Η Ρώμη ετοιμάζεται για μια χαλάρωση στις δημοσιονομικές πολιτικές της – κάτι που είναι ακριβώς αυτό που έχει ανάγκη η Ιταλία αυτήν την στιγμή, και ακριβώς το αντίθετο από αυτό που οι Βρυξέλλες και οι κερδοσκόποι των χρηματιστηρίων, περιμένουν και απαιτούν.
Tom Gill
Οι Βρυξέλλες απαιτούν μια “δημοσιονομική εξυγίανση”. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η Ρώμη θα μειώσει το έλλειμμα της – την ετήσια διαφορά ανάμεσα στις δαπάνες και την φορολογία – έτσι ώστε να ξεκινήσει να ξεπληρώνει το τεράστιο δημόσιο χρέος της, το οποίο ανέρχεται στο 131% του ΑΕΠ, οριακά το μεγαλύτερο στην ευρωζώνη μετά το Ελληνικό χρέος.
Η κυβέρνηση της Λέγκας και των Πέντε Αστέρων, έχει θέσει ως στόχο το έλλειμα της χώρας για τον επόμενο χρόνο να φτάσει το 2,4% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Ο αριθμός αυτός βρίσκεται αρκετά χαμηλά σε σχέση με το όριο του 3% που έχει θέσει η ΕΕ, ταυτόχρονα όμως, πολύ ψηλότερα από τον στόχο του 1,8% ετησίως, παραβιάζοντας τους κανόνες της ΕΕ, οι οποίοι καλούν για σταθερή μείωση του δημόσιου ελλείμματος σε υπερχρεωμένες χώρες όπως η Ιταλία, μέχρι να επέλθει ένας ισορροπημένος προϋπολογισμός.
Το σχέδιο της Ρώμης περιλαμβάνει μια αναστροφή της αύξησης των ορίων συνταξιοδότησης, κάτι που είχε θεσπιστεί το 2011, από την προηγούμενη κυβέρνηση του Κόμματος των Δημοκρατικών. Αυτή είναι μια προοδευτική κίνηση και οικονομικά λογική, καθώς θα αναγκάσει τους εργοδότες να προσλάβουν περισσότερους νέους εργαζόμενους νωρίτερα, εξυπηρετώντας την μείωση του 31% της νεανικής ανεργίας.
Ο προϋπολογισμός αυτός περιλαμβάνει επίσης ένα είδος “μισθού του πολίτη” που θα αφορά κυρίως τους νέους άνεργους, που τώρα βασίζονται στην οικογένεια τους για οικονομική υποστήριξη. Ο αρχηγός των Πέντε Αστέρων, Luigi Di Maio, έχει προτείνει το ποσό των 780 ευρώ το μήνα για την “εξάλειψη της φτώχειας”. Φαίνεται βεβαίως υπερβολικό ποσό, όμως κάθε προσπάθεια να μειωθούν οι αριθμοί όσων ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας (οι οποίοι έχουν φτάσει τα 5,1 εκατομμύρια ή το 8,4% του πληθυσμού) κι έχουν τριπλασιαστεί τα τελευταία 10 χρόνια, θα πρέπει να θεωρηθεί καλοδεχούμενη.
Ο διάβολος θα φανεί πάντως στις λεπτομέρειες, που προς το παρόν δεν είναι αρκετές. Δυστυχώς δεν διαφαίνεται ο συγκεκριμένος «μισθός» να προσομοιάζει σε ένα «βασικό εισόδημα» που θα καταβάλλεται από την πολιτεία, ανεξαρτήτως από το ατομικό εισόδημα, τα έσοδα και την επαγγελματική κατάσταση του κάθε πολίτη. Για αυτό από μερικούς θεωρείται ως απάντηση στην “γενιά των μηδενικών ωρών»[i]. Αντιθέτως θα συνδεθεί με την υποχρέωση για εργασία: οι αποδέκτες του συγκεκριμένου επιδόματος, με εξαίρεση τους συνταξιούχους, θα υποχρεώνονται σε 8ώρη κοινωφελή εργασία την εβδομάδα, έτσι ώστε να αποδείξουν ότι αναζητούν εργασία, και να δεχτούν μια από τις πρώτες τρεις προσφορές εργασίας που θα δεχθούν. Αυτά ισχυρίζεται ο Di Maio.
Οι αριστεροί ψηφοφόροι – που άλλαξαν την ψήφο τους στις τελευταίες εκλογές από το κατ’ όνομα κεντροαριστερό αλλά στην πράξη νεοφιλελεύθερο Κόμμα των Δημοκρατικών, στο Κόμμα των Πέντε Αστέρων- αλλά και πολλοί νέοι ψηφοφόροι στήριξαν αυτή την ιδέα του βασικού μισθού. Πλέον όμως υπάρχουν φόβοι ότι στην πράξη θα είναι το ίδιο με το περίφημο πακέτο μεταρρυθμίσεων του καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ, Hertz IV. Ακριβώς όπως περιγράφτηκε από την αμερικανική εφημερίδα The Nation ως “υποχρεωτική υπηρεσία επισφαλούς απασχόλησης”, οι συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις διεύρυναν μαζικά τους χαμηλόμισθους στη Γερμανία και οδήγησαν σε ακόμη χειρότερους μισθούς καθώς οι εργοδότες εκμεταλλεύονταν μια άφθονη προσφορά εργασίας.
Περίπου 2 δισεκατομμύρια ευρώ από τα 10 δισεκατομμύρια που προορίζονται για το συγκεκριμένο σχέδιο στον ιταλικό προϋπολογισμό θα επενδυθούν στα γνωστά αναποτελεσματικά Κέντρα Απασχόλησης της χώρας ώστε να βοηθήσουν στην υλοποίηση αυτού του σχεδίου. Οι περισσότεροι που θα λάβουν τον “μισθό του πολίτη” αναμένεται να είναι στο mezzogiorno (στη νότια περιοχή της Ιταλίας), όπου η φτώχεια και η ανεργία των νέων είναι υψηλότερες και όπου το κόμμα του Di Maio συγκέντρωσε μεγάλο ποσοστό ψήφων και το κόμμα αναδείχθηκε ως η μεγαλύτερη δύναμη στις γενικές εκλογές του Μαΐου.
Το πρόβλημα με αυτή την προσέγγιση του τρόπου εργασίας δεν είναι μόνο το γεγονός ότι προσανατολίζεται να χτυπήσει την φτώχεια στο νότο. Είναι επίσης ότι συμπεραίνει πως το κύριο πρόβλημα της Ιταλίας είναι η προσφορά εργασίας. Δεν είναι. Στην Ιταλία χρειάζονται εργαζόμενοι με περισσότερες δεξιότητες αλλά όχι Mac Jobbers (εργαζόμενοι που αλλάζουν με μεγάλη ταχύτητα δουλειές και τομείς). Αυτοί, καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο μέρος της αγοράς εργασίας, χάρη στους νόμους «Hire and Fire» (Προσέλαβε και Απέλυσε) που ψηφίστηκαν το 2014 από το Δημοκρατικό Κόμμα του Matteo Renzi.
Το ζήτημα κλειδί είναι η ζήτηση, όπως ισχύει εδώ και δύο δεκαετίες, κατόπιν των περικοπών στις δημόσιες δαπάνες και των ιδιωτικοποιήσεων σε χώρες ώστε να ενταχθούν και στη συνέχεια να παραμείνουν στον αυστηρό κλοιό της Ευρωζώνης. Αυτό οδήγησε σε μια απότομη πτώση των ασφαλών και σχετικά καλά αμειβομένων θέσεων εργασίας του δημόσιου τομέα, σε συνδυασμό με μια γενικευμένη συμπίεση των μισθών, που οδήγησε τους απλούς Ιταλούς να δαπανούν λιγότερο σήμερα από ό,τι πριν από επτά χρόνια, και παρόλα αυτά εξακολουθούν να δαπανούν περισσότερα από όσα κερδίζουν. Εντούτοις, η μεταφορά κρατικού χρήματος στις τσέπες των πολιτών, για πρώτη φορά μπορεί να ενισχύσει την εγχώρια ζήτηση, ειδικά εάν σχεδιάζει ο De Maio να την παράσχει μέσω μιας «ηλεκτρονικής κάρτας που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στα ιταλικά καταστήματα». Αλλά θα είναι πιθανώς, ένα μέτρο ανεπαρκές και βραχύβιο. Ο μεγάλος κίνδυνος θα είναι οι μισθοί που σε όλο το εύρος τους, θα καταστέλλουν περαιτέρω την εγχώρια ζήτηση, όπως έγινε στη Γερμανία, φτιάχνοντας και στην Ιταλία έναν ζητιάνο εργαζόμενο, αντιπροσωπευτικό του μοντέλου εργασίας που προάγει το κοινωνικό και οικονομικό σύστημα της Ευρώπης.
Τα υπόλοιπα μέτρα του προϋπολογισμού περιλαμβάνουν έναν ενιαίο φόρο και μια ακόμη φορολογική “αμνηστία” σε μια χώρα της οποίας το κρατικό ταμείο χάνει περίπου 100 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως από φοροαποφυγές, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις. Οι νικητές αυτών των πολιτικών θα είναι οι επιχειρήσεις και οι πλούσιοι. Δεν θα δαπανήσουν τα επιπλέον χρήματα για να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, αλλά θα κρύψουν το πρόβλημα κάτω από το χαλί.
Αυτό που χρειάζεται η Ιταλία – και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις επενδύουν σε θέσεις εργασίας – είναι το είδος της κρατικής ανάπτυξης και των μεγάλων δημόσιων δαπανών που εγκαταλείφθηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 από διαδοχικές κυβερνήσεις των κεντροαριστερών και των δεξιών. Αλλά οι Salvini και Di Maio, οι αναπληρωτές πρωθυπουργοί, ιδεολογικά δεν δίνουν βαρύτητα στο δημόσιο τομέα. Υπάρχουν ελάχιστα ποσά στον προϋπολογισμό για τα κρατικά σχολεία και νοσοκομεία. Τα σχέδια ιδιωτικοποίησης της προηγούμενης κυβέρνησης παραμένουν αμετάβλητα. Όπως και οι υποσχέσεις προς ΗΠΑ και ΝΑΤΟ για αύξηση των στρατιωτικών δαπανών στο 2% του ΑΕΠ, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος για τα βομβαρδιστικά F-35, το οποίο με το εκπληκτικό κόστος των 14 δισεκατομμυρίων ευρώ συν 35 δισεκατομμύρια σε υλικοτεχνική υποστήριξη και άλλα έξοδα για τα επόμενα 30 χρόνια, θα δημιουργήσει μόνο 1.500 θέσεις εργασίας στην Ιταλία. Πράγμα αντίθετο με τις υποσχέσεις του κινήματος των Πέντε Αστέρων, ότι θα μείωνε τις στρατιωτικές δαπάνες, όσο βρισκόταν στην αντιπολίτευση και έκανε προεκλογικές καμπάνιες.
Σε τελική ανάλυση, η Ρώμη προγραμματίζει να δαπανήσει πολλά χρήματα που στην καλύτερη περίπτωση θα ενισχύσουν βραχυπρόθεσμα, μια οικονομία που τώρα είναι ζωντανή – νεκρή. Άλλωστε ποιος μπορεί να τα βάλει με την καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ και τον Πρόεδρο της ΕΕ Ζαν Κλοντ Γιούνκερ;
Και ποιος, ειλικρινά, δεν θα ήθελε να τους δει να προπηλακίζουν τον Σαλβίνι; Είναι άλλωστε αυτό που θέλει να εμποδίσει τους πρόσφυγες που δραπετεύουν από τον πόλεμο, την πείνα και τη δυστυχία, στο να φτάσουν στις ιταλικές ακτές. Είναι αυτός που ζητά να τους εκτοπίζει ή να κάνει τον βίο αβίωτο για τους μετανάστες που ήδη ζουν στην Ιταλία, κλείνοντας τις επιχειρήσεις τους, αρνούμενος να εξασφαλίσει στα παιδιά τους τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα.
Το πρόβλημα για την Kομισιόν είναι ότι στην πορεία προς τις Ευρωεκλογές τον Μάιο του 2019, είναι έξυπνη πολιτική κίνηση για τους Salvini και Di Maio (ο πρώτος ευρωσκεπτικιστής επί χρόνια, ο δεύτερος ηγέτης ενός κόμματος με ισχυρό ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα) να στήσουν ένα θέατρο με τις Βρυξέλλες. Και αυτό το παιχνίδι της μπλόφας θα συνεχίζεται στην Ιταλία για το επόμενο διάστημα.
[i] Η γενιά των μηδενικών ωρών ή τα συμβόλαια των μηδενικών ορών αφορούν εργασίες που πληρώνονται ανά ώρα και στις οποίες δεν προβλέπεται από τον εργοδότη ένας ελάχιστος αριθμός ωρών απασχόλησης.