Τι σχέση έχουν μεταξύ τους η παγκόσμια πείνα, η βιομηχανία τροφίμων και οι πυρκαγιές στο δάσος του Αμαζονίου; Για τους επιστήμονες και τους ακτιβιστές της οικολογίας, άμεση. Όπως άμεση είναι και η σχέση των τριών αυτών συνιστωσών με τη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ της φτώχειας και του πλούτου.
Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, το 2018 πείναγαν 821,6 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως, έναντι 811 εκατομμυρίων τον περασμένο χρόνο. Ο υποσιτισμός πλήττει το 20% του πληθυσμού της Αφρικής, το 7% της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής και το 12% της Ασίας.
Προσθέτοντας τον αριθμό των ανθρώπων που υποφέρουν από την πείνα με τον αριθμό των ανθρώπων που πλήττονται από επισιτιστική ανασφάλεια, υπολογίζεται πως περισσότεροι από 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι, εκ των οποίων το 8% ζει στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη, δεν έχουν τακτική πρόσβαση σε υγιή, θρεπτικά και επαρκή τρόφιμα. Ανάμεσά τους, 149 εκατομμύρια παιδιά βρίσκονται αντιμέτωπα με το φαινόμενο της καθυστερημένης σωματικής ανάπτυξης λόγω έλλειψης θρεπτικών στοιχείων από τον υποσιτισμό.
Την ώρα όμως που, σύμφωνα με περσινά στοιχεία της Greenpeace, 40 εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο από πείνα, καθημερινά παράγονται 356 κιλά δημητριακών ανά άτομο. Μάλιστα, μεταξύ 1967- 1997, η παγκόσμια παραγωγή δημητριακών αυξήθηκε κατά 84% και ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξήθηκε κατά 67%. Την ίδια περίοδο, το κόστος παραγωγής των τροφίμων μειώθηκε εντυπωσιακά, παρασύροντας σε αντίστοιχη μείωση και τις τιμές τους.
Ταϊζοντας τους χορτασμένους
Τότε, πώς γίνεται να υπάρχει πείνα; Διότι τα τρόφιμα που παράγονται, δεν πηγαίνουν στους πεινασμένους, αλλά στους χορτασμένους. Είναι χαρακτηριστικό, ότι η βιομηχανία τροφίμων σπαταλά 40 δισεκατομμύρια δολάρια σε διαφήμιση, η οποία προφανώς δεν απευθύνεται στα χωριά της Αιθιοπίας. Για κάθε δολάριο που ξοδεύει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας για την καταπολέμηση του υποσιτισμού στον κόσμο, η βιομηχανία τροφίμων ξοδεύει 500 δολάρια για την προώθηση των επεξεργασμένων τροφίμων. Υπάρχουν ολόκληρες χώρες που θα χόρταιναν τους λαούς τους με λιγότερα από αυτά τα ποσά.
Την ίδια στιγμή, στις αναδυόμενες οικονομίες, ο μεγαλύτερος πλούτος οδήγησε σε αύξηση της ζήτησης για κρέας και ως εκ τούτου, δημιουργήθηκε η ανάγκη για καλλιεργήσιμη γη για ζωοτροφές, βιομηχανοποιημένες φάρμες και βοσκοτόπια. Στην Κίνα, τυπικό παράδειγμα ξέφρενων ρυθμών ανάπτυξης, η κατανάλωση κρέατος ανά άτομο έχει αυξηθεί κατά 55% σε 10 χρόνια.
Για να ταΐσει τις γιγαντιαίες πτηνοτροφικές μονάδες της, η Κίνα πρέπει να εισάγει σόγια που καλλιεργείται στη Λατινική Αμερική. Η καλλιέργεια ζωοτροφών για την κτηνοτροφική βιομηχανία έχει ήδη αρχίσει να εξαπλώνεται στο έδαφος της Αφρικής. Οι ακατέργαστες πρώτες ύλες των ζωοτροφών καλλιεργούνται σε μια ήπειρο, αγοράζονται από μια άλλη, εξάγονται σε μια τρίτη, όπως και οι παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού της μεταποιητικής βιομηχανίας.
Με αφορμή τις πυρκαγιές στον Αμαζόνιο, η Greenpeace υπενθυμίζει, ότι μεγάλο μέρος των αποψιλωμένων εκτάσεων του τροπικού δάσους του Αμαζονίου καταλαμβάνουν οι γεωργικές δραστηριότητες. Ήδη πρώτος εξαγωγέας σόγιας παγκοσμίως, μπροστά και από τις ΗΠΑ, η Βραζιλία εξήγαγε 83,3 εκατομμύρια τόνους το 2018, δηλαδή αύξηση 22,2% σε σχέση με το 2017, σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών της χώρας.
Η αυξητική αυτή τάση εξηγείται κυρίως από τις ανάγκες της Κίνας, πρώτου εισαγωγέα της βραζιλιάνικης σόγιας, κυρίως γενετικά μεταλλαγμένης. Ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ- Κίνας έχει αναγκάσει το Πεκίνο να αγοράζει περισσότερη σόγια από τη Βραζιλία για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις ανάγκες της κτηνοτροφίας της.
Οι εξαγωγές σόγιας από τη Βραζιλία στην Κίνα αυξήθηκαν κατά 30% πέρυσι. Η καλλιέργεια σόγιας είναι μία από τις βασικότερες αιτίες που σιγά σιγά αφαιρεί εδάφη από το δάσος του Αμαζονίου. Από το 2006 τέθηκε σε εφαρμογή μορατόριουμ κι έτσι μετά το 2008 λιγότερο από το 2% της σόγιας που καλλιεργείται στον Αμαζόνιο παράγεται σε αποψιλωμένες περιοχές.
Τα στοιχεία δείχνουν λοιπόν, ότι ο επεκτατισμός της βιομηχανίας τροφίμων μόνο προσχηματικά σχετίζεται με την παγκόσμια πείνα. Αντίθετα, την μεγαλώνει, από την στιγμή που στρέφει την γεωργία στην μονοκαλλιέργεια για τις ανάγκες της βιομηχανίας και όχι των χωρών, καταστρέφοντας, ταυτόχρονα, το περιβάλλον, όπως δείχνει το παράδειγμα του Αμαζόνιου.
Το περιβαλλοντικό κόστος του βιομηχανοποιημένου κρέατος
Η βιομηχανία κρέατος είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Αν και συμμετέχει με λιγότερο από 2% στο παγκόσμιο ΑΕΠ, παράγει το 18% των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και χρησιμοποιεί τεράστιους όγκους φυσικών πόρων. Με τη σειρά τους, τα αέρια του θερμοκηπίου ευθύνονται για την κλιματική αλλαγή, η οποία με τη σειρά της έχει καταστροφικές συνέπειες στην παραδοσιακή γεωργία (πλημμύρες, ξηρασία, ερημοποίηση) οδηγώντας με μαθηματική ακρίβεια στην εξαθλίωση και την πείνα, τεράστιους πληθυσμούς ανθρώπων.
Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί της καταστροφής που συντελείται: Χρειάζονται τουλάχιστον επτά κιλά σιτηρών για να παραχθεί ένα κιλό βιομηχανοποιημένο βοδινό κρέας, τέσσερα κιλά για ένα κιλό χοιρινό και δύο για ένα κιλό κοτόπουλο.
Οι βοσκότοποι καταλαμβάνουν το 68% του συνόλου της γεωργικής γης (και το 25% είναι ήδη εξαντλημένο και άγονο), ενώ η καλλιέργεια ζωοτροφών καταλαμβάνει το 35% της καλλιεργήσιμης γης. Συνολικά, το ζωικό κεφάλαιο απαιτεί το 78% του συνόλου της γεωργικής γης.
Σήμερα, σχεδόν το 60% της παγκόσμιας γεωργικής γης χρησιμοποιείται για ένα μόνο προϊόν διατροφής: το βόειο κρέας. Ωστόσο, το βόειο κρέας αντιπροσωπεύει μόνο το 2% των θερμίδων που καταναλώνουν οι άνθρωποι. Η παραγωγή του είναι η πιο αναποτελεσματική και οικολογικώς καταστροφική στον πλανήτη και η πίεση για εξεύρεση νέων εκτάσεων για βοσκότοπους και ζωοτροφές είναι ο πρώτος και μεγαλύτερος παράγοντας αποψίλωσης των δασών. Όσον αφορά το συνολικό αντίκτυπο στο κλίμα, κάθε κιλό βόειου κρέατος συνεπάγεται καθαρές εκπομπές ρύπων που ισοδυναμούν με μία υπερατλαντική πτήση μετ’ επιστροφής.
Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Climatic Change», η μείωση της κατανάλωσης βοδινού κρέατος υπέρ άλλων κρεάτων ή φυτικών πρωτεϊνών, όπως τα όσπρια, θα μπορούσε να απελευθερώσει σχεδόν 11 εκατομμύρια τετραγωνικά μίλια γης, δηλαδή το μέγεθος των Ηνωμένων Πολιτειών, του Καναδά και της Κίνας, μαζί. Αυτή η απλή αλλαγή στη διατροφή θα μας επέτρεπε να επιστρέψουμε τεράστιες εκτάσεις του πλανήτη στο φυσικό περιβάλλον, στα δάση και στην άγρια πανίδα, δημιουργώντας νέους φυσικούς αποθετήρες άνθρακα και μειώνοντας τις καθαρές εκπομπές αερίων έως και 8 γιγατόνους διοξειδίου του άνθρακα ετησίως. Αυτό είναι περίπου το 20% των σημερινών ετήσιων εκπομπών.
Ακόμη μία απόδειξη του ότι η υπερπαραγωγή τροφίμων μεγαλώνει την πείνα λόγω του κριτηρίου του ατομικού κέρδους είναι το γεγονός πως, όπως έγραφε η Le Monde diplomatique, παρά τη μείωση του πραγματικού κόστους παραγωγής σιτηρών, οι τιμές συνέχισαν να αυξάνονται. Τον Φεβρουάριο του 2011 ακόμη και η Παγκόσμια Τράπεζα προειδοποιούσε, ότι «η αύξηση των τιμών σπρώχνει ήδη εκατομμύρια ανθρώπους στη φτώχεια, με έμφαση τους πιο ευάλωτους, που δαπανούν περισσότερα από τα μισά του εισοδήματός τους για τρόφιμα».
Στη Νότια Αμερική η υπερβόσκηση έχει αφήσει το χώμα στείρο και κορεσμένο με ζωική κοπριά. Οι κτηνοτρόφοι εύκολα καταφεύγουν στην παράνομη υλοτομία για να εκκαθαρίσουν νέες εκτάσεις, ιδίως στη Βραζιλία, η οποία είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός και εξαγωγέας βοδινού και δέρματος στον κόσμο, προμηθεύοντας το 30% της παγκόσμιας αγοράς. Εξάγει κυρίως στη Ρωσία και την ΕΕ.
Μια έκθεση της Greenpeace ήδη από το 2009 αποκάλυψε ότι 200 εκατομμύρια βοοειδή της Βραζιλίας ευθύνονται για το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό της αποψίλωσης του Αμαζονίου, ενώ, 10 εκτάρια δασών καταστράφηκαν σε 10 χρόνια, σε βάρος των μικρών αγροτών και των ιθαγενών πληθυσμών.
Με αφορμή τη φετινή καταστροφή από την πυρκαγιά, η Greenpeace επανέρχεται σημειώνοντας ότι η εκτεταμένη εκτροφή βοοειδών είναι ο βασικός παράγοντας της αποψίλωσης του Αμαζόνιου, αφού, λίγο περισσότερο από το 65% των αποψιλωμένων εκτάσεων στον Αμαζόνιο πλέον χρησιμοποιούνται ως βοσκοτόπια.
Ο λόγος είναι απλός: H Βραζιλία είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας βοδινού κρέατος παγκοσμίως. Οι εξαγωγές βοδινού έφτασαν το 2018 το ρεκόρ του 1,64 εκατομμυρίου τόνων (πηγή: Ένωση Εξαγωγικών Βιομηχανιών Κρέατος Βραζιλίας). Βασικές αγορές είναι η Κίνα και ακολουθούν η Αίγυπτος και η ΕΕ. Πίσω από την πρώτη θέση της Βραζιλίας βρίσκονται λίγο περισσότερα από είκοσι χρόνια ιδιαίτερα εντυπωσιακής ανάπτυξης. Από το 1997 ως το 2016, για παράδειγμα, η χώρα δεκαπλασίασε τις εξαγωγές της σε βοδινό κρέας (σε βάρος όσο και σε αξία). Στην αγορά κυριαρχούν τρεις μεγάλες εταιρείες: η JBS, η Minerva και η Marfrig.
Εναλλακτικές
Έτσι λοιπόν, το τροπικό δάσος του Αμαζονίου καταστρέφεται κυρίως για την παραγωγή ζωοτροφών, βιοκαυσίμων και βοοειδών, επί χρόνια και συστηματικά, πολύ πριν τις φετινές πυρκαγιές. Και αυτή η καταστροφή δεν αφορά μόνο στην Βραζιλία, αλλά και τις όμορες χώρες.
Σύμφωνα με το αγροτικό κίνημα Via Campesina (σσ: διεθνές κίνημα, το οποίο συντονίζει οργανώσεις αγροτών, μικρών και μεσαίων παραγωγών, αγροτισσών, αυτοχθόνων κοινοτήτων, μεταναστριών γεωργών, νέων και ημερομισθίων χωρίς γη», οι μονοκαλλιέργειες σόγιας καταλαμβάνουν σήμερα το ένα τέταρτο όλων των γεωργικών εκτάσεων στην Παραγουάη. Στην Αργεντινή, όπου η σόγια κατέχει το ήμισυ της γεωργικής γης, 5,6 εκατομμύρια εκτάρια μη γεωργικής γης μετατράπηκε σε μονοκαλλιέργεια σόγιας μεταξύ 1996-2006.
Δεν μπορεί να υπάρξει μόνο μία απάντηση όταν η επίθεση είναι τόσο πολυπλόκαμη και αφορά στο περιβάλλον, την υγεία, την οικονομία. Νέες γενιές αγροτών που επιθυμούν να παράγουν τοπικά υγιεινά τρόφιμα τα οποία δεν βλάπτουν τον πλανήτη, έχουν εμπνευστεί από τις παραδοσιακές πρακτικές. Έχουν μελετήσει και εκσυγχρονιστεί, ενώ μερικοί έχουν προσχωρήσει στα αγροδασικά συστήματα. Πρόκειται, όπως ενημερώνει το «Ελληνικό Αγροδασικό Δίκτυο», για συνδυασμό δένδρων και γεωργικών καλλιεργειών ή/και βόσκησης στην ίδια επιφάνεια. Είναι μικτά συστήματα με κύριο χαρακτηριστικό την παρουσία των δένδρων. Τα δένδρα αυτά εξυπηρετούν πολλαπλούς σκοπούς: παραγωγικούς, περιβαλλοντικούς και πολιτισμικούς. Παράγουν πολλά προϊόντα, όπως ξυλεία, καυσόξυλα, πασσάλους, φλοιό, φρούτα, καρπούς και φύλλωμα για τα ζώα, νέκταρ ή γύρη για τις μέλισσες, κ.λπ. και προσφέρουν πολλές υπηρεσίες, όπως βελτίωση του εδάφους, μείωση της επιφανειακής απορροής, διατήρηση της βιοποικιλότητας, έλεγχο των ζιζανίων και βελτίωση του τοπίου γενικότερα.
Ωστόσο, καμία οικολογική γεωργική πρακτική δεν μπορεί από μόνη της να αλλάξει ριζικά την κατάσταση. Το μέγεθος της επίθεσης των πολυεθνικών της βιομηχανίας τροφίμων και της αγροτικής βιομηχανίας στο περιβάλλον και την υγεία απαιτεί κοινή απάντηση από τα θύματα αυτής της επίθεσης και ειλικρινή πολιτική βούληση των κυβερνήσεων.