Σχέση που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί στρατηγική συνεργασία, αλλά και λυκοφιλία, είναι η νέα, ίσως όχι και τόσο συγκυριακή, συμμαχία μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας. Η εμβάθυνση της ξεκίνησε μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα στην Τουρκία τον Ιούλιο του 2016 και σταδιακά προχώρησε σε πολλά επίπεδα, ακόμη και στο αμυντικό.

Κοινές αντιλήψεις και ανησυχίες

Ακόμη κι αν πρόκειται για μια “παρά φύσιν” συνεργασία, όπως τη χαρακτηρίζουν ορισμένοι αναλυτές, εντούτοις αυτές οι δύο χώρες πλησίασαν η μία την άλλη, παρότι το παρελθόν τους είναι επιβαρυμένο με μια ντουζίνα πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ τους. Στη παρούσα συγκυρία Ρωσία και Τουρκία μοιράζονται ορισμένες κοινές αντιλήψεις, αλλά και ανησυχίες σχετικά με τη θέση τους στο σύγχρονο κόσμο, την οποία και αντιλαμβάνονται “υπό πολιορκία” εκ μέρους της Δύσης. Και οι δύο χώρες βρίσκονται στις παρυφές του Δυτικού συστήματος ασφάλειας, με αυταρχικές κυβερνήσεις, που έχουν πάρει διαζύγιο από τις δημοκρατικές αξίες, το Κράτος Δικαίου και τα ατομικά δικαιώματα. Αισθάνονται απομονωμένες και περιθωριοποιημένες απέναντι στη Δύση, ενώ ταυτόχρονα διεκδικούν και πάλι το “ζωτικό χώρο” τους και μια πιο ισχυρή και σεβαστή θέση στον κόσμο. Άλλωστε Ρωσία και Τουρκία είναι δύο μετα-αυτοκρατορικές χώρες σε αναζήτηση νέου ρόλου και ταυτότητας.

H “ρώσικη ρουλέτα” της Τουρκίας

Αναμφίβολα τα κοινά γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα αποτελούν και τη βασικότερη κινητήριο δύναμη πίσω από αυτή την “άνοιξη” των ρωσοτουρκικών σχέσεων. Για λόγους που έχουν παρουσιαστεί εκτενώς σε προηγούμενες αναλύσεις μας η Τουρκία του Ερντογάν, αλλοπρόσαλλη, νευρική και απομονωμένη από τους παραδοσιακούς Δυτικούς της φίλους, επέλεξε να παίξει “ρώσικη ρουλέτα” και να στραφεί προς την Μόσχα για την απόκτηση νέων, ακριβών και υπερσύγχρονων οπλικών συστημάτων. Όχι μόνον ρωσικούς αντιαεροπορικούς πυραύλους S-400, τους οποίους τελικά η Άγκυρα απέκτησε, παρά την απειλή των αμερικανικών κυρώσεων CAATSA, και θα έχει σε επιχειρησιακή ετοιμότητα στις αρχές του 2020. Τώρα ο Ερντογάν, όπως έδειξε κατά την τελευταία επίσκεψή του στην Μόσχα, ενδιαφέρεται να προμηθευτεί, εφόσον έχει αποκλειστεί ήδη από το πρόγραμμα των αμερικανικών μαχητικών αεροσκαφών τύπου F-35, και ρωσικά μαχητικά Su-27 ακόμη και να συμμετάσχει στην συμπαραγωγή των μελλοντικών “αόρατων” αεροσκαφών τύπου SU-57 -κάτι πρωτάκουστο και ουσιαστικά ασυμβίβαστο για ένα κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ.

Από την πλευρά της η Ρωσία επιθυμεί με αυτό τον τρόπο, εκτός από οικονομικά οφέλη, να αυξήσει την επιρροή της, αλλά και να διαφημίσει τα νέα όπλα της, πουλώντας τα σε ένα σημαντικό μέλος του ΝΑΤΟ, που διαθέτει και το δεύτερο σε μέγεθος στρατό της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Ο Ερντογάν από την πλευρά του επιθυμεί να παρουσιάσει στο εσωτερικό της χώρας, όπου η εξουσία του αμφισβητείται, την εικόνα μιας “ισχυρής και ανεξάρτητης” Τουρκίας, που μπορεί να αποφασίζει μόνη της, πέρα από τους αμερικανικούς και ευρωπαϊκούς σχεδιασμούς.

Η “άνοιξη” των ρωσοτουρκικών σχέσεων

Αυτή η “άνοιξη” των ρωσοτουρκικών σχέσεων δεν περιορίζεται φυσικά μόνον στον αμυντικό τομέα. Επεκτείνεται και σε άλλους τομείς, όπως ο ενεργειακός και ο τουριστικός. Περισσότεροι από 6 εκατομμύρια Ρώσοι τουρίστες θα επισκεφθούν ως το τέλος του 2019 την Τουρκία, δίνοντας έτσι μια σημαντική ανάσα συναλλάγματος στην παραπαίουσα τουρκική οικονομία.

Ρωσικές εταιρείες κατασκευάζουν τον πρώτο πυρηνικό σταθμό στην Τουρκία, στο Ακουγιού κοντά στη Μερσίνα και απέναντι από την Κύπρο. Θα έχει κόστος κατασκευής 20 δισ. δολάρια και θα είναι έτοιμος ως το 2023, την επέτειο των 100 χρόνων της Τουρκικής Δημοκρατίας. Στη συνέχεια οι ίδιες εταιρείες θα κατασκευάσουν κι άλλους δύο πυρηνικούς σταθμούς στην Τουρκία, ο ένας από αυτούς στην Ανατολική Θράκη. Ως το τέλος του 2019 ο Πούτιν έχει υποσχεθεί πως η Τουρκία θα αρχίσει να εφοδιάζεται με ρωσικό αέριο μέσω του αγωγού Turkish Stream. Επίσης ένας κλάδος του Turkish Stream, από το Λουλέ Μπουργκάζ της Αν. Θράκης θα διακλαδιστεί προς τη Βουλγαρία, τη Σερβία, την Ουγγαρία για να καταλήξει στην Αυστρία, παρακάμπτοντας εντελώς την Ελλάδα.

Στην Ανατολική Μεσόγειο τα Ρωσικά συμφέροντα συμπίπτουν με της Τουρκίας

Αποτελεί κοινό μυστικό πως η ρωσική πολιτική έναντι της Τουρκίας προσβλέπει, αν όχι να βλάψει άμεσα την Ελλάδα, το λιγότερο να την αποδυναμώσει. Χαρακτηριστική είναι η ρωσική πολιτική έναντι του δικαιώματος της Κυπριακής Δημοκρατίας να αξιοποιήσει την ΑΟΖ της στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Μόσχα, αν και δεν το διακηρύσσει ανοικτά, έχει συμφέροντα τα οποία συμπίπτουν με εκείνα της Άγκυρας. Η Ρωσία βλέπει ανταγωνιστικά και εχθρικά την προσπάθεια ενεργειακής διαφοροποίησης της Ευρώπης, π.χ. μέσω της κατασκευής του East Med, που θα μεταφέρει αέριο από τα κοιτάσματα των ΑΟΖ Ισραήλ και Κύπρου στην Ευρώπη, μέσω της Ελλάδας. Θα ήθελε το όλο σχέδιο να μην καρποφορήσει ή θα ήθελε να συμμετάσχει και η ίδια στην εκμετάλλευση των κοιτασμάτων της Αν. Μεσογείου π.χ. με την παραχώρηση κάποιων βυθοτεμαχίων σε ρωσικές εταιρίες. Η παρούσα κατάσταση της προκαλεί δυσφορία, όπως άλλωστε και στην Τουρκία.

Η Μόσχα κρατούσε άλλωστε πάντα μια διφορούμενη στάση στο Κυπριακό: θεωρητικά ήταν υπέρ της επίλυσης, αλλά πρακτικά ήταν (και είναι) υπέρ της διαιώνισης του προβλήματος. Το Κυπριακό θεωρούταν πάντοτε από τη Μόσχα ως ένα “θείο δώρο” καθώς αποδυνάμωνε τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ και εμπόδιζε την ελληνο-τουρκική συνεργασία, που θα μπορούσε να “κλείσει” το Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο για τα ρωσικά συμφέροντα. Γι’ αυτό και η Ρωσία ήταν πάντοτε αρνητική και στην επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στο Αιγαίο στα 12 ν.μ., καθώς θα ανάγκαζε τα ρωσικά πλοία της Μαύρης Θάλασσας να υπόκεινται σε ελληνικό έλεγχο. Και φυσικά είναι επιφυλακτική απέναντι στην ανακήρυξη και εκμετάλλευση της ελληνικής ΑΟΖ.

Δημιουργία Ρώσικης Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Βόρεια Κύπρο!

Η Μόσχα ωστόσο προχώρησε ένα βήμα πιο πέρα, απειλώντας το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου -ένα προνόμιο που παραχωρήθηκε στην Κύπρο από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό. Πρόσφατα μια “Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία Βορείου Κύπρου” άρχισε να λειτουργεί στα Κατεχόμενα. Συγκεκριμένα ρώσικες “λειτουργίες” άρχισαν να τελούνται από Ρώσους ιερείς στον ναό του Αγίου Γεωργίου (Άνω Κερύνεια) και της Παναγίας στο χωριό Κλεπίνη (Arapkoy)., η οποία αποκαταστάθηκε από Ρώσους εργολάβους.

Η λεγόμενη “Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία Βορείου Κύπρου” έχει εφημέριο τον π. Αλεξέι Ιβάνοφ, που χειροτονήθηκε το 2014 στα Κατεχόμενα από τον Μητροπολίτη Οδησσού (Ουκρανία) Αγαθάγγελο, που είναι επικεφαλής της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Εξωτερικό. Η εκκλησία αυτή συγκροτήθηκε για τις “πνευματικές και εκκλησιαστικές ανάγκες” της ρωσόφωνης ορθόδοξης κοινότητας που ζει στη Βόρεια Κύπρο, που είναι ουκ ολίγοι, ενώ προπαγανδίζει στην ιστοσελίδα της υπέρ της λεγόμενης “Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου”.

Αυτό το προκλητικό ζήτημα με τη ρωσική εκκλησία που λειτουργεί παρανόμως στα Κατεχόμενα απασχολεί την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Κύπρου ενώ ήδη έχει ενημερωθεί και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που είναι στοχοποιημένο από τη ρωσική πολιτική. Είναι ακόμη νωπή η αντιπαράθεση της Μόσχας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης για το ζήτημα της ουκρανικής αυτοκεφαλίας αλλά και για την πρωτοκαθεδρία στον ορθόδοξο κόσμο (ιδεολόγημα της “Τρίτης Ρώμης”).

Αντιπαράθεση και στα Βαλκάνια

Τέλος είναι γνωστή και η αντιπαράθεση της Μόσχας με την ελληνική πολιτική στα Βαλκάνια, απέναντι στην οποία βάζει συνεχώς προσκόμματα, προφανώς διότι αντιλαμβάνεται τα ελληνικά συμφέροντα ως “το μακρύ χέρι της Δύσης” σε μια περιοχή που θεωρεί ιστορικά δικό της προνομιακό χώρο δράσης. Αυτό φάνηκε και με τη ρωσική αντίδραση απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών με την ανάμειξη της στα εσωτερικά της Βόρειας Μακεδονίας, αλλά και της Ελλάδος, οδηγώντας έτσι σε διπλωματική κρίση το καλοκαίρι του 2018, που στη συνέχεια εκτονώθηκε.

Η βαλκανική πολιτική της Ρωσίας έχει ποντάρει πολλά στο “σέρβικο χαρτί” κι εδώ σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η στάση της στο ζήτημα φλέγον ζήτημα του Κοσόβου. Η Ελλάδα επιθυμεί την επίλυση και αυτού του ζητήματος, ώστε να εισέλθουν όλα δυτικά Βαλκάνια στους Ευρωατλαντικούς θεσμούς. Η Μόσχα όμως επιθυμεί να μη συμβεί αυτό ή έστω να καθυστερήσει όσο γίνεται.

Αλλά οι διαφορές παραμένουν μεγάλες

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως αυτή η “άνοιξη” των ρωσοτουρκικών σχέσεων είναι συγκυριακή και μοιάζει περισσότερο με λυκοφιλία, καθώς οι διαφορές των δύο χωρών είναι βαθιές και παραμένουν. Για παράδειγμα η Τουρκία δεν αναγνωρίζει την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία και κατ’ επέκταση τον κυρίαρχο ρόλο της στη Μαύρη Θάλασσα. Θα επιθυμούσε μια αυτόνομη Κριμαία στους κόλπους της πιο αδύναμης Ουκρανίας, όπου καθοριστικό ρόλο θα διαδραμάτιζαν οι μουσουλμάνοι Τάταροι. Και σε αυτό το θέμα ταυτίζεται με τις θέσεις της Ουκρανίας.

Μεγάλες διαφορές υπάρχουν και στον Καύκασο, όπου η Ρωσία υποστηρίζει την Αρμενία στο ζήτημα του Ναγκόρνο Καραμπάγ, ενώ η Τουρκία το Αζερμπαϊτζάν. Η Άγκυρα υποστηρίζει την εδαφική ακεραιότητα της Γεωργίας, τμήματα της οποίας (Αμπχαζία και Νότια Οσετία) έχει αποσπάσει βιαίως η Μόσχα.

Τέλος οι δύο χώρες έχουν μεγάλες διαφορές και στο Συριακό. Η Μόσχα είναι ο πιστότερος σύμμαχος του καθεστώτος Άσαντ και υποστηρίζει την εδαφική ακεραιότητα της Συρίας.

Η Άγκυρα αντίθετα είναι πολέμιος του Άσαντ κι έχει καταλάβει περιοχές της βορειοδυτικής Συρίας, δημιουργώντας υποτίθεται μια “ζώνη ασφαλείας”. Οι διαφορές τους παραμένουν αγεφύρωτες και στο ζήτημα της τύχης της περιοχής Ιντίλμπ, που βρίσκεται ακόμη στα χέρια Σύριων αντικαθεστωτικών που υποστηρίζονται από την Άγκυρα. Άσαντ και Μόσχα επιθυμούν μια γρήγορη “εκκαθάριση” αυτής της περιοχής, ενώ η Άγκυρα αντιδρά φοβούμενη συν τοις άλλοις ένα νέο κύμα προσφύγων προς την Τουρκία, που ήδη είναι υπερφορτωμένη.

Σε κάθε περίπτωση η Τουρκία γνωρίζει πως χωρίς τη Ρωσία δεν μπορεί να υπάρξει διευθέτηση του Συριακού, αλλά αυτό που την ανησυχεί περισσότερο είναι η μονιμοποίηση της ρωσικής παρουσίας στα νότια σύνορά της. Έχοντας χάσει τους δώδεκα από τους δεκατρείς πολέμους που διεξήγαγε στο παρελθόν με τη Ρωσία, το λιγότερο που θα ήθελε να δει η Τουρκία είναι μια μόνιμη παρουσία της ρωσικής αρκούδας στο “μαλακό υπογάστριο” της. Θα είναι σα να βρίσκεται μονίμως σφηνωμένη μέσα σε μια “γεωπολιτική τανάλια” της Ρωσίας…