Άρθρο του Σταύρου Λυγερού
Πώς είναι δυνατόν η ιδεολογική οπτική και το προσωπικό πολιτικό συμφέρον ενός ηγέτη, του Ερντογάν, να μπορούν να επιφέρουν μία τόσο μεγάλη στροφή στον γεωπολιτικό προσανατολισμό της Τουρκίας; Μετά από δεκαετίες πρόσδεσης στη Δύση, οι οποίες διαμόρφωσαν αντιλήψεις, επιρροές και συμφέροντα, γιατί δεν υπήρξαν ισχυρές αντιστάσεις από τις εκεί παραδοσιακές άρχουσες ελίτ;
Το ερώτημα είναι καίριο και για να απαντηθεί πρέπει να ληφθούν υπόψη δύο παράγοντες. Ο πρώτος είναι η παραδοσιακή σχέση της τουρκικής οικονομικής ελίτ με την πολιτική εξουσία. Ο δεύτερος είναι οι τεκτονικές αλλαγές που έχουν συντελεσθεί από το 2002, όταν κέρδισε τις εκλογές και σχημάτισε κυβέρνηση το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης.
Τόσο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όσο και στη συνέχεια στην Τουρκική Δημοκρατία, οι μεγάλοι επιχειρηματίες ασκούσαν συγκριτικά με τη Δύση πολύ μικρή πολιτική επιρροή. Και στις δύο περιόδους, η πολιτική εξουσία είχε απολύτως το πάνω χέρι, επειδή έλεγχε το κράτος. Στην οθωμανική περίοδο ήταν ο σουλτάνος, που και θεσμικά είχε απόλυτη εξουσία επί των υπηκόων του, ανεξαρτήτως του πλούτου που αυτοί κατείχαν
Μετά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας το 1923, την πολιτική εξουσία κατείχε –στο πλαίσιο ενός αυταρχικού καθεστώτος– η υπό τον Κεμάλ ομάδα των στρατιωτικών που ηγήθηκε του πολέμου και της ίδρυσης του εθνικού κράτους που διαδέχθηκε την αυτοκρατορία. Οι επιχειρηματίες της εποχής δεν είχαν το περιθώριο να διεκδικήσουν μερίδιο επιρροής. Αυτό δεν άλλαξε πολύ μεταπολεμικά, όταν, για να προσαρμοσθεί στα δυτικά πρότυπα, η Τουρκία υιοθέτησε τον πολυκομματισμό.
Σταδιακά, στη γειτονική χώρα αναπτύχθηκαν μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι με μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό ίχνος. Στη διαπλοκή τους με την πολιτική ελίτ, όμως, δεν κατάφεραν ποτέ να πάρουν το πάνω χέρι. Αυτό δεν άλλαξε, στα χρόνια που κυβερνά το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Πολύ περισσότερο, όταν ο Ερντογάν συγκρότησε το δικό του καθεστώς, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Φρόντισε, μάλιστα, να εξοντώσει με εμβληματικό τρόπο έναν μεγαλοεπιχειρηματία-μεγαλομιντιάρχη που είχε σταθεί απέναντί του.
“Αγαπημένο παιδί” της Δύσης
Αρχικά, ο Ερντογάν ήταν το “αγαπημένο παιδί” της Δύσης. Άρχισε να μετατρέπεται σταδιακά σε πρόβλημα, όταν άρχισε να ξεδιπλώνει τη δική του ατζέντα για τον ρόλο της Τουρκίας. Όταν φάνηκε ότι δεν την ήθελε ούτε ακροτελεύτιο κρίκο στο δυτικό σύστημα ασφαλείας, ούτε “γέφυρα” της Δύσης προς τον μουσουλμανικό κόσμο, όπως φαντασιωνόταν η κυβέρνηση Ομπάμα. Όταν φάνηκε πως την ήθελε αυτόνομη περιφερειακή δύναμη, η οποία να κάνει παιχνίδι για τον εαυτό της.
Ο Ερντογάν ξεδίπλωσε την ατζέντα του από το 2012, μετά την οριστική νίκη του στον δεκαετή άτυπο πόλεμο με το μετακεμαλικό “βαθύ κράτος”. Όταν οι Αμερικανοί συνειδητοποίησαν την τάση γεωστρατηγικής αυτονόμησής του, του έστειλαν το απειλητικό μήνυμα με την έρευνα για διαφθορά που διεξήγαγε το ελεγχόμενο από τους ίδιους δίκτυο Γκιουλέν στους μηχανισμούς του τουρκικού κράτους.
Αντί, όμως, ο Ερντογάν να σπεύσει να υποκύψει και να προσαρμοσθεί, κήρυξε τον πόλεμο και άρχισε να ξηλώνει το δίκτυο Γκιουλέν και εμμέσως πλην σαφώς την επιρροή των Αμερικανών και Ευρωπαίων στην Τουρκία. Έτσι φθάσαμε στο αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, το οποίο έδωσε τη νομιμοποιητική βάση για μαζικές εκκαθαρίσεις σ’ όλο το εύρος των κρατικών μηχανισμών και όχι μόνο.
Για να ξηλώσει τα αμερικανικά δίκτυα επιρροής, ο Ερντογάν έπαιξε δυνατά όχι μόνο το χαρτί της συνωμοσίας του Γκιουλέν, αλλά και –όπως προανέφερα– το αφήγημα ότι η Δύση μεθοδεύει τον ακρωτηριασμό της Τουρκίας. Καλλιέργησε αυτό το αφήγημα, επικαλούμενος την αμερικανική υποστήριξη προς τους Κούρδους της Συρίας ως απόδειξη ότι δρομολογείται η δημιουργία κουρδικού κράτους.
Το συγκρότημα εξουσίας Ερντογάν
Αποτέλεσμα όλων αυτών και ειδικά του αποτυχημένου πραξικοπήματος ήταν, επίσης, ότι η Τουρκία οδηγήθηκε σε μία δεύτερη μεταπολίτευση. Η πρώτη ήταν η δεκαετής μετάβαση από το μετακεμαλικό καθεστώς στο νεοοθωμανικό. Η δεύτερη ήταν η μετάλλαξη του νεοοθωμανικού καθεστώτος σε ένα καθεστώς, όπου δεσπόζει η προσωπικότητα του Ερντογάν και γύρω της έχουν συσπειρωθεί οι αντιδυτικές δυνάμεις της Τουρκίας.
Στο μετακεμαλικό καθεστώς κυριαρχούσε συλλογικά μία πολιτική ελίτ, πλαισιωμένη από μία οικονομική-κοινωνική ελίτ. Στο νεοθωμανικό ρεύμα ο Ερντογάν ήταν ο ηγέτης, αλλά συγκυβερνούσε μία ηγετική ομάδα και ατύπως από κοινού με το δίκτυο Γκιουλέν. Σήμερα το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης είναι πολύ διαφορετικό από ό,τι ήταν πριν 10-15 χρόνια.
Ηγετικά στελέχη, όπως π.χ. ο Γκιούλ, ο Μπαμπατζάν και ο Νταβούτογλου έχουν περιθωριοποιηθεί και στραφεί εναντίον του Ερντογάν, θεωρώντας όχι αδικαιολόγητα ότι η απομάκρυνση από τη Δύση θα έχει καταστροφικές επιπτώσεις για την Τουρκία. Την ανησυχία αυτή συμμερίζονται πολλοί στις παραδοσιακές άρχουσες ελίτ της χώρας, αλλά είναι ανίσχυροι να επηρεάσουν τα πράγματα, φοβούμενοι ότι θα κατηγορηθούν ως μέρος της “συνωμοσίας” του Γκιουλέν.
Ο Ερντογάν, λοιπόν, από ηγέτης ενός ρεύματος έχει μετατραπεί σε άτυπο μονάρχη, σε αιρετό νεοσουλτάνο. Είναι ενδεικτικό ότι κατά κανόνα περιβάλλεται όχι από την παλιά φρουρά των στελεχών του κόμματός του, αλλά από συγγενείς και υποτακτικούς, καθώς και από στελέχη του παραδοσιακού “βαθέος κράτους”, τα οποία είναι φορείς αντιδυτικής ιδεολογίας. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τα τουρκικά εθνικά συμφέροντα δεν ορίζονται και κατανοούνται συλλογικά από μία άρχουσα ελίτ, αλλά από το νεοσουλτάνο και την αυλή του. Με άλλα λόγια, το προσωπικό συμφέρον του Ερντογάν αναγορεύεται σε εθνικό συμφέρον της Τουρκίας.
Έχει συνείδηση πως εάν επιστρέψει στο δυτικό “μαντρί” θα γίνει όμηρος. Τα αμερικανικά δίκτυα επιρροής θα ανασυσταθούν και πιθανότατα θα χρησιμοποιηθούν για να μεθοδευθεί η αντικατάστασή του. Με τον τρόπο αυτό προσδίδει ευρύτερες ιδεολογικοπολιτικές διαστάσεις στο τωρινό ρήγμα. Η αντίθεση δεν είναι πλέον ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και στον Ερντογάν. Είναι ανάμεσα στη Δύση και στη “βαθιά Τουρκία”. Κι αυτό δεν θα αλλάξει ριζικά ακόμα κι αν η πολιτική φθορά του Τούρκου προέδρου, λόγω και της οικονομικής κρίσης, ενταθεί. Στην πραγματικότητα, η Τουρκία, όσο τουλάχιστον στο τιμόνι της θα βρίσκεται ο Ερντογάν, έχει ήδη χαθεί για τη Δύση.