Γιατί τα σύνορα δεν είναι το πρόβλημα -ή η λύση- για την Σερβία και το Κοσσυφοπέδιο
Οι απόψεις υπέρ ή κατά της επαναχάραξης συνόρων της Σερβίας με το Κοσσυφοπέδιο μοιράζονται την υπόθεση ότι οι άνθρωποι στην αμφισβητούμενη περιοχή είναι μέλη αναγνωρισμένων εθνοτικών ομάδων και ότι αυτό που επιθυμούν οι εθνοτικές ομάδες είναι εθνικά κράτη. Εκεί που διαφέρουν είναι στο ότι οι υποστηρικτές ελπίζουν ότι ένα μπισκότο θα είναι αρκετό για να κατευνάσει το θηρίο, ενώ οι αντίπαλοι φοβούνται ότι ένα μπισκότο θα τροφοδοτήσει ακόρεστες ορέξεις και θα αναζωογονήσει το υπόλοιπο θηριοτροφείο.
Τον Αύγουστο, πολιτικοί ηγέτες στο Κοσσυφοπέδιο και την Σερβία πρότειναν να επιλυθούν οι μακρόχρονες εντάσεις με την ανταλλαγή εδαφών: Δήμοι με Σέρβους κατοίκους στο βόρειο τμήμα του Κοσσυφοπεδίου θα τίθεντο κάτω από την διοίκηση του Βελιγραδίου, ενώ οι αλβανικές πόλεις στο νότιο τμήμα της Σερβίας θα περνούσαν στην Πρίστινα. Οι πολιτικοί και οι ειδικοί στάθμισαν αυτό που παρέμεινε μια αόριστη ιδέα κατά την διάρκεια του επόμενου μήνα. Κανείς δεν φαινόταν να θεωρεί την ιδέα ως λαμπρή, και γενικά οι απαντήσεις κυμαίνονταν από την απρόθυμη αποδοχή έως την συγκλονισμένη περιφρόνηση.
Ωστόσο, καμία από τις πλευρές της συζήτησης δεν έδωσε ιδιαίτερη προσοχή σε αυτό που θα έπρεπε να είναι το κεντρικό της ζήτημα: Πώς θα επηρέαζαν οι προτεινόμενες αλλαγές τις ζωές όσων κατοικούν στις υπό συζήτηση περιοχές;
Η παράλειψη μιας τέτοιας μελέτης αντανακλά το επικίνδυνο υποκείμενο συμπέρασμα εκείνων που καταθέτουν και συζητούν αυτή την πρόταση: Ότι η βασική επιθυμία τόσο των Σέρβων όσο και των Αλβανών είναι κάτι παραπάνω από το να είναι ενωμένοι με τους εθνοτικούς συμπατριώτες τους. Αυτή η υπόθεση βασίζεται στα θεμελιώδη σχήματα όλων των βαλκανικών (και άλλων) εθνικισμών. Εάν μια τέτοια αφήγηση πρόκειται να πείσει καθόλου, οι πειθόμενοι ας δείξουν προσοχή.
Υπάρχουν σχεδόν σίγουρα άλλες λύσεις στην διαμάχη μεταξύ Βελιγραδίου και Πρίστινα, που περιλαμβάνουν στοιχεία που δεν έχουν εισέλθει πολύ στην συζήτηση μέχρι σήμερα: Η εξασφάλιση της ευημερίας των πολιτών, η ενίσχυση της ασφάλειας και της ελευθερίας, και η οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ και εντός των κοινοτήτων. Αυτές οι εναλλακτικές προσεγγίσεις μπορεί να μην έχουν τόσο μεγάλη ελκυστικότητα όσο ένας γρήγορος χαρτογραφικός καθορισμός, αλλά υπόσχονται να είναι πιο σταθερές και ανθεκτικές.
ΣΥΝΟΡΑ ΓΙΑ ΠΟΙΟΥΣ;
Ένας από τους λόγους για τους οποίους η λύση για την ανταλλαγή εδαφών έχει γίνει τόσο επικεντρωμένη, είναι ότι φαίνεται να εξυπηρετεί τα προσωπικά συμφέροντα και τους πολιτικούς στόχους τριών περιφερειακών παικτών: Του προέδρου της Σερβίας, Αλεξάνταρ Βούτσιτς, του προέδρου του Κοσσυφοπεδίου, Χασίμ Θάτσι, και της επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, Φεντερίκα Μογκερίνι.
Όταν ανέλαβε την εξουσία, ο Βούτσιτς αναμενόταν να παραγάγει την διευθέτηση με το Κοσσυφοπέδιο που είχε διαφύγει από τους προκάτοχούς του, ακριβώς επειδή ήταν προσωπικότητα από την ακροδεξιά της οποίας το εκλογικό σώμα δεν θα είχε πού αλλού να πάει. Έξι χρόνια μετά, οι προσπάθειες εξομάλυνσης των σχέσεων έχουν ξεφουσκώσει άδοξα και ο Βούτσιτς πρέπει επιτέλους να παραδώσει κάτι.
Όσον αφορά τον Θάτσι, μια συμφωνία που θα έχει ως αποτέλεσμα την αμοιβαία αναγνώριση θα λύσει το κυριότερο διεθνές πρόβλημα του Κοσσυφοπεδίου, το οποίο είναι το αμφισβητούμενο καθεστώς του. Ο Θάτσι δεν μπορεί να υπολογίζει στην υποστήριξη του υπουργικού συμβουλίου ή του μεγαλύτερου μέρους του κοινοβουλίου για μια συμφωνία που ανταλλάσσει βιομηχανικά ανεπτυγμένες περιοχές στο Κοσσυφοπέδιο για αραιοκατοικημένα χωριά της Σερβίας και φαίνεται να δίνει στην Σερβία την δυνατότητα βέτο για το τι συνιστά το έδαφος του Κοσσυφοπεδίου.
Τέλος, η Mogherini λέγεται ότι αναζητά ένα επίτευγμα που θα μείνει σαν κληρονομιά, με το οποίο θα αφήσει την θέση της στην ΕΕ το επόμενο έτος, και θα επιστρέψει στην ιταλική εγχώρια πολιτική. Μια συνολική διευθέτηση της διαφοράς Σερβίας-Κοσσυφοπεδίου θα ταίριαζε καλά.
Έτσι λοιπόν εδώ είμαστε με ένα (περίγραμμα από ένα) σχέδιο που έχει αρθρωθεί για να δώσει στον Vucic έναν σωσίβιο, στον Thaci μια κλωστή για να κρατηθεί, και στη Mogherini ένα μελλοντικό πλεονέκτημα. Η μόνη δυσκολία είναι ότι η προτεινόμενη λύση θα έχει επιπτώσεις πέρα από απλώς δύο κράτη και τρία άτομα. Μήπως υπάρχουν άλλα κράτη με εδάφη όπου οι εθνοποιητικοί παίκτες στοιχηματίζουν στην ελκυστικότητα μιας απαίτησης για αυτονομία; Κοιτάξτε όχι πιο μακριά από την Βοσνία και Ερζεγοβίνη. Μήπως υπάρχουν άλλα κράτη όπου σοβινιστές πολιτικοί ηγέτες δεν θα ήθελαν τίποτα περισσότερο από το να δουν ένα προηγούμενο, ώστε να διεκδικήσουν τα εδάφη όπου έχουν σημαντικές κοιτίδες [αλλά ανήκουν σε άλλο κράτος];
Ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Βίκτορ Όρμπαν, θα ήταν περιχαρής. Μήπως υπάρχουν άνθρωποι που ζουν στα εδάφη όπου προτείνεται μια ανταλλαγή οι οποίοι πιθανότατα θα εξαναγκαστούν να εγκαταλείψουν τα σπίτια, τις θέσεις εργασίας και τα μέσα διαβίωσής τους για να διευθετηθούν τα όνειρα των συνοριακών ιχνογράφων; Κάτι τέτοια συμβαίνουν πάντοτε με αυτού του είδους το ιδιοτελές τέχνασμα.
Οι σχολιαστές στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη χαιρέτισαν την πρόταση για την ανταλλαγή εδαφών με ανάμικτο ενθουσιασμό. Σε ένα πρόσφατο άρθρο του στους The New York Times, ο συγγραφέας Charles Kupchan περιγράφει το σχέδιο ως ένα πικρό χάπι που πρέπει να καταπωθεί. Παραδέχεται ότι η συνέπεια μιας ανταλλαγής εδαφών θα είναι η «εθνοκάθαρση», αλλά επισημαίνει ότι η εθνοκάθαρση θα είναι «ειρηνική». Αυτό που υπονοείται είναι ότι ενώ το ανθρώπινο κόστος μπορεί να είναι υψηλό, τα πολιτικά οφέλη είναι μεγάλα και το σχέδιο είναι αποδεκτό αν επιτυγχάνεται με κοινή συναίνεση. Από την άλλη πλευρά, οι επικριτές της συμφωνίας προειδοποιούν για την ανατροπή διευθετήσεων που έχουν επιτευχθεί αλλού, για τον κίνδυνο της κλιμάκωσης αιτημάτων, για προηγούμενα που θα μπορούσαν να διευρυνθούν, και τελικά για τον κίνδυνο ενός νέου γύρου βίας στην περιοχή. Ο Michael Roth, υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας για την Ευρώπη, προειδοποίησε για ένα «κουτί της Πανδώρας», ενώ ο κληρικός Sava Janjic, επικαλέστηκε το αιώνιο «βαρέλι πυρίτιδας». Το επιχείρημα είναι ότι η επίτευξη έστω και μιας εύθραυστης ειρήνης στην περιοχή ήταν μια δαπανηρή, μακρόχρονη πρόκληση και ότι οποιαδήποτε διαταραχή των σχετικών βασικών αρχών είναι σαν να βγάζει κάποιος τον ακρογωνιαίο λίθο ενός πύργου.
Και οι δύο απόψεις μοιράζονται την υπόθεση ότι οι άνθρωποι στην αμφισβητούμενη περιοχή είναι μέλη αναγνωρισμένων εθνοτικών ομάδων και ότι αυτό που επιθυμούν οι εθνοτικές ομάδες είναι εθνικά κράτη. Εκεί που διαφέρουν είναι οι προσδοκίες τους για το τι θα παραχθεί με το να προσφερθεί κάτι στους εθνικιστές. Οι υποστηρικτές ελπίζουν ότι ένα μπισκότο θα είναι αρκετό για να κατευνάσει το θηρίο, ενώ οι αντίπαλοι φοβούνται ότι ένα μπισκότο θα τροφοδοτήσει ακόρεστες ορέξεις και θα αναζωογονήσει το υπόλοιπο θηριοτροφείο.
ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΟΧΙ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΚΑΘΟΡΙΖΕΙ ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ
Αλλά η υπόθεση ότι οι Αλβανοί, οι Σέρβοι ή άλλοι στα Βαλκάνια θέλουν ουσιαστικά να ζουν σε εθνικό έδαφος είναι ψευδής. Ο πολύ υψηλός ρυθμός μετανάστευσης έξω από την περιοχή σε πολυπολιτισμικές χώρες, όπου προσφέρεται στους ανθρώπους μια καλύτερη ευκαιρία να αποκτήσουν απασχόληση, εκπαίδευση και πρόσβαση στην κοινωνική πρόνοια, προσφέρει σύγχρονες αποδείξεις ότι οι υλικές επιθυμίες είναι τουλάχιστον τόσο ισχυρές όσο και οι συμβολικές.
Αν κοιτάξουμε βαθύτερα στην ιστορία της περιοχής, θα διαπιστώσουμε ότι η μετανάστευση, η ανάμιξη, η ποικιλομορφία, η αμοιβαία επιρροή και η ανταλλαγή αποτελούν όχι μόνο βασικούς παράγοντες της κοινωνικής ζωής για πολλούς αιώνες, αλλά είναι ο πυρήνας εκείνων των χαρακτηριστικών που κάνουν τα Βαλκάνια πολιτισμικά και κοινωνικά μοναδικά. Ο συγχρωτισμός και η ποικιλομορφία είναι τα βασικά χαρακτηριστικά των Βαλκανίων. Αυτό είναι εμφανές σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, από την γλώσσα και την αρχιτεκτονική έως την θρησκεία και την κουζίνα.
Κατά καιρούς τα τελευταία 150 χρόνια, ο εθνικισμός προσπάθησε να ξηλώσει αυτή την πλούσια ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά. Η απογοήτευση και η δυσαρέσκεια, κατευθυνόμενες τόσο στην επιβληθείσα εθνοτική κυριαρχία όσο και στα ανεπιτυχή πολυπολιτισμικά καθεστώτα, βοήθησαν τους εθνικιστές να στήσουν την υπόθεσή τους. Όπου έχουν καθιερωθεί εθνικά κράτη και παρακράτη, οι διακρίσεις έχουν ενθαρρύνει τους διαφορετικούς ανθρώπους να μεταφέρουν την ταυτότητά τους και τους προσανατολισμούς τους προς την κυρίαρχη ομάδα ή να τοποθετηθούν εναντίον της κυρίαρχης ομάδας ως διασυνοριακοί θύλακες.
Στο βάθος, όμως, το εθνικιστικό σχέδιο για την δημιουργία ομοιογενών εδαφικών μονάδων έρχεται επανειλημμένα σε σύγκρουση με την ζωντανή εμπειρία ανθρώπων στην περιοχή. Το μόνο πραγματικό μέσο για να φανεί το σχέδιο αυτό αναπόφευκτο είναι να αλλάξει ο πληθυσμός και ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος αλλαγής των πληθυσμών είναι η βία. Οι εξωτερικοί παρατηρητές είναι υποχρεωμένοι να μιλούν για την Βοσνία και Ερζεγοβίνη τώρα με όρους «εθνοτικών εδαφών» και τις «εθνοτικών ομάδων», επειδή η συνεχιζόμενη βία άλλαξε τον χαρακτήρα τόσο των εδαφών όσο και των ομάδων. Η επιβολή και η μεταφορά των συνόρων κάνουν το ίδιο πράγμα, συνήθως λιγότερο δραματικά και πιο αργά. Το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις είναι το ίδιο: Η νομιμοποίηση των συνεπειών της βίας, κάνοντας τις να φαίνονται σαν να ήταν οι αιτίες.
Το ζήτημα εδώ είναι ότι η χάραξη νέων συνόρων για την δημιουργία εθνικά ομοιογενών εδαφών μπορεί να επιτύχει, αλλά όχι χωρίς σημαντική χρήση βίας και όχι χωρίς μια συνεχή εκστρατεία που ενθαρρύνει τους ανθρώπους να αναπτύξουν ιδέες για το ποιοι είναι, πού ανήκουν και τι θέλουν. Αυτή η εκστρατεία ήταν συνεχής και εν μέρει πετυχημένη, αλλά και εν μέρει αποτυχημένη.
Αυτά για την σύγκρουση, λοιπόν. Αλλά τι γίνεται με την ειρήνη; Όπως καταδεικνύει η πρόσφατη αποτυχία του δημοψηφίσματος για το όνομα της πΓΔΜ, η επίτευξη συμφωνιών χωρίς προηγούμενη εξασφάλιση της σύμφωνης γνώμης των ανθρώπων που θα επηρεαστούν, είναι επικίνδυνη και μη ασφαλής. Τα ψηφίσματα που γίνονται απροσδόκητα γρήγορα, διαλύονται. Η διαρκής ειρήνη απαιτεί οι διαπραγματευτές να επιδεικνύουν ευαισθησία και συνειδητοποίηση του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι, στα εδάφη για τα οποία οι πολιτικοί αγαπούν να επιχειρηματολογούν, ζουν πραγματικά και τι πραγματικά χρειάζονται.
ΜΙΑ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ
Τα σχέδια για την επαναχάραξη των συνόρων είναι στρατηγικές για την ικανοποίηση των βραχυπρόθεσμων επιθυμιών των πολιτικών. Θα προβάλλουν αρνητικές συνέπειες προς τα έξω και κατά συνέπεια θα αποτύχουν. Μια εναλλακτική προσέγγιση θα μπορούσε να προσπαθήσει να αντιμετωπίσει τις μακροπρόθεσμες ανάγκες των πολιτών και να οικοδομήσει σχέσεις όπου απουσιάζουν ή χαλούν.
Μια τέτοια προσέγγιση θα ξεκινούσε με την αναγνώριση της επί τόπου πραγματικότητας. Χρόνια χάθηκαν σε διαφωνίες σχετικά με το αν το Κοσσυφοπέδιο είναι κράτος ή όχι. Είναι. Μπορεί να ήταν μια αυτόνομη (άλλοτε περισσότερο, άλλοτε λιγότερο) επαρχία της Σερβίας σε κάποια στιγμή, αλλά η τελευταία περίοδος κατοχής κατέστρεψε τη νομιμοποίηση αυτής της ρύθμισης. Τώρα έχει πληθυσμό 1,8 εκατομμυρίων ανθρώπων που δεν θα δεχτεί κυριαρχία από την Σερβία και η Σερβία δεν έχει ούτε την ικανότητα ούτε την πρόθεση να επιβάλλει την κυριαρχία της στο Κοσσυφοπέδιο.
Η αμοιβαία αναγνώριση και η καθιέρωση διπλωματικών σχέσεων θα ομολογήσουν αυτήν την πραγματικότητα και θα δώσουν την δυνατότητα στους ανθρώπους και των δύο κρατών να υλοποιήσουν τα κοινωνικά και νομικά τους δικαιώματα.
Οι πολιτικοί ηγέτες της περιοχής θα πρέπει στην συνέχεια να δώσουν προτεραιότητα στην ικανοποίηση των ανθρώπινων και κοινωνικών αναγκών. Από το 1991 στην περιοχή, συζητήθηκε πολύ το ερώτημα εάν η μια ή η άλλη ομάδα ανθρώπων θα έπρεπε να έχει κράτος. Αυτή η συζήτηση δεν συνοδεύεται από έναν διάλογο για το τι είναι ένα κράτος. Η νομιμοποίηση ενός κράτους δεν απορρέει από την ικανότητά του να διαρθρώνει μια σειρά καινοτόμων γνωστικών ενώσεων αλλά από την ικανότητά του να παρέχει [λύσεις] για τις ανάγκες των ανθρώπων στους τομείς της απασχόλησης, της στέγασης, της εκπαίδευσης, της υγειονομικής περίθαλψης, της κοινωνικής προστασίας και της βασικής ασφάλειας.
Η εδραίωση όχι μόνο της ύπαρξης αλλά και της λειτουργίας των κρατών είναι πάντοτε απαραίτητη, αλλά μπορεί να θεωρηθεί απαραίτητη σε αυτούς τους τομείς (όπως οι βόρειοι δήμοι του Κοσσυφοπεδίου), όπου η διακυβέρνηση παραδόθηκε στα χέρια φορέων που λειτουργούν στην παραοικονομία. Τα προβλήματα της περιβαλλοντικής υποβάθμισης βιώνονται με ακριβώς τον ίδιο τρόπο στους πνεύμονες των ανθρώπων ανεξάρτητα από το αν η απογραφή τους ορίζει ως Αλβανούς ή ως Σέρβους. Μια υπεύθυνη κυβέρνηση, ή ένα ζεύγος κυβερνήσεων, μπορεί να εδραιώσει τη νομιμοποίησή της αντιμετωπίζοντας τις άμεσες και απτές ανησυχίες των πολιτών.
Μια διαρκής λύση θα είναι αυτή που προάγει την συνεργασία όχι μόνο σε συγκεκριμένα ζητήματα αλλά και σε θέματα που σχετίζονται με την κληρονομιά των συγκρούσεων. Πολλές από τις βαθύτερες πηγές δυσπιστίας είναι ανεπίλυτα περιστατικά βίας κατά την διάρκεια του πολέμου. Αυτά τα περιστατικά έχουν παραμείνει μέχρι στιγμής ανεπίλυτα, διότι τα θύματα και οι μάρτυρες είναι από τη μια πλευρά ενός συνόρου και οι δράστες από ένα άλλο. Εν τω μεταξύ, οι εισαγγελικές Αρχές από κάθε πλευρά δεν διατηρούν επικοινωνία μεταξύ τους. Οι τεχνικές λύσεις σε αυτό το αδιέξοδο θα μπορούσαν να συμβάλουν στην ανάπτυξη σιγουριάς και εμπιστοσύνης, ακόμη και αν δεν υπάρξουν πολιτικές χειρονομίες μεγάλης κλίμακας όπως η αμοιβαία αναγνώριση.
Σε μια πρόσφατη δήλωσή του, ο Βούτσιτς είπε για τον Θάτσι: «Αν με αγαπά; Όχι, και εγώ δεν τον αγαπώ καθόλου». Ο Θάτσι απάντησε επιβεβαιώνοντας: «Ο Βούτσιτς και εγώ δεν αγαπάμε ο ένας τον άλλο, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να καθίσουμε μαζί, να δουλέψουμε και να διαπραγματευτούμε». Όσο κι αν είναι συναισθηματικά στείρα η σχέση των δύο πολιτικών, παραμένει μια [σχέση] εξάρτησης και εμπιστοσύνης, όπου κάθε ένας βασίζεται στον άλλον για να του δώσει μέσα από την παρατεταμένη διαδικασία των διαπραγματεύσεων κάτι που να μπορεί να «πουλήσει», ή να επιβάλει, στο κοινό του. Ο τρόπος με τον οποίο οι πολιτικοί εκφράζουν αυτόν τον δεσμό έχει υπονομεύσει τις σχέσεις κοινότητας και εμπιστοσύνης μεταξύ των ανθρώπων στα εδάφη που επηρεάζουν. Οποιαδήποτε βιώσιμη λύση θα ανοικοδομήσει αυτή την εμπιστοσύνη, θα ενισχύσει την ασφάλεια των πολιτών και θα ενθαρρύνει την επικοινωνία.
Εάν οι πολιτικοί επαναχαράζουν τα σύνορα, το κάνουν για τον εαυτό τους. Το να κάνουν κάτι για τους πολίτες σημαίνει επαναχάραξη της σχέσης του κοινού με το κράτος.
Ο ERIC GORDY είναι καθηγητής Πολιτικής και Πολιτιστικής Κοινωνιολογίας στη Σχολή Σλαβικών και Ανατολικοευρωπαϊκών Σπουδών του University College London και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Guilt, Responsibility, and Denial: The Past at Stake in Post-Milošević Serbia.