Ο Πρόεδρος της Τουρκίας συνεχίζει την καταστολή έναντι των αντιπάλων του, αλλά δεν έχει καταφέρει ακόμη να ενισχύσει τη θέση του, ώστε να διεκδικήσει με άνεση τις εκλογές του 2019. Μόνον οι αδυναμίες της αντιπολίτευσης πλέον φαίνεται να ενισχύουν τον Ερντογάν.
Ο Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας, κ. Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δείχνει στριμωγμένος πολιτικά, τόσο διεθνώς, όσο και στην εγχώρια σκηνή. Ενώ οι δίκες των πραξικοπηματίων ξεκίνησαν, με τους κατηγορούμενους στρατιωτικούς να αποκαλύπτουν τα σκοτεινά σημεία του αποτυχημένου πραξικόπηματος της 15ης Ιουλίου (αντιφάσεις, ψέματα, βασανιστήρια), ο Ερντογάν, που έγινε πρόεδρος του κυβερνώντος κόμματος, δεν μπορεί ακόμη να εξαλείψει τους Γκιουλενιστές από την ίδια του την παράταξη. «Αν γίνει εκκαθάριση των υποστηρικτών του Γκιουλέν από το κόμμα, ο Ερντογάν κινδυνεύει να χάσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία», αναφέρουν οι παρατηρητές.
Το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της Τουρκίας σήμερα, προετοιμάζεται για τις πρώτες προεδρικές εκλογές το φθινόπωρο ή το χειμώνα του 2019. Εκτός εξαιρετικού απροόπτου (!), ο Ερντογάν θα είναι ο υποψήφιος του ΑΚΡ. Οι αντιπολιτευόμενες δυνάμεις δεν έχουν ακόμη ανακοινώσει έναν υποψήφιο κοινής αποδοχής, επειδή δεν είναι σε θέση να συγκροτήσουν κοινό μέτωπο. Ο συνασπισμός του «Όχι», ο οποίος σχηματίστηκε κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος της 16ης Απριλίου ενάντια στο προεδρικό σύστημα του Ερντογάν, έφερε κοντά τους σοσιαλδημοκράτες και τους κεμαλιστές του CHP, τους Κούρδους και τους αριστερούς του HDP και τη βάση των εθνικιστών του MHP. Όλοι διαφωνούν μεταξύ τους σε τουλάχιστον τρία βασικά σημεία: το κουρδικό ζήτημα, το αρμενικό ζήτημα και τον Κεμαλισμό.
Με τον αντιαμερικανισμό της να γίνεται ολοένα και πιο διακριτός, η Άγκυρα, ανακοίνωσε πρόσφατα μέσω του κρατικού πρακτορείου ειδήσεων Anadolu, την ακριβή θέση των αμερικανικών δυνάμεων στη Συρία. Με αυτόν τον τρόπο, ο Ερντογάν ενεργεί τώρα σαν οδηγός των τζιχαντιστών που επιθυμούν να επιτεθούν στις στρατιωτικές βάσεις και τα στρατεύματα της Ουάσιγκτον. Από την πλευρά της, η Μόσχα εξακολουθεί να υποστηρίζει τους Κούρδους της Συρίας, που εμφανίζονται ενισχυμένοι στα βορειοδυτικά της χώρας.
Ο Ερντογάν, ο οποίος αρχικά, το 2014, πίστεψε ότι, «ο πρόεδρος Άσαντ θα χάσει την εξουσία το πολύ σε μια εβδομάδα», βρίσκεται τώρα στη δυσάρεστη θέση να βλέπει τα στρατεύματα του καθεστώτος του συντεταγμένα στην περιοχή των συνόρων Συρίας – Ιράκ.
Ο εξισλαμισμός της τουρκικής κοινωνίας από τη σημερινή κυβέρνηση έχει ως στόχο να ενισχύσει τη βάση του κυβερνώντος κόμματος, αλλά και να του εξασφαλίσει την υποστήριξη ισλαμιστικών κομμάτων και οργανώσεων που επί του παρόντος αντιτίθενται στον Ερντογάν. Ο εξισλαμισμός της χώρας εξάλλου, αποτελεί, όπως λένε οι υποστηρικτές του, ένα μακρόπνοο σχέδιο του Ερντογάν για να πάρει εκδίκηση για «την ενενηντατετράχρονη κεμαλική δικτατορία». Όταν οι μουφτήδες θα έχουν την εξουσία να τελούν γάμους κι η τζιχάντ θα αποτελεί μέρος της διδακτέας ύλης στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Με αυτές τις πρωτοβουλίες του, ο Ερντογάν ενισχύει όλο και περισσότερο την αντίδραση που εκφράζει εναντίον του το κοσμικό μέτωπο, το οποίο όμως, ακόμη δεν του έχει καταφέρει κάποιο σημαντικό χτύπημα εκτός από την «Πορεία για τη Δικαιοσύνη», που ενθάρρυνε κάπως τους αντιπάλους του. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, CHP, οργανώνει τώρα Γενική Συνέλευση για τη Δικαιοσύνη ώστε να διερευνήσει επιτέλους νέες μεθόδους κοινού αγώνα που θα περιορίσουν τον αυταρχισμό του προέδρου και θα ενισχύσουν τη δημοκρατία. Αλλά κοινός αγώνας συνεπάγεται και άνοιγμα των σχέσεων με τους Κούρδους, πράγμα που αποτελεί σημαντικό εμπόδιο για την ηγεσία του CHP.
Ο Ερντογάν υπολογίζει πολύ σ’ αυτήν την έλλειψη ενότητας που χαρακτηρίζει την αντιπολίτευση. Και παρότι οι δυνάμεις της δημόσιας τάξης δεν παρενέβησαν καθόλου στην πραγματοποίηση της εικοσιτετραήμερης «Πορείας για τη Δικαιοσύνη» του CHP, η αστυνομία τώρα, απαγορεύει και εμποδίζει οποιαδήποτε δράση του HDP, που εδώ και μία εβδομάδα αγωνίζεται να συγκροτήσει τη «Φρουρά για τη Συνείδηση και τη Δικαιοσύνη».
Τέλος, ενώ ο Ερντογάν συνεχίζει να εφαρμόζει πρακτικές καταστολής έναντι παντός αντιπάλου -ξεκινώντας από τους Κούρδους και φτάνοντας στους δημοσιογράφους και στους ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων -, ακόμη δεν έχει κατορθώσει, ούτε νέους ψηφοφόρους εντός της χώρας να κερδίσει, ούτε τους συμμάχους του να πείσει – αν εξακολουθεί βέβαια, να διαθέτει ακόμη συμμάχους.
Μετάφραση: Νίκος Λεγάκης