Στις 11 Σεπτεμβρίου θα γίνουν οι καθιερωμένες τελετές μνήμης για τα θύματα των επιθέσεων της Αλ Κάιντα το 2001 στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης και το Πεντάγωνο. Ωστόσο, τόσο για τις οικογένειες των χιλιάδων θυμάτων, όσο και για έναν αυξανόμενο αριθμό πρώην πρακτόρων του FBI, οι τελετές αυτές γίνονται στη σκιά μιας συνωμοσίας σιωπής μεταξύ της πρώην πολιτικής ηγεσίας των ΗΠΑ, της CIA και της Σαουδικής Αραβίας που συνομολόγησαν για να κρατήσουν μυστικές τις λεπτομέρειες της επίθεσης.
«Είναι απαίσιο. Ακόμη δεν γνωρίζουμε τι συνέβη», δηλώνει ο Αλί Σουφάν, ένας από τους επικεφαλής της αντιτρομοκρατικής του FBI, που καταγγέλλει ότι η CIA τους κρατούσε σε σκοτάδι για τις κινήσεις των μετέπειτα αεροπειρατών της Αλ Κάιντα. Για τον Σουφάν αλλά και για πολλούς άλλους πρώην αξιωματούχους της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, τα αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με τα γεγονότα που προκάλεσαν τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 επισκιάζουν ακόμη κι εκείνα για τη δολοφονία του Τζον Κένεντι. Κι αυτό αφού «η 11η Σεπτεμβρίου άλλαξε ολόκληρο τον κόσμο». Δεν οδήγησε μόνο στις εισβολές σε Αφγανιστάν και Ιράκ και τον κατακερματισμό της Μέσης Ανατολής και την ανάπτυξη του ισλαμικού μιλιταρισμού αλλά επίσης μετέτρεψε τις ΗΠΑ σε ένα αστυνομοκρατούμενο κράτος.
Ο Μαρκ Ροσίνι είναι ένας από τους δυο πράκτορες του FBI που εργάστηκαν στην ομάδα της CIA για τον Οσάμα Μπιν Λάντεν. Υποστηρίζει ότι οι επικεφαλής των πρακτόρων μυστηριωδώς τους εμπόδισαν να ενημερώσουν τους ανωτέρους τους για τους μελλοντικούς σχεδιασμούς της Αλ Κάιντα ενώ μέλη της οργάνωσης ήταν στις ΗΠΑ το 2000 και το 2001. «Είναι προφανές ότι οι επιθέσεις δεν χρειαζόταν να συμβούν κι ότι δεν υπήρξε δικαιοσύνη», λέει ο Ροσίνι.
Τώρα οι συγγραφείς ενός νέου βιβλίου για την 11η Σεπτεμβρίου συνηγορούν στην άποψη της συγκάλυψης των γεγονότων. «Ξεψαχνίζοντας» πολλές επίσημες έρευνες σχετικά με τα γεγονότα γύρω από την επίθεση, ο Τζον Ντάφι και ο Ρέι Νοβοσιέλσκι, κρίνουν ότι υπάρχουν τεράστιες τρύπες και αντιφάσεις στο επίσημο αφήγημα που λέει ότι η 11η Σεπτεμβρίου συνέβη επειδή οι αρχές ασφαλείας απέτυχαν να ενώσουν με επιτυχία τις κουκκίδες.
Ο Ντάφι, ένας αριστερός συγγραφέας και ακτιβιστής του περιβάλλοντος και ο Νοβοσιέλσκι, σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ, μπαίνουν στη λίστα όσων δημοσιογράφων και συγγραφέων έχουν προσπαθήσει να μπαλώσουν τις τρύπες της ιστορίας ξεκινώντας με μια αξιοσημείωτη επιτυχία: Το 2009 πήραν μια βιντεοσκοπημένη συνέντευξη από τον Ρίτσαρντ Κλαρκ, σύμβουλο του Λευκού Οίκου για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας κατά τη διάρκεια των κυβερνήσεων του Μπιλ Κλίντον και του Τζορτζ Μπους.
Στη συνέντευξη, ο Κλαρκ τονίζει ότι οι κορυφαίοι αξιωματούχοι της CIA, συμπεριλαμβανομένου του διευθυντή Τζέιμς Τένετ, είχαν αποκρύψει κρίσιμες πληροφορίες από τον ίδιο σχετικά με τις κινήσεις της Αλ Κάιντα. Ανάμεσα σε αυτές τις πληροφορίες ήταν και η άφιξη στις ΗΠΑ των μετέπειτα αεροπειρατών Καλίντ αλ Μιχντχάρ και Ναγουάφ αλ Χαζμί.
Στο βιβλίο τους που έχει τον τίτλο: «Οι φύλακες δεν γάβγισαν: Η CIA, η NSA και τα εγκλήματα του πολέμου κατά της τρομοκρατίας», οι συγγραφείς καταγράφουν την υπόθεση μιας κρατικής συγκάλυψης με την συμμετοχή της Σαουδικής Αραβίας.
Το 2002 ο Τένετ ορκίστηκε ενώπιον του Κογκρέσου ότι δεν γνώριζε την επικείμενη απειλή επειδή η προειδοποίηση ήρθε σε ένα μήνυμα που δεν είχε επισημανθεί ως επείγον και «κανείς δεν το διάβασε». Ωστόσο, η ιστορία του διαψεύστηκε πέντε χρόνια αργότερα όταν οι γερουσιαστές Ρον Γουίντεν και Κιτ Μποντ δημοσιοποίησαν ένα εσωτερικό έγγραφο της CIA για την 11η Σεπτεμβρίου, το οποίο ανέφερε ότι «περίπου 50 έως 60 άτομα διάβασαν ένα ή και περισσότερα από τα έξι μηνύματα που περιείχαν ταξιδιωτικές πληροφορίες αναφορικά με αυτούς τους τρομοκράτες».
Ο Κλαρκ έγινε έξαλλος. Μέχρι τότε είχε δείξει εμπιστοσύνη στον Τένετ, έναν στενό συνάδελφο και φίλο και πίστευε ότι είχε πει την αλήθεια. Το 2009 απελπισμένος από την έλλειψη κάλυψης από τα ΜΜΕ της τρομερής αυτής αποκάλυψης, έγραψε ένα βιβλίο με τον τίτλο «Η κυβέρνησή σας απέτυχε», το οποίο αγνοήθηκε σε μεγάλο βαθμό. Έτσι όταν ο Ντάφι και ο Νοβοσιέλσκι του ζήτησαν να μιλήσει, το έκανε.
«Πίστευα για μεγάλο χρονικό διάστημα, ότι ένας ή δυο χαμηλόβαθμοί αξιωματικοί έλαβαν αυτές τις πληροφορίες για τον Χαζμί και τον Μιχντχάρ και για κάποιο λόγο δεν συνειδητοποίησαν τη σημασία τους. Αλλά ότι 50 αξιωματικοί της CIA το ήξεραν, συμπεριλαμβανομένου του Τένετ και άλλων ανθρώπων που μιλούσαν τακτικά μαζί μου; Το να πω ότι είμαι θυμωμένος, δεν λέει τίποτα», υποστήριξε ο Κλαρκ.
Δεκαεπτά χρόνια αργότερα είναι ακόμη ασαφές γιατί η CIA θα κρατούσε κρυφές τόσο σημαντικές λεπτομέρειες για τις κινήσεις της Αλ Κάιντα από το FBI. Ο Κλαρκ και άλλοι πράκτορες υποπτεύονται ότι η υπηρεσία κατασκοπείας σχεδίαζε να στρατολογήσει τους Χαζμί, Μιχντχάρ και ίσως και άλλα μέλη της Αλ Κάιντα ως διπλούς πράκτορες. Αν το FBI ανακάλυπτε ότι αυτοί ήταν στην Καλιφόρνια θεωρητικά θα ζητούσε τη σύλληψή τους. Όταν η στρατολόγηση απέτυχε, η CIA έκρυψε τις λεπτομέρειες από τον Κλαρκ και το FBI για να μην κατηγορηθεί για κακοπιστία. Σύμφωνα με τον Κλαρκ, αυτή είναι η μόνη λογική εξήγηση για τον λόγο που η παρουσία των Χαζμί και Μιχντχάρ κρατήθηκε κρυφή μέχρι και μετά τις επιθέσεις. «Μας είπαν τα πάντα εκτός από αυτό», λέει στη βιντεοσκοπημένη συνέντευξη.
Ο Τένετ και δυο συνεργάτες του στην αντιτρομοκρατική εξέδωσαν μια δήλωση που χαρακτηρίζει την θεωρία του Κλαρκ «απερίσκεπτη και βαθιά λανθασμένη». Όμως πλέον ο Κλαρκ δεν είναι μόνος. Οι Ντάφι και Νοβοσιέλσκι βρήκαν κι άλλους πρώην πράκτορες της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας του FBI και αξιωματούχους που εκφράζουν σοβαρές αμφιβολίες για την ιστορία του Τένετ. Το μόνο στοιχείο στο οποίο διαφωνούν είναι ποιοι αξιωματούχοι ήταν υπεύθυνοι για την υποτιθέμενη υποκίνηση του ζητήματος.
«Νομίζω ότι αν υπήρξε κάποια συνειδητή προσπάθεια απόκρυψης της υπόθεσης από το FBI, πιθανότατα αυτή έγινε από τους Τένετ, Μπλι και Μπλακ, τη μονάδα της CIA για τον Οσάμα Μπιν Λάντεν», λέει ο Ντέιλ Γουάτσον, πρώην αναπληρωτής επικεφαλής της αντιτρομοκρατικής του FBI. Αντίθετα ο επίσης ανώτερος πρώην αξιωματούχος του FBI Πατ Ντ’ Αμιούρο, υποστηρίζει: «Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η παρακράτηση των πληροφοριών ήρθε από πιο ψηλά. Και γιατί το έκαναν, μέχρι και σήμερα δεν ξέρω».
Επίσης υπάρχει το συνεχιζόμενο μυστήριο της συνεργασίας της Σαουδικής Αραβίας με τους αεροπειρατές. Οι Ντάφι και Νοβοσιέλσκι παρουσιάζουν στοιχεία με βάση τα οποία μιλούν για υποστήριξη που παρείχε η χώρα στην Αλ Κάιντα.
Το 2004, η επιτροπή που είχε συγκροτηθεί για την 11η Σεπτεμβρίου δήλωσε ότι δεν βρήκε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η Σαουδική Αραβία ή ανώτεροι αξιωματούχοι της χώρας χρηματοδοτούσαν την οργάνωση. Ένα χρόνο αργότερα, η έκθεση του γενικού επιθεωρητή της CIA άνοιξε ένα άλλο παράθυρο, υποστηρίζοντας ότι κάποιοι αξιωματούχοι «είχαν υποθέσει» ότι «υπήρχαν διαφωνούντες εντός της κυβέρνησης» (δηλαδή θρησκευτικοί εξτρεμιστές) που μπορεί να υποστήριξαν τον Μπιν Λάντεν.
Έρευνες που ακολούθησαν αποκάλυψαν ότι αξιωματούχοι του υπουργείου ισλαμικών υποθέσεων του βασιλείου είχαν βοηθήσει τους αεροπειρατές να εγκατασταθούν στην Καλιφόρνια. Αυτού του είδους οι πληροφορίες ώθησαν αρκετές εκατοντάδες οικογένειες των θυμάτων της επίθεσης της 11ης Σεπτεμβρίου να καταθέσουν αγωγή εναντίον της κυβέρνησης της Σαουδικής Αραβίας σε ομοσπονδιακό δικαστήριο στη Νέα Υόρκη ζητώντας χρηματικές αποζημιώσεις.
«Οι υπηρεσίες πληροφοριών της Σαουδικής Αραβίας παραδέχτηκαν ότι ήξεραν ποιοι ήταν αυτοί οι δυο τύποι», δήλωσε στο Newsweek ο Άντριου Μαλόνεϊ, δικηγόρος κάποιων εκ των οικογενειών. «Ήξεραν ότι ήταν στην Αλ Κάιντα την ημέρα που έφτασαν στο Λος Άντζελες. Έτσι, οποιοσδήποτε ισχυρισμός από την κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας ότι βοηθούν απλώς όλους τους Σαουδάραβες εδώ είναι ψευδής. Η Σαουδική Αραβία ήξερε. Και η CIA ήξερε».
Η Σαουδική Αραβία έχει παραδώσει περίπου 6.800 σελίδες εγγράφων, «κυρίως στα αραβικά» και η ομάδα του Μαλόνεϊ βρίσκεται στη διαδικασία της μετάφρασης. «Υπάρχουν μερικά ενδιαφέροντα πράγματα εκεί και κάποια σαφή κενά», λέει και σημειώνει ότι θα ξαναπάει στο δικαστήριο τον Οκτώβρη ώστε να πιέσει για περισσότερα έγγραφα.
Οι κινήσεις του ακολουθούν τη δήλωση του Στίβεν Μουρ ενός πράκτορα του FBI που ήταν επικεφαλής της έρευνας για το αεροπλάνο που έπεσε στο Πεντάγωνο και ο οποίος κατηγόρησε την Επιτροπή ότι παραπλανούσε το κοινό όταν έλεγε ότι «δεν είχε βρει στοιχεία» για βοήθεια της Σαουδικής Αραβίας στους Χαζμί και Μιχντχάρ.
Ο Μαλόνεϊ στοχεύει να αναζητήσει κι άλλους αξιωματούχους και έγγραφα του FBI, της CIA, του υπουργείου Εξωτερικών και του υπουργείου Οικονομικών. «Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, πρώην πράκτορες – δεν θα προσδιορίσω ποιοι ή από ποιες υπηρεσίες – που μας μίλησαν», υποστηρίζει αλλά λέει ότι άλλοι, ειδικά από τη μονάδα της CIA για τον Μπιν Λάντεν, «δεν θα μιλήσουν ποτέ μαζί μας ή θα μιλήσουν μόνο αν τους δοθεί γενική αμνηστία». Η πρόσβαση σε αυτούς, εξηγεί, θα απαιτούσε πιθανώς μια διαταγή από τον πρόεδρο Τραμπ, κάτι απίθανο με δεδομένη την ισχυρή στήριξη που η κυβέρνησή του παρέχει στη Σαουδική Αραβία.
Σε δημόσιο επίπεδο πάντως υπάρχει υποστήριξη στις προσπάθειες του Μαλόνεϊ. Μια δημοσκόπηση του 2016 έδειχνε ότι το 54,3% πιστεύει ότι η κυβέρνηση κάτι κρύβει αναφορικά με τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Φυσικά υπάρχει κι ένας σημαντικός αριθμός των λεγόμενων «9/11 truthers» που αγκαλιάζει τη θεωρία συνωμοσίας που υποστηρίζει ότι οι επιθέσεις ήταν «δουλειά που έγινε από μέσα», από την διοίκηση του Μπους ή το Ισραήλ, ή και από τους δύο.