Εκατό χρόνια αργότερα τα Δυτικά Βαλκάνια, τα οποία επί 73 χρόνια αποτελούσαν μία ενιαία χώρα, τη Γιουγκοσλαβία, αφού πέρασαν μέσα από τις κοσμογονικές θύελλες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, του Ψυχρού Πολέμου και της αιματηρής διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, απέχουν πολύ ακόμη από το να θεωρούνται μια “φυσιολογική” και σταθεροποιημένη περιοχή της Ευρώπης. Αντίθετα στα Δυτικά Βαλκάνια το “εθνικιστικό καζάνι” δείχνει και πάλι να κοχλάζει. Ταυτόχρονα, δύο αντίθετα γεωπολιτικά παλιρροϊκά κύματα συγκρούονται στο έδαφος τους και τα διεκδικούν: από τη μία είναι το τεράστιο ευρωατλαντικό μπλοκ (Ευρωπαϊκή Ένωση και ΝΑΤΟ) κι από την άλλη η ανερχόμενη Ρωσία, που επιδιώκει να αυξήσει την επιρροή της σ’ αυτό το “μαλακό υπογάστριο” της Ευρώπης ή τουλάχιστον να καθυστερήσει, ακόμη και να εμποδίσει, την ένταξη του στις Ευρωατλαντικές δομές.
Βοσνία & Ερζεγοβίνη
Το “τόξο της αστάθειας” των Δυτικών Βαλκανίων ξεκινά από τη Βοσνία, διέρχεται μέσα από τη Σερβία και το Κόσοβο, και καταλήγει στην π.Γιουγκοσλαβική Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ). Στις εκλογές που έγιναν στις 7 Οκτωβρίου στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη -ένα προβληματικό και τριχοτομημένο κράτος-προτεκτοράτο που δημιουργήθηκε, έπειτα από πολυαίμακτο εμφύλιο πόλεμο διάρκειας 3,5 ετών (1992-1995) με τη Συνθήκη του Ντέιτον (14.12.1995)- ουσιαστικά “νίκησε ο φόβος”, καθώς και στις τρεις εθνικές κοινότητες και συνιστώσες της χώρας επικράτησαν κυρίως οι εθνικιστές υποψήφιοι.
Στην αυτόνομη Σέρβικη Δημοκρατία (Republika Srpska), που καταλαμβάνει το 49% του εδάφους της χώρας και κατοικείται κατά 88% από Σερβοβόσνιους, ο σκληροπυρηνικός εθνικιστής Μίλοραντ Ντόντικ, που θεωρείται ως “άνθρωπος του Πούτιν στα Βαλκάνια” (τον οποίο και συνάντησε ως τώρα 15 φορές!), αντικατέστησε τον μετριοπαθή Μλάντεν Ίβανιτς, ως εκπρόσωπος των Σερβοβόσνιων στη συλλογική προεδρία της ευάλωτης χώρας. Οι Σερβοβόσνιοι, απογοητευμένοι από τη μακροχρόνια φτώχεια, τη στρατοσφαιρική ανεργία και την έλλειψη ευρωπαϊκής προοπτικής, υπέκυψαν για μια ακόμη φορά στον εκφοβισμό και στη θυματοποίηση από τους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς του εθνικιστή φιλορώσου Ντόντικ, ο οποίος ισχυρίζονταν πως κατάφερε να τους προστατεύσει από τις “θορυβώδεις ορδές των μουσουλμάνων και την αύξηση των μεταναστών από την Ανατολή”.
Ο καιροσκόπος πρόεδρος της Σερβίας Αλεξάντερ Βούτσιτς ήταν από τους πρώτους που συνεχάρη τον Ντόντικ για τη νίκη του, καθώς είναι γνωστό πως ο Ντόντικ παρεμπόδισε την αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσόβου από τη Βοσνία και μπλόκαρε την προσέγγιση της Βοσνίας στο ΝΑΤΟ, εξυπηρετώντας έτσι τους στόχους του Βελιγραδίου αλλά και της Μόσχας. Κοινός στόχος του Ντόντικ και του Βούτσιτς είναι οι Σέρβοι να μη χωρίζονται από τον ποταμό Δρίνα (το φυσικό σύνορο μεταξύ της Σερβίας και της “Σέρβικης Δημοκρατίας” της Βοσνίας), αφήνοντας να εννοηθεί πως σε περίπτωση ευρύτερων γεωπολιτικών ανακατατάξεων στα Δυτικά Βαλκάνια, η Σερβοβοσνιακή Republika Srpska θα ενωθεί με τη “μητέρα Σερβία” (мајка Србија).
Στην αντίπερα όχθη, και συγκεκριμένα στο Σεράγεβο και στα τμήματα της Μουσουλμανο-Κροατικής Ομοσπονδίας, όπου πλειοψηφούν οι Βόσνιοι Μουσουλμάνοι ή “Μποσνιάκοι”, επικράτησε το συντηρητικό ισλαμικό κόμμα της Δημοκρατικής Δράσης (SDA) του Μπακίρ Ιζετμπέγκοβιτς, γιου του ιστορικού ισλαμιστή Βόσνιου ηγέτη Αλία Ιζετμπέγκοβιτς, που θεωρείται ως ο “πιστότερος φίλος του Ερντογάν” στα Βαλκάνια. Από την πλευρά του ο Ντράγκαν Τσόβιτς, ο εθνικιστής επικεφαλής του Κροατοβοσνιακού HDZ, δεν διστάζει να επιδεικνύει εγγύτητα με την Κροατία, χώρα-μέλος της Ε.Ε. από το 2013, που κυβερνάται από την επίσης εθνικιστική κυβέρνηση του HDZ, με πρωθυπουργό την Κολίντα Γκρόμπαρ, και να εκφράζει αποστασιοποίηση από το Σεράγεβο, και την ομοσπονδία με τους Βόσνιους Μουσουλμάνους.
Συμπερασματικά τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών απέδειξαν πως η κατάσταση στην, ούτως ή άλλως εύθραυστη, Βοσνία & Ερζεγοβίνη κάθε άλλο παρά σταθεροποιημένη μπορεί να θεωρηθεί: η φωτιά των εθνικιστικών παθών και διχασμών ξαναδυναμώνει και όλα τα σενάρια είναι ανοικτά, εκτός αν υπάρξει έγκαιρη και δυναμική πυροσβεστική παρέμβαση της Δύσης.
Σερβία
Στη γειτονική, ταλαιπωρημένη, και μονίμως αμφιταλαντευόμενη μεταξύ Δύσης και Ρωσίας, Σερβία, πληγωμένη και με την απώλεια του Κοσόβου (1999), ο εθνικισμός δεν έφυγε ποτέ από το προσκήνιο, αλλά αντίθετα αποτελεί το κυρίαρχο ρεύμα στην πολιτική σκηνή της χώρας.
Ο ίδιος ο κεντροδεξιός πρόεδρος της χώρας, Αλεξάντερ Βούτσιτς (SNS), ένα “νόθο πολιτικό παιδί” του ανίερου πολιτικού γάμου του Μιλόσεβιτς με τον Σέσελι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, όχι μόνον δεν προσπαθεί να κατευνάσει τον πανίσχυρο σέρβικο εθνικισμό, αλλά τον πριμοδοτεί κιόλας.
Τελευταία σχετική κίνηση του Βούτσιτς, που ακολουθεί όλο και περισσότερο τα χνάρια του Όρμπαν, ήταν να παραστεί και να μιλήσει στο ιδρυτικό συνέδριο της “Εθνικής Πρωτοπορίας” (Nacionalne Avangarde), μιας σέρβικης εθνικιστικής ΜΚΟ(!), που εμφορείται από ακροδεξιά ιδεολογία, μπολιασμένη με “αρχαιοφουτουρισμό” (arheofuturistički), νεοφιλελεύθερα γιατροσόφια και φοβική προσκόλληση στην εθνική ταυτότητα: “Είμαστε μάρτυρες της καταπίεσης της εθνικής μας ταυτότητας υπό την επίδραση της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης”, γράφει στο μανιφέστο της οργάνωσης, όπου επισημαίνεται και ο ιστορικός στόχος “για ενεργητική κρατική πολιτική της Σερβίας στο Κόσοβο, στο Μαυροβούνιο, στη Σέρβικη Δημοκρατία (σ.σ. Republika Srpska της Βοσνίας), και απέναντι στις σερβικές μειονότητες σε γειτονικές χώρες” -δείγμα, αν μη τι άλλο, υπολειμμάτων Μεγαλοσερβισμού.
Κόσοβο
Το μεγαλύτερο φυσικά πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Σερβία ονομάζεται ασφαλώς Κόσοβο και συνίσταται στην υποχρέωση του Βελιγραδίου να αναγνωρίσει επισήμως και το ίδιο την ανεξαρτησία της αποσχισθείσας πρώην επαρχίας του, αν θέλει να δει τις πόρτες του ΝΑΤΟ και της Ε. Ε. να ανοίγουν διάπλατα. Ταυτόχρονα η Σερβία θα πρέπει να προστατεύσει την εναπομείνασα σερβική μειονότητα του Κοσόβου, που αριθμεί περίπου 100.000 μέλη και κατοικεί κυρίως στο βορειονανατολικό Κόσοβο, αλλά και να μη διαταράξει τις στενές σχέσεις με την παραδοσιακά φίλη και ομόδοξη Ρωσία.
Είναι μια ομολογουμένως δύσκολη εξίσωση για δυνατούς λύτες. Για να “τετραγωνιστεί ο κύκλος” και να ξεμπλοκάρει η όλη διαδικασία προσχώρησης του Βελιγραδίου και της Πρίστινας στις Ευρωατλαντικές δομές, έχουν πέσει στο τραπέζι διάφορες προτάσεις, ορισμένες εκ των οποίων αρκετά τολμηρές και ρηξικέλευθες. Τέτοια πρόταση είναι και εκείνη της ανταλλαγής εδαφών ανάμεσα στη Σερβία και στο Κόσοβο, άρα και επαναχάραξης των συνόρων, έτσι ώστε να συμπεριληφθεί το μεγαλύτερο τμήμα των εθνικών τους μειονοτήτων στους κόλπους των δύο αντίστοιχα κρατών, τα οποία θα αποκτούσαν έτσι μεγαλύτερη εθνική ομοιογένεια κι επομένως -σύμφωνα πάντα με τους θιασώτες αυτής της πρότασης- περισσότερη σταθερότητα. Έτσι το σερβοκρατούμενο βορειοανατολικό Κόσοβο (βορείως της Μιτροβίτσα) θα ενσωματωνόταν επίσημα στη Σερβία που ως αντάλλαγμα θα αναγνώριζε επίσημα την ανεξαρτησία του υπόλοιπου Κοσόβου, η οποία θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση για να διευκολυνθούν οι διαπραγματεύσεις Βελιγραδίου και Πρίστινας με το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. Ταυτόχρονα η συνοριακή πόλη του Πρέσεβο, στη νοτιοδυτική Σερβία, που κατοικείται κατά 95% από Αλβανούς θα ενσωματωνόταν στο Κόσοβο, ενώ θα ακολουθούσαν και άλλες διευθετήσεις με μικρές ανταλλαγές μειονοτικών πληθυσμών και περιουσιών, ώστε να ικανοποιηθούν μερικώς και οι δύο πλευρές. Φυσικά αυτή η πρόταση συνάντησε έντονες αντιδράσεις στο εσωτερικό και των δύο χωρών, στην πολιτική σκηνή των οποίων κυριαρχούν οι εθνικιστικές δυνάμεις που εμφορούνται από αυτοκαταστροφικό μαξιμαλισμό.
Για την ώρα η πρόταση αυτή θεωρείται ήδη “καμμένη”, αλλά όχι και εντελώς εγκαταλειμμένη. Ταυτόχρονα οι αλβανοκοσοβάροι προβαίνουν σε προκλήσεις, όπως η πρόσκαιρη κατάληψη του υπό σερβικό έλεγχο φράγματος του Γκαζιβόντε στο βόρειο Κόσοβο, απ’ όπου προέρχεται και το 55% του νερού για το Κόσοβο και ειδικά για το θερμοηλεκτρικό του εργοστάσιο. Τελικά υποχώρησαν, έπειτα από σερβικές και διεθνείς πιέσεις, αλλά αυτή η προβοκατόρικη κίνηση είναι ενδεικτική του όλου κλίματος που επικρατεί στην περιοχή.
Η ουσία πάντως είναι πως αντί να αλλάξουν συμπεριφορά, οι βαλκανικές χώρες, προτιμούν να αλλάζουν σύνορα -κάτι που προκαλεί αλλεργία στην Ευρώπη και ειδικά στο Βερολίνο, το οποίο ανησυχεί πως έτσι θα ανοίξουν και πάλι οι “ασκοί του Αιόλου” στη γηραιά ήπειρο. Σε κάθε περίπτωση στο ζήτημα του Κοσόβου παρατηρείται τελευταίως έντονη κινητικότητα, που οφείλεται εν μέρει και στη δυναμική που απελευθέρωσε η Συμφωνία της Πρέσπας μεταξύ Αθήνας-Σκοπίων, ως τμήμα μιας διαδικασίας οριστικής διευθέτησης, σταθεροποίησης και ένταξης των Δυτικών Βαλκανίων στο Ευρωατλαντικό σύστημα.
π.Γ.Δ. Μακεδονία
Και ερχόμαστε τώρα στον άλλο “αδύναμο κρίκο” των Δυτικών Βαλκανίων, η πορεία του οποίου μας αφορά άμεσα, καθώς πρόκειται για τον μικρό βόρειο γείτονα μας με τον οποίο βρισκόμαστε εδώ και 27 έτη σε διαμάχη, η οποία ξεκινά από το ονοματολογικό και φτάνει μέχρι και σε πιο περίπλοκα ζητήματα ταυτότητας.
Η Συμφωνία της Πρέσπας, που υπογράφηκε στις 17 Ιουνίου 2018 μεταξύ Αθηνών και Σκοπίων, και προβλέπει, μεταξύ άλλων, και την επίσημη μετονομασία της γειτονικής μας χώρας από σκέτο “Μακεδονία” σε “Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας” (Republika Severna Makedonija) και μάλιστα Erga Omnes, άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στις διμερείς σχέσεις, αλλά και στη σταθερότητα συνολικά των Δυτικών Βαλκανίων. Ταυτόχρονα πυροδότησε έντονες αντιδράσεις στο εσωτερικό των δύο χωρών, προερχόμενες κυρίως από το χώρο της εθνικιστικής αντιπολίτευσης.
Έντονα, αν και κυρίως παρασκηνιακά, αντέδρασε και ο ρωσικός παράγοντας, ενεργοποιώντας υποδόριες πιέσεις, πριμοδοτώντας εθνικιστικές αντιδράσεις κλπ. με στόχο να μπουν προσκόμματα και να καθυστερήσει η ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στις Ευρωατλαντικές δομές. Στα Σκόπια οι ρωσικές πιέσεις διευκόλυναν την εθνικιστική αντιπολίτευση του VMRO στην προώθηση του μποϊκοτάζ του δημοψηφίσματος. Έτσι, στο δημοψήφισμα που έγινε στην π.Γ.Δ.Μ. στις 30 Σεπτεμβρίου 2018 ο λαός “δεν μίλησε”, καθώς το 64% των πολιτών δεν προσήλθε στις κάλπες, μποϊκοτάροντας έμμεσα όχι μόνο τη Συμφωνία της Πρέσπας, αλλά και την προοπτική εισόδου της χώρας στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε.
Πλέον ο πρωθυπουργός της π.Γ.Δ.Μ. Ζόραν Ζάεφ αναζητεί απεγνωσμένα μια “κοινοβουλευτική λύση”, ώστε να προσεταιριστεί 11 επιπλέον βουλευτές -μέχρι τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι σειρές χρειαζόταν άλλους 8- από το αντιπολιτευόμενο VMRO, ώστε να συμπληρώσει 80 βουλευτές (τα 2/3 της βουλής) και να περάσει την απαραίτητη συνταγματική αναθεώρηση, ώστε να ολοκληρώσει τις δεσμεύσεις που ανέλαβε με την υπογραφή της Συμφωνίας της Πρέσπας και η μπάλα να περάσει έτσι στο “ελληνικό γήπεδο”, δηλαδή να εγκριθεί κι από την ελληνική Βουλή.
Αν δεν τα καταφέρει εντός των ημερών, η προκήρυξη πρόωρων εκλογών θεωρείται βέβαιη, με ότι αυτό συνεπάγεται. Ο κίνδυνος να επιστρέψει στην εξουσία των Σκοπίων το εθνικιστικό VMRO δεν πρέπει να αποκλειστεί, όπως άλλωστε και ο κίνδυνος επανάληψης πολιτικών αναταραχών, ακόμη και εθνοτικών συγκρούσεων ανάμεσα σε Σλαβομακεδόνες και Αλβανούς της π.Γ.Δ.Μ.
Σε κάθε περίπτωση οι εξελίξεις το επόμενο διάστημα στη γειτονική μας χώρα θα είναι ραγδαίες και καθοριστικές, όχι μόνο για τις διμερείς μας σχέσεις, αλλά και για τη σταθερότητα και την ευρωπαϊκή προοπτική ολόκληρων των Δυτικών Βαλκανίων. Εκατό χρόνια από το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου τα Δυτικά Βαλκάνια συνεχίζουν να παραμένουν η “πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης”.
* Ο Γιώργος Στάμκος είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Πηγή: tvxs