Τους τελευταίους μήνες, η πολιτική βία στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του Καμερούν έχει κλιμακωθεί δραματικά. Μέχρι στιγμής έχουν σκοτωθεί τουλάχιστον 400 πολίτες και 160 αξιωματικοί κρατικής ασφάλειας στην σύγκρουση μεταξύ της κυβέρνησης και ενός ένοπλου αυτονομιστικού κινήματος το οποίο, μόλις δύο χρόνια πριν, ξεκίνησε ως μια ειρηνική απεργία δικηγόρων και δασκάλων.
Φωτογραφία: Άνδρες του Τάγματος Ταχείας Παρέμβασης του Καμερούν (BIR) περιπολούν το εγκαταλελειμμένο χωριό Ekona κοντά στην Buea στην αγγλόφωνη νοτιοδυτική επαρχία, στο Καμερούν, τον Οκτώβριο του 2018. ZOHRA BENSEMRA / REUTERS
Τους τελευταίους μήνες, η πολιτική βία στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του Καμερούν έχει κλιμακωθεί δραματικά. Μέχρι στιγμής έχουν σκοτωθεί τουλάχιστον 400 πολίτες και 160 αξιωματικοί κρατικής ασφάλειας στην σύγκρουση μεταξύ της κυβέρνησης και ενός ένοπλου αυτονομιστικού κινήματος το οποίο, μόλις δύο χρόνια πριν, ξεκίνησε ως μια ειρηνική απεργία δικηγόρων και δασκάλων.
Πώς προέκυψε τέτοια αναταραχή σε μια χώρα που υπερηφανευόταν εδώ και δεκαετίες ως προπύργιο σταθερότητας σε μια περιοχή βίαιων συγκρούσεων; Και γιατί έχει κλιμακωθεί τόσο γρήγορα;
ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΒΙΑΣ
Οι βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές επαρχίες του Καμερούν έχουν μια ειδική ιστορική κληρονομιά που τις ξεχωρίζει από τις άλλες οκτώ επαρχίες της χώρας: Μεταξύ του 1922 και του 1960, είχαν κυβερνηθεί ως βρετανική παρακαταθήκη ή προτεκτοράτο, ενώ το υπόλοιπο έδαφος το διοικούσε η Γαλλία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο σήμερα 3 εκατομμύρια κάτοικοι των βορειοδυτικών και νοτιοδυτικών επαρχιών -περίπου το 20% του πληθυσμού του Καμερούν- μιλούν κυρίως αγγλικά, όχι γαλλικά. Αυτές οι δύο επαρχίες χρησιμοποιούν επίσης τα δικά τους νομικά και εκπαιδευτικά συστήματα, κληροδοτημένα από τους Βρετανούς, και έχουν μια μοναδική πολιτιστική ταυτότητα.
Πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι η σημερινή σύγκρουση πηγάζει από την ανεξέλεγκτη ιστορική εχθρότητα μεταξύ Αγγλοφώνων και Γαλλοφώνων του Καμερούν. Ωστόσο, αν συμβαίνει αυτό, είναι περίεργο που η βία συμβαίνει μόνο τώρα. Γιατί όχι το 1972, όταν ο Ahmadou Ahidjo, ο πρώτος πρόεδρος του Καμερούν, τερμάτισε την ομοσπονδία μεταξύ των αγγλοφώνων και γαλλοφώνων περιφερειών, αναγκάζοντας τους Αγγλόφωνους να υποταχθούν σε ένα ενιαίο κράτος; Ή το 1992, όταν ο σημερινός πρόεδρος Paul Biya πραγματοποίησε τις πρώτες πολυκομματικές εκλογές του Καμερούν και κέρδισε με μικρή διαφορά τεσσάρων ποσοστιαίων μονάδων τις ιδιαιτέρως νοθευμένες εκλογές εναντίον του Αγγλόφωνου υποψήφιου John Fru Ndi; Επιπλέον, αν οι διαφορές στην ταυτότητα είναι ο πρωταρχικός παράγοντας της σύγκρουσης, είναι αρκετά περίεργο το γεγονός ότι το Καμερούν -μια από τις εθνικά πιο ποικίλες χώρες στην Αφρική- έχει αποφύγει σε μεγάλο βαθμό τις εθνοτικές συγκρούσεις.
Οι περισσότεροι Αγγλόφωνοι λένε ότι θα ήταν ευτυχείς να τοποθετήσουν την εθνική τους ταυτότητα πάνω από την γλωσσική τους, αν δεν είχαν παραμεληθεί και κατασταλεί συστηματικά από την κεντρική κυβέρνηση του Καμερούν. Σύμφωνα με έρευνα του Afrobarometer, ένα ανεξάρτητο δίκτυο δημοσκοπήσεων και ερευνών, όταν ρωτήθηκαν αν αυτοπροσδιορίζονται περισσότερο ως Καμερουνέζοι ή σύμφωνα με την εθνοτική τους ομάδα, η μεγάλη πλειοψηφία των ερωτηθέντων στις Βορειοδυτικές και Νοτιοδυτικές επαρχίες δήλωσαν ότι ταυτίζονται ισότιμα με αυτές τις κατηγορίες. Λιγότερο από το 5% δήλωσαν ότι ταυτίζονται περισσότερο με την εθνοτική τους ομάδα. Παρ’ όλα αυτά, τα μέλη αυτού του πληθυσμού αισθάνονται από καιρό ότι αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας στην χώρα τους. Οι Αγγλόφωνοι που πηγαίνουν στην πρωτεύουσα Γιαουντέ για την συλλογή κυβερνητικών εγγράφων, για παράδειγμα, συχνά αναφέρουν ότι γελοιοποιούνται ή διώχνονται από δημόσιους αξιωματούχους επειδή δεν μπορούν να μιλούν γαλλικά. Οι αυτονομιστές υποστηρίζουν ότι αυτή η κακομεταχείριση και οι διακρίσεις από την Γιαουντέ και τους Γαλλόφωνους Καμερουνέζους γενικότερα, αποτελούν τους λόγους της απόσχισης.
Ωστόσο, η περιφερειακή παραμέληση και κακομεταχείριση δεν αρκούν για να εξηγήσουν το σημερινό κύμα βίας. Εάν αυτά ήταν η αιτία, τότε θα έπρεπε να δούμε και αποσχιστικά κινήματα στις βόρειες και απομακρυσμένες περιοχές του Καμερούν, όπου η κρατική βία έχει καταστεί ενδημική στον αγώνα κατά της Boko Haram τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Επιπλέον, στην Βόρεια και την Πολύ Βόρεια επαρχία, το ποσοστό φτώχειας είναι υψηλότερο (πάνω από 50% σε κάθε μια, σε σύγκριση με 15% στα νοτιοδυτικά και 25% στα βορειοδυτικά) και οι κρατικές επενδύσεις σε δημόσια αγαθά όπως σχολεία, κλινικές και δρόμους είναι χαμηλότερες από οπουδήποτε αλλού στην χώρα.
Βεβαίως, η μοναδική γλωσσική και πολιτισμική ταυτότητα των Αγγλοφώνων έχει παίξει ρόλο στην εξέγερση. Αλλά για να κατανοήσουμε γιατί, πού και πότε συμβαίνει η κλιμάκωση της βίας, πρέπει να εξετάσουμε όχι μόνο την εξαιρετική πολιτική απομόνωση και την σχετική οικονομική αυτονομία των αγγλόφωνων περιοχών από το υπόλοιπο Καμερούν, αλλά και την αυξανόμενη ανυπομονησία των Αφρικανών που ζουν κάτω από μη δημοκρατικά καθεστώτα.
ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΑΓΓΛΟΦΩΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ;
Ο Biya, ο οποίος τον τελευταίο μήνα κέρδισε την έβδομη θητεία του, βρίσκεται στην εξουσία από το 1982, καθιστάμενος ένας από τους μακροβιότερους ηγέτες του κόσμου. Στην πραγματικότητα, το Καμερούν έχει μόνο δύο προέδρους από τότε που απέκτησε την ανεξαρτησία του το 1960. Επειδή η μέση ηλικία στην χώρα είναι τα 18 έτη, αυτό σημαίνει ότι η πλειοψηφία των Καμερουνέζων γνωρίζει μόνο έναν πρόεδρο. Ωστόσο, η πτώση των ισχυρών ανδρών της Αφρικής τις τελευταίες δύο δεκαετίες -πιο πρόσφατα ο Blaise Compaoré στη Μπουρκίνα Φάσο, ο Yahya Jammeh στην Γκάμπια, ο Robert Mugabe στην Ζιμπάμπουε, ο José Eduardo dos Santos στην Αγκόλα, ακόμα και ο Jacob Zuma στη Νότια Αφρική- έκανε την συνεχιζόμενη διακυβέρνηση του Biya όλο και πιο αδύναμη. Η δημοκρατία μπορεί να έχει αρχίσει να χάνει την ελκυστικότητά της σε πολλά μέρη του κόσμου, αλλά παραμένει σημαντική για τους περισσότερους υποσαχάριους Αφρικανούς. Πολλοί Καμερουνέζοι με μια [κάποια] εκπαίδευση και ένα «έξυπνο» κινητό τηλέφωνο θεωρούν όλο και περισσότερο παράνομη την παρατεταμένη διακυβέρνηση του προέδρου τους. Η πολιτική παλίρροια που σαρώνει σήμερα τους ισχυρούς άνδρες της Αφρικής έχει κάνει την στιγμή αυτή εξαιρετική για την κινητοποίηση των ανθρώπων ενάντια στο καθεστώς.
Παρά τους δημοκρατικούς αυτούς αντίθετους ανέμους, ο Biya κατάφερε να διατηρήσει τη νομιμοποίησή του σε κάποια εκλογικά σώματα, μέσω της συνεργασίας του με γαλλόφωνες ελίτ και του ελέγχου των πληροφοριών μέσω των κρατικών μέσων ενημέρωσης (σε μεγάλο βαθμό γαλλόφωνων). Έχει φέρει αριστοτεχνικά τους ηγέτες των Γαλλόφωνων στην κυβέρνηση, προσφέροντάς τους κερδοφόρες υπουργικές θέσεις και έλεγχο των διαφόρων ροών των δημόσιων εσόδων. Σημαντικό είναι ότι δεν ήταν υπερβολικά κατασταλτικός -τουλάχιστον πριν από το τρέχον ξέσπασμα της βίας- και έκανε προσπάθεια για να υποστηρίξει την βιτρίνα της δημοκρατικής νομιμότητας με την διεξαγωγή τακτικών εκλογών, επιτρέποντας σχετικά ελεύθερα (αν και αδύναμα) ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης και έχοντας μια γενική χαλαρή στάση απέναντι στην διακυβέρνηση.
Τα κρατικά μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι ελίτ στο κυβερνών Λαϊκό Δημοκρατικό Κίνημα του Καμερούν είναι ισχυροί υπερασπιστές του προέδρου, λειτουργώντας ολόψυχα στην φανταστική υπόθεση ότι το καθεστώς είναι δημοκρατικό. Πολλοί Καμερουνέζοι, ιδιαίτερα εκείνοι που είναι απομονωμένοι από τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, τα κόμματα της αντιπολίτευσης ή τις πληροφορίες από το εξωτερικό, πιστεύουν στα σοβαρά αυτό το αφήγημα. Μια άλλη έρευνα του Αφροβαρόμετρου που διεξήχθη το 2015 πριν από το ξέσπασμα της βίας έδειξε ότι η προεδρία είναι ο δεύτερος πιο αξιόπιστος θεσμός του κράτους μετά τον στρατό. Έδειξε επίσης ότι μόνο το 10% των ερωτηθέντων Καμερουνέζων πιστεύουν ότι η χώρα τους δεν είναι δημοκρατία.
Αντίθετα, η σχετική απόσταση των αγγλόφωνων επαρχιών από αμφότερα τα δίκτυα υποστήριξης και επιρροής του Biya και τα γαλλόφωνα κρατικά μέσα ενημέρωσης, τους βάζει σε μια μοναδική θέση για να δουν την αυταρχική φύση του καθεστώτος και να επαναστατήσουν εναντίον του. Παρόλο που το 75,4% των ερωτηθέντων από το Γαλλόφωνων Καμερουνέζων δήλωσαν ότι εμπιστεύονται τον Biya «κάπως» ή «πολύ», στην δημοσκόπηση του Afrobarometer, μόνο το 45,5% των Αγγλοφώνων αισθάνθηκε με τον ίδιο τρόπο. Μέρος του λόγου αυτού είναι η ευκολότερη πρόσβαση στην κριτική κατά της κυβέρνησης Biya. Στις εκλογικές απολυταρχίες, τα κόμματα της αντιπολίτευσης είναι συχνά τα μόνα θεσμικά όργανα που διατυπώνουν σταθερά την άποψη ότι το καθεστώς δεν είναι πραγματικά δημοκρατικό. Το ισχυρότερο κόμμα της αντιπολίτευσης στο Καμερούν -το Σοσιαλδημοκρατικό Μέτωπο (SDF)- έχει την έδρα του στην βορειοδυτική επαρχία, εκθέτοντας έτσι περαιτέρω τους Αγγλόφωνους στο αφήγημα περί κρατικής καταστολής. Άλλα τμήματα του Καμερούν δεν έχουν την ευκαιρία να εξοικειωθούν με την πολιτική της αντιπολίτευσης. Στις πρόσφατες εκλογές για την Εθνική Συνέλευση το 2013, για παράδειγμα, το Λαϊκό Δημοκρατικό Κίνημα του Καμερούν κατέβηκε εντελώς χωρίς αντιπολίτευση σε 13 από τις 83 εκλογικές περιφέρειες της χώρας.
Σε σύγκριση με άλλα μέρη της χώρας, όπως ο βορράς, οι Αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν είναι επίσης πιο οικονομικά αυτόνομες από την Γιαουντέ. Έχουν ισχυρό διασυνοριακό εμπόριο με τη Νιγηρία, επιτυχημένες φυτείες στα νοτιοδυτικά και εύφορη γεωργική γη. Δεν εξαρτώνται υπερβολικά από την εξαγωγή πρωτογενών πόρων, όπως το πετρέλαιο ή η ξυλεία, τα οποία διοχετεύονται μέσω κρατικών επιχειρήσεων. Και δεν είναι τόσο φτωχοί, όπως για παράδειγμα οι βόρειες περιοχές, που αντιμετωπίζουν χρόνια επισιτιστική ανασφάλεια. Οι Αγγλόφωνοι έχουν έτσι όχι μόνο την θέληση, αλλά και τους πόρους για να επαναστατήσουν.
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΤΗΣ ΔΙΑΔΟΧΗΣ
Δυστυχώς, το τέλος της κρίσης δεν φαίνεται πουθενά. Τον περασμένο μήνα, ο Biya κέρδισε την έβδομη θητεία του ως πρόεδρος με ποσοστό 71,3% των ψήφων. Οι ήδη νόθες εκλογές σηματοδοτήθηκαν από την υπερβολικά χαμηλή συμμετοχή στις αγγλόφωνες περιοχές -μόλις 5% στην βορειοδυτική επαρχία- λόγω φόβων για την ασφάλεια. Εν τω μεταξύ, ο Biya αντέδρασε στους αυτονομιστές με σιδερένια γροθιά. Αρνείται να διαπραγματευτεί μαζί τους, αλλά απέστειλε το ελίτ Τάγμα Ταχείας Επέμβασης (εκπαιδευμένο από τις Ηνωμένες Πολιτείες και υπό την ηγεσία ενός συνταξιούχου Ισραηλινού αξιωματικού), το οποίο πλέον κατηγορείται για κάψιμο χωριών και επιθέσεις σε πολίτες στα βορειοδυτικά και τα νοτιοδυτικά. Αλλά όσο η βία δεν μεταδίδεται στις γαλλόφωνες περιοχές, η κρίση δεν θα επηρεάσει πιθανώς τη νομιμοποίηση του προέδρου στην υπόλοιπη χώρα. Επιπλέον, ο Biya παραμένει σταθερά υποστηριζόμενος από την Δύση -ειδικά από την Γαλλία, αλλά και από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες στηρίζονται έντονα στο Καμερούν για τον αγώνα κατά της Boko Haram. Οι αυτονομιστές, εν τω μεταξύ, παραμένουν διασπασμένοι, αδύναμοι και ένοχοι για τις δικές τους φρικαλεότητες εναντίον αμάχων. Εκτός από το να επιτίθενται στις δυνάμεις ασφαλείας, έχουν απαγάγει και βασανίσει εκπαιδευτικούς και φοιτητές που αρνήθηκαν να συμμετάσχουν σε μια σχολική απεργία.
Είναι εξαιρετικά απίθανο ο Biya να κάνει τις απαραίτητες παραχωρήσεις για να σταματήσουν οι επιθέσεις των αυτονομιστών, και η ρευστή φύση της εξέγερσης θα δυσκολέψει τις κρατικές δυνάμεις ασφαλείας να σταματήσουν την βία. Οι τακτικές καμένης γης και στις δύο πλευρές δουλεύουν μόνο για να αποξενώσουν περαιτέρω τον πληθυσμό, πολλοί από τους οποίους έχουν καταφύγει στη Νιγηρία. Φαίνεται πιθανό ότι μια λύση για την κρίση μπορεί να συμβεί μόνο όταν απαντηθούν πλήρως τα ερωτήματα του πότε ο Biya θα παραιτηθεί και ποιός θα τον αντικαταστήσει. Αυτή την στιγμή υπάρχουν μόνο αβάσιμες εικασίες. Πολλοί υποθέτουν ότι θα διορίσει έναν διάδοχο πριν από τις επόμενες προεδρικές εκλογές που έχουν προγραμματιστεί για το 2025. Αλλά αν υπάρχουν εν τω μεταξύ εκπλήξεις παρόμοιες με το στρατιωτικό κίνημα εναντίον του Μουγκάμπε στην Ζιμπάμπουε ή την λαϊκή εξέγερση εναντίον του Compaoré στη Μπουρκίνα Φάσο, μια μετάβαση μπορεί να συμβεί πριν από το αναμενόμενο. Ένα -μετά τον Biya- πολιτικό άνοιγμα θα μπορούσε να παράσχει έναν τρόπο στους Αγγλόφωνους του Καμερούν να διεκδικήσουν την πολυαναμενόμενη αυτονομία τους.
Η NATALIE LETSA είναι μεταδιδακτορική συνεργάτις του Κέντρου για την Δημοκρατία, την Ανάπτυξη και το Κράτος Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ, και επίκουρη καθηγήτρια Πολιτικής Οικονομίας στην έδρα Wick Cary στο Πανεπιστήμιο της Οκλαχόμα.