Η στάση της Γερμανίας έχει χαλαρώσει πολύ απένατι στον Ταγίπ Ερντογάν από τότε που ο Τούρκος πρόεδρος βρέθηκε στο στόχαστρο του Ντόναλντ Τραμπ, αναφέρει σε εκτενή ανάλυσή του το Sgiegel, επισημαίνοντας παράλληλα τόσο τις ανησυχίες που υπάρχουν στο Βερολίνο για ενδεχόμενη καταρρευση της Τούρκικης οικονομίας, όσο και στην ανάγκη να στείλουν ένα σαφές μηνυμα στις αμερικάνικη πλευρά.
Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που κορυφαίοι πολιτικοί κύκλοι στο Βερολίνο έπνεαν μένεα κατά του Ταγίπ Ερντογάν: Όπως για παράδειγμα την άνοιξη του 2017, όταν κατηγορούσε τη γερμανική κυβέρνηση για υιοθέτηση νεοναζιστικών πρακτικών. Ή όταν προέτρεπε τους συμπατριώτες του, που ζουν μόνιμα στη Γερμανία, να μην ψηφίσουν το CDU, γιατί ήταν, όπως έλεγε, «εχθροί της Τουρκίας». Ή όταν παρέμενε σιωπηλός απέναντι στον τουρκικό τύπο, ο οποίος απεικόνιζε την Ανγκελα Μέρκελ με το μουστάκι του Χίτλερ.
Στην πραγματικότητα, είναι ο Τραμπ που φέρνει τη Γερμανία και την Τουρκία πάλι κοντά. Όπως κι αν το δει κανείς, η επαπειλούμενη κατάρρευση της τούρκικής οικονομίας αποτελεί ένα τεράστιο δίλημμα για τη γερμανική κυβέρνηση: Δε θέλει επ’ ουδενί να βυθιστεί βαθύτερα στην ύφεση. «Αν η Τουρκία αποσταθεροποιηθεί, η Ευρώπη θα έχει τεράστιο πρόβλημα» λέει πηγή κοντά στη Μέρκελ. Οι ανησυχίες έχουν να κάνουν με τις πιθανές συνέπειες που θα είχε κάτι τέτοιο στην Ευρωζώνη και τη γερμανική οικονομία, με το γεγονός ότι τρία εκατομμύρια Τούρκοι ζούνε στη Γερμανία ή ακόμη και με τον κίνδυνο κατάρρευσης της συμφωνίας ΕΕ-Τουκρίας για το προσφυγικό.
Είναι σαφές πως η τάση στο εσωτερικό της γερμανικής κυβέρνησης είναι να υπάρξει παρέμβαση για να αποτραπεί ο συγκεκριμένος κίνδυνος. Από την άλλη, δεν είναι εύκολο για τη Μέρκελ να βοηθήσει κάποιον που πριν λίγο καιρό την παρομοίαζε με Ναζί. Σε αυτήν τη φάση δεν θα υπήρχε τίποτα λιγότερο δημοφιλές από το να ζητήσει κάποιος από τους Γερμανούς φορολογούμενους να συμβάλουν σε μια τυχόν οικονομική βοήθεια προς την Άγκυρα. Αυτός είναι κι ο λόγος που η πρόταση της επικεφαλής του κεντροαριστερού SPD, Αντρέα Νάλες, για μια πιθανή οικονομική βοήθεια της Γερμανίας προς την Τουρκία συνάντησε την άρνηση της κυβέρνησης Μέρκελ. Άλλωστε ούτε ο υπουργός Οικονομικών, Όλαφ Σολτς, που ανήκει επίσης στο SPD έδειξε να ενθουσιάζεται από μια τέτοια προοπτική.
Η αλήθεια όμως είναι πως πολλοί στο Βερολίνο πιστεύουν ότι η πρόταση της Νάλες ήταν πρόωρη, όχι όμως λανθασμένη. Είναι ενδεικτικό ότι ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέφεν Ζάιμπερτ, επίσης δεν απέκλεισε σε γενικές γραμμές τη δυνατότητα ενίσχυσης για την Τουρκία. Προς το παρόν, όλοι ελπίζουν στις «αυτο-θεραπευτικές δυνάμεις» της Τουρκίας. Αλλά αν δεν αποδειχτούν επαρκείς, είναι σαφές ότι το Βερολίνο δεν θα καθίσει με σταυρωμένα τα χέρια. Προς το παρόν όμως, η γερμανική βοήθεια στην Τουρκία περιορίζεται αυστηρά στα λόγια. Οι Γερμανοί πολιτικοί συναγωνίζονται ο ένας τον άλλο στο να τονίζουν την τεράστια σημασία της Τουρκίας ως εταίρου για τη Γερμανία και την Ευρώπη. Από τη μεριά της, η Άνγκελα Μέρκελ επεσήμανε το ενδιαφέρον της Γερμανίας για μια σταθερή και «ευημερούσα Τουρκία».
Η Τουρκία υποδέχτηκε με μεγάλη ευχαρίστηση τις επισημάνσεις του Βερολίνου, καθώς λειτούργησαν κατευναστικά για τις αγορές. «Τα λόγια της Μέρκελ για μας αξίζουν όσο ο χρυσός», ανέφερε χαρακτηριστικά ένας από τους συμβούλους του Ερντογάν.
Η ισορροπία του τρόμου
Από τη μεριά του το Βερολίνο έχει θέσει σε εφαρμογή ένα σχέδιο που περιλαμβάνει επισκέψεις αλλά και τηλεφωνικές επαφές κορυφής. Ο υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς κάλεσε με εμφατικό τρόπο τον Τούρκο ομόλογό του και τον γαμπρό του Ερντογάν, Μπεράτ Αλμπαϊράκ, στο Βερολίνο. Ακόμη και τέσσερις βδομάδες πριν την επίσημη επίσκεψη του Ταγίπ Ερντογάν στο Βερολίνο, ο Γερμανός ΥΠΕΞ, Χάικο Μαας θα βρεθεί στο Βερολίνο, όπου θα έχει συνάντηση με τον Τούρκο ομόλογό του, Μελβούλτ Τσαβούσογλου, τον πρόεδρο της τουρκικής Βουλής, Μπιναλί Γιλντιρίμ, και πιθανόν ακόμη και τον ίδιο τον Ερντογάν. Ο υπουργός Οικονομίας, Πέτερ Αλτμάιερ, σχεδιάζει μια επίσκεψη στην Τουρκία λίγες εβδομάδες αργότερα.
Η γερμανική κυβέρνηση επιθυμεί με τη νέα πιο ήπια προσέγγιση απέναντι στην Τουρκία να στείλει ένα μήνυμα στον Ντόναλντ Τραμπ και στις αγορές. Αυτή η στάση της Μέρκελ ικανοποιεί ακόμη περισσότερο την Τουρκία. Ένας σύμβουλος του Ερντογάν σημείωνε πως το Τούρκος Πρόεδρος αισθάνεται πολύ καλύτερα από τη στιγμή που ξέρει ότι σε περίπτωση ανάγκης η Μέρκελ δεν θα τον αφήσει ξεκρέμαστο. Επιπλέον, είναι πεπεισμένος ότι, λόγω των εκατομμυρίων των σύριων προσφύγων που έχει υποδεχτεί η χώρα του, μπορεί να ασκήσει ακόμη μεγαλύτερη πίεση στη Γερμανία. «Εάν η Τουρκία βυθιστεί στο χάος, το πρόβλημα δε θα το έχουν τόσο οι ΗΠΑ, αλλά πρώτα και κύρια η Ευρώπη», αναφέρει με νόημα Τούρκος κυβερνητικός παράγοντας. Ταυτόχρονα, ο Ερντογάν δεν θέλει να φανεί αδύναμος, οπότε μοιάζει απίθανο να ζητήσει δημοσίως βοήθεια από τη Γερμανία. Η συμβολική στήριξη από τη Γερμανία είναι, προς το παρόν τουλάχιστον, πιο σημαντική για τον τουρκικό ηγέτη.
Την ίδια στιγμή, γερμανοί κυβερνητικοί εμπειρογνώμονες πιστεύουν ότι η οικονομική ενίσχυση για την Άγκυρα είναι θεωρητικά δυνατή, αλλά όχι διμερώς και χωρίς όρους. Στην ουσία τη δεδομένη στιγμή αποκλείουν την περίπτωση απευθείας οικονομικής βοήθειας. Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να βοηθήσει τη χώρα επειδή η Τουρκία δεν είναι μέλος της ευρωζώνης, έτσι στις επικείμενες συνομιλίες με τον Αλμπαϊράκ, ο Σολτς θα επιχειρήσει να παροτρύνει την Τουρκία να ζητήσει βοήθεια από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Αξιωματούχοι του Γερμανικού υπ. Οικονομικών υποστηρίζουν ότι αυτός είναι ο πιο κατάλληλος τρόπος για την αντιμετώπιση των αναταράξεων που αντιμετωπίζει σήμερα η Τουρκία.
Άνθρωποι πάντως κοντά στον Ερντογάν αποκλείουν το ενδεχόμενο ο πρόεδρος να προσφύγει στο ΔΝΤ για διάσωση. Άλλωστε, ο Ερντογάν έχει επανειλημμένα καυχηθεί για την αναζωογόνηση της οικονομίας μετά την κρίση του 2001 και την ανεξαρτησία της Τουρκίας από τη Δύση. Τυχόν αίτημα βοήθεια από το ΔΝΤ, όπως έκανε ο προκάτοχός του, θα ισοδυναμούσε με την αποδοχή αποτυχίας. «Ο Ερντογάν θα προτιμούσε να δεχθεί μια χρεοκοπία παρά να υποβληθεί στο ΔΝΤ», λέει με νόημα στέλεχος της τουρκικής κυβέρνησης.
Αυτός είναι κι ο λόγος που οι αξιωματούχοι του Βερολίνου αναζητούν κι άλλους τρόπους για να βοηθήσουν την τουρκική οικονομία. Για παράδειγμα, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών ο Όλαφ Σολτς προωθεί πρόταση προς τους Ευρωπαίους προκειμένου να υιοθετήσουν κοινά μέτρα για να ωθήσουν τις επενδύσεις στην Τουρκία. Επιπλέον, το Βερολίνο ζήτησε από την τουρκική κυβέρνηση να συγκαλέσει συνάντηση της Γερμανικής-Τουρκικής Οικονομικής Επιτροπής, η οποία ιδρύθηκε το 2013, αλλά ποτέ δεν ενεργοποιήθηκε.
Όπως υπογραμμίζει το Spiegel, δεδομένου ότι η οικονομία είναι κατά το ήμισυ ψυχολογία, η γερμανική κυβέρνηση θέλει να κάνει ό, τι είναι δυνατόν για να ηρεμήσει τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ανησυχεί ότι η σταθερότητα της ευρωζώνης ενδέχεται να τεθεί εκ νέου σε κίνδυνο εξαιτίας της τουρκικής οικονομικής κρίσης. Για τις γερμανικές τράπεζες, η αδυναμία της λίρας δεν ενέχει τεράστιο κίνδυνο, διότι έχουν μόνο 21 δισεκατομμύρια ευρώ σε ανεξόφλητα δάνεια προς τις τουρκικές εταιρείες. Ωστόσο, είναι επικίνδυνη για τα ισπανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα οποία έχουν δανείσει 69 δισ. Ευρώ. Κι ας μην ξεχνάμε ότι η πρώτη κρίση του ευρώ προκλήθηκε, μεταξύ άλλων, από πτώχευση τραπεζών με μεγάλες επισφάλειες.
Όμως και η τουρκική κυβέρνηση, έχοντας βρεθεί σε οικονομικό αδιέξοδο και σε διεθνή διπλωματική απομόνωση, επιχερεί και πάλι να βρει συμμάχους στην Ευρώπη και την Ασία ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει τον Ντόναλντ Τράμπ. Από αυτή την άποψη, η Γερμανία έχει ιδιαίτερη σημασία για την Τουρκία κι ο Ερντογάν επιδιώκει εμφανώς να κλείσει τα μέτωπα με τη γερμανική κυβέρνηση. Ως πρώτο βήμα, έδωσε σαφείς εντολές σε όλους τους υπουργούς του να σταματήσουν τις λεκτικές επιθέσεις τους κατά της Γερμανίας. «Ο Ερντογάν είναι πραγματιστής», λέει Τούρκος κυβερνητικός παράγοντας στο Spiegel. «Ξέρει ότι δεν μπορεί να πάει ενάντια στην Ευρώπη και την Αμερική ταυτόχρονα». Την ίδια στιγμή, ο γερμανός υπουργός Οικονομικών, Όλαφ Σολτς, πιστεύει κι αυτός με τη σειρά του ότι αυτή η νέα προσέγγιση με την Τουρκία είναι απαραίτητη από γεωπολιτική άποψη. Κι αυτό γιατί πιστεύει ότι οι Ευρωπαίοι πρέπει να στείλουν ένα σαφές μήνυμα στον Ντόναλντ Τραμπ ότι δε θα επιτρέψουν αμερικάνικες παρεμβάσεις στο κατώφλι της «δικής τους αυλής».