεί την ασφάλεια του σαουδαραβικού βασιλείου. Η στρατιωτική λύση, η οποία δεν μπορεί παρά να είναι μερικά στοχευμένα «χειρουργικά» χτυπήματα εναντίον ιρανικών εγκαταστάσεων, είναι δυνατόν να απορρυθμίσει την αγορά πετρελαίου και να πυροδοτήσει τη διεθνή κερδοσκοπία χωρίς να μειώσει δραστικά το αξιόμαχο της Τεχεράνης και των συμμάχων της. Αν δίδαξε κάτι αυτή η επίθεση, είναι ότι μια γενικευμένη σύρραξη στη Μέση Ανατολή, ιδιαίτερα στην περιοχή του Περσικού Κόλπου, θα πλήξει την καρδιά της παγκόσμιας παραγωγής υδρογονανθράκων. Η εύθραυστη παγκόσμια οικονομία αλλά και η εκστρατεία επανεκλογής του Τραμπ δεν επιτρέπουν τέτοια ρίσκα. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Τραμπ είχε ως βασικό σύνθημα της προεκλογικής εκστρατείας τον τερματισμό της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην ευρύτερη Μέση Ανατολή και την επιστροφή των στρατιωτών στα σπίτια τους. Ρωσία, Κίνα και Ευρωπαϊκή Ένωση, για διαφορετικούς λόγους η καθεμία, επιθυμούν επίσης τη σταθεροποίηση της αγοράς σε λογικές τιμές. Ήδη οι τιμές σταθεροποιούνται και οι κερδοσκοπικές πιέσεις τιθασεύονται, προς το παρόν.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η Ουάσιγκτον δεν έχει πολλά περιθώρια αντιπαράθεσης με την Τουρκία. Η σχέση Άγκυρας – Τεχεράνης κυμαίνεται από στενή συνεργασία ως αντιπαλότητα. Στο πεδίο της Συρίας η τύχη του καθεστώτος Άσαντ αποτελεί σημαντικό σημείο τριβής. Από την άλλη πλευρά, οι δύο χώρες ταυτίζονται στην αντίθεση για τη δημιουργία αυτόνομων κουρδικών οντοτήτων. Αν και η Άγκυρα δεν επιθυμεί να έχει δίπλα της ένα Ιράν με πυρηνικά όπλα, δεν συμμετέχει στις αμερικανικές κυρώσεις. Ο όγκος των συναλλαγών της με το Ιράν και η στενή σχέση της με χώρες όπως το Κατάρ, καθιστούν τη σύμπλευσή της άκρως αναγκαία για τους Αμερικανούς αλλά και για τις μοναρχίες του Κόλπου, είτε στο σενάριο της στρατιωτικής αντιπαράθεσης είτε στο σενάριο των μυστικών διαβουλεύσεων για περιφερειακή συνεννόηση. Θα μπορούσε μάλιστα να ισχυριστεί κανείς ότι στην Ουάσιγκτον η ασφάλεια του Περσικού Κόλπου και η θέση του Ιράν στις μεσανατολικές ισορροπίες είναι πολύ πιο σημαντική υπόθεση από την κυπριακή και την ελληνική ΑΟΖ.
* Άρθρο του Σωτήρη Ρούσσου, Αναπληρωτή Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και υπεύθυνου του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών [www.cemmis.edu.gr] στο Ινστιτούτο ΕΝΑ