Η μεταφορά των πυραυλικών συστημάτων S-400 στην Τουρκία σηματοδοτεί μια νέα εποχή ρωσικής εμπλοκής στα γεωπολιτικά ζητήματα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και ειδικά στη λειτουργία της ευαίσθητης νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Ο κύβος ερρίφθη. Οι S-400 ξεκίνησαν να παραδίδονται στην Τουρκία. «Η παράδοση του πρώτου φορτίου εξοπλισμού του αντιαεροπορικού συστήματος S-400 ξεκίνησε στις 12 Ιουλίου στην αεροπορική βάση Μούρτεντ στην Άγκυρα», ανέφερε στην ανακοίνωση του το υπουργείο Άμυνας της Τουρκίας.
Η ενέργεια αυτή δεν οδηγεί μόνο στην περαιτέρω επιδείνωση των τουρκο-αμερικανικών σχέσεων. Δρομολογεί κι ευρύτερες εξελίξεις σε σχέση με τον αυξανόμενο ρόλο της Ρωσίας σε μια ευαίσθητη γεωπολιτική ζώνη που ξεκινά από τα Βαλκάνια, διέρχεται της Ανατολικής Μεσογείου και της Τουρκίας και φθάνει μέχρι τη Μέση Ανατολή και τον Περσικό Κόλπο. Έναν ρόλο που η Μόσχα φρόντισε να ενισχύσει σημαντικά τα τελευταία χρόνια με μια ολοκληρωμένη στρατηγική γεωπολιτικής διείσδυσης στην περιοχή.
Ρωσία και Βαλκάνια
Για περισσότερους από τρεις αιώνες τα Βαλκάνια βρίσκονται κάτω από τη βαριά σκιά του ηπειρωτικού γίγαντα που λέγεται Ρωσία. Η Ρωσία διαδραμάτισε αρχικά το ρόλο του μεγάλου ομόδοξου αδελφού και προστάτη των υπόδουλων ορθοδόξων λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στη συνέχεια έπαιξε το «πανσλαβιστικό χαρτί», κυρίως μέσω της Βουλγαρίας. Κατόπιν, ως Σοβιετική Ένωση, επιχείρησε μέσω της ιδεολογίας του Κομουνισμού να θέσει υπό τον έλεγχό της τη χερσόνησο του Αίμου. Και σήμερα, η μετακομουνιστική πλέον Ρωσία υπό την ηγεσία εδώ και 19 έτη του Βλάντιμιρ Πούτιν, ξεπερνώντας σταδιακά τα οικονομικά και στρατιωτικά της προβλήματα, δεν παραβλέπει τα ιστορικά γεωπολιτικά της συμφέροντα στα Βαλκάνια. Χρησιμοποιεί τους ενεργειακούς αγωγούς και την ενεργειακή της πολιτική για ν’ ασκήσει επιρροή και έλεγχο σε μια περιοχή που συνδέεται άρρηκτα μ’ εκείνη της Μαύρης Θάλασσας και του Καυκάσου, που αποτελούν το λεγόμενο «νότιο μέτωπο», το οποίο θεωρείται από πολλούς ως το «μαλακό υπογάστριο» της Ρωσίας.
Ουγγαρία: “Δούρειος Ίππος” της Μόσχας στην Ε.Ε.;
Η σημερινή Ρωσία διαθέτει μια σημαντική “σφαίρα επιρροής” από την Ουγγαρία μέχρι τη Συρία και το Ιράν, επηρεάζοντας ακόμη και χώρες που ανήκουν στο ΝΑΤΟ, ακόμη και στο λεγόμενο “σκληρό πυρήνα” του Δυτικού συστήματος. Στην Ουγγαρία ο πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν είναι αναμφίβολα ο πιστότερος σύμμαχος της Μόσχας μέσα στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε. λειτουργώντας κάποιες φορές ακόμη και ως “Δούρειος Ίππος” για τα ρωσικά συμφέροντα π.χ. με τη στάση του κατά των κυρώσεων των Βρυξελλών κατά της Μόσχας στο Ουκρανικό. Η μεταξύ τους συνεργασία είναι ιδιαίτερα ισχυρή στον ενεργειακό τομέα.
Εκτός από το ότι η Ρωσία εφοδιάζει με φυσικό αέριο την Ουγγαρία, οι δύο χώρες υπέγραψαν στα τέλη του 2014 μια συμφωνία για την κατασκευή στον μοναδικό πυρηνικό σταθμό της Ουγγαρίας «Paks» ακόμη δύο ενεργειακών εγκαταστάσεων, που θα είναι εξοπλισμένες με προηγμένης τεχνολογίας ρωσικούς πυρηνικούς αντιδραστήρες τύπου BBER-1200, που υποτίθεται πως ανταποκρίνονται στις πλέον σύγχρονες προδιαγραφές αξιοπιστίας και ασφάλειας. Με βάση αυτή τη συμφωνία η Ρωσία θα χρηματοδοτήσει το «Paks ΙΙ» με δάνειο ύψους 10 δισεκατομμυρίων Ευρώ, ενώ ο συνολικός προϋπολογισμός του σχεδίου υπολογίζεται στα 12,5 δισεκατομμύρια Ευρώ. Πρόκειται δηλαδή για “συμφωνία-μαμούθ”.
Σερβία: ο πιστότερος σύμμαχος της Ρωσίας στα Βαλκάνια
Λίγο πιο νότια η Σερβία είναι ο καλύτερος σύμμαχος της Ρωσίας στα Βαλκάνια. Πέρα από τις παραδοσιακές σχέσεις φιλίας των δύο χωρών και λαών, που βασίζονται στην κοινή σλαβο-ορθόδοξη κληρονομιά τους, και το γεγονός ότι οι Σέρβοι κυριολεκτικά λατρεύουν τον Πούτιν, υπάρχουν κοινά γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα που φέρνουν το Βελιγράδι κοντά στη Μόσχα. Η Ρωσία, ακόμη και στην παρακμιακή για την ισχύ της δεκαετία του 1990, στάθηκε στο πλευρό της Σερβίας κατά τη διάρκεια των Γιουγκοσλαβικών Πολέμων (1991-1995) και του εμπάργκο, όπως επίσης και κατά τη διάρκεια των Νατοϊκών βομβαρδισμών εναντίον της (άνοιξη 1999). Ειδικά στο ζήτημα του Κοσόβου, όπου το 1999 και μετά το τέλος του πολέμου απεστάλησαν και ρωσικά στρατεύματα στις περιοχές που κατοικούσαν οι Σερβοκοσοβάροι, η Μόσχα στοιχήθηκε πίσω από το Βελιγράδι, ενώ δεν αναγνώρισε ακόμη την ανεξαρτησία του Κοσόβου, παρέχοντας στήριξη και μέσω και του βέτο που διαθέτει στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Όλα αυτά έκαναν τους Σέρβους να δουν με ακόμη μεγαλύτερη συμπάθεια τη Ρωσία και να προετοιμάσουν το έδαφος για τη ρωσική οικονομική και πολιτιστική διείσδυση στο χώρο της πρώην Γιουγκοσλαβίας.
Έτσι, η Ρωσία είναι ο κύριος προμηθευτής των ένοπλων δυνάμεων της Σερβίας, τις οποίες και εφοδιάζει με ρωσικά μαχητικά αεροσκάφη και ελικόπτερα, πυραύλους, τανκς και οχήματα. Επίσης οι ρωσικές ενεργειακές εταιρείες έχουν επενδύσει στη Σερβία, όπως η Lukoil, ενώ η αγορά της NIS (Nafta Industrija Serbija) από τους Ρώσους άνοιξε το δρόμο για τη συμμετοχή της Σερβίας ως κομβικού σταθμού του αγωγού φυσικού αερίου Turkish Stream, που θα φθάσει εκεί μέσω Βουλγαρίας για να συνεχίσει μέσω Ουγγαρίας προς την Αυστρία. Στόχος της Ρωσίας είναι να κρατήσει τη Σερβία σε μόνιμη φιλορωσική τροχιά. Ανέχεται τις προσπάθειες του Βελιγραδίου να εισέλθει στην Ε.Ε., αλλά όχι στο ΝΑΤΟ, τον οποίο και θεωρεί “αντιρωσικό συνασπισμό”. Πιθανή μελλοντική είσοδος της Σερβίας στο ΝΑΤΟ θα θεωρηθεί “στρατηγική ήττα” της Ρωσίας στα Βαλκάνια.
Η Μόσχα διαθέτει επίσης μεγάλη επιρροή στη Σερβική Δημοκρατία (Repubika Srpska) στη Βοσνία, όπου επίσης οι Σερβοβόσνιοι την βλέπουν σαν τον “μεγάλο αδελφό” κι επικρατεί επίσης ένα είδος “Πουτινολατρείας”. Ο εθνικιστής ηγέτης των Σερβοβόσνιων Μίλοραντ Ντόντικ στιγμές φαντάζει πως περιμένει απλά ένα έναυσμα από τη Μόσχα για να προχωρήσει σε πλήρη ανεξαρτητοποίηση και σε απόσχιση από τη Βοσνία και σε ένωση με τη Σερβία.
Στο Μαυροβούνιο επίσης είναι πολύ σημαντική η επιρροή της Ρωσίας, κυρίως στον οικονομικό τομέα λόγω των Ρώσων επενδυτών, αν και περιορίστηκε σε μεγάλο βαθμό μετά την ένταξη αυτής της μικρής βαλκανικής χώρας το 2017 στο ΝΑΤΟ ως το 29ο μέλος του. Επίσης στην Κροατία, μια καθολική χώρα και μέλος του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. (από το 2013) η Ρωσία διατηρεί μια διόλου ευκαταφρόνητη επιρροή λόγω των ρωσικών επενδύσεων στους κλάδους των τροφίμων, του τουρισμού και της ενέργειας.
Ρωσία, Βόρεια Μακεδονία και Βουλγαρία
Στη Βόρεια Μακεδονία η βαλκανική πολιτική της Ρωσίας υπέστη το προηγούμενο διάστημα μια σοβαρή ήττα με την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, την επικύρωσή της από τα κοινοβούλια των δύο χωρών, και τελικά με την απόφαση εισδοχής της χώρας στο ΝΑΤΟ ως το 30ο μέλος της συμμαχίας. Παρά τις διπλωματικές προσπάθειες και παρεμβάσεις -ακόμη και με τη χρήση “εργοστασίων” κατασκευής Fake News- η Μόσχα δεν μπόρεσε να αποτρέψει την πορεία των Σκοπίων προς την Ευρω-ατλαντική τους ενσωμάτωση. Παρόλα αυτά η Ρωσία συνεχίζει να διατηρεί σημαντικά πολιτικά ερείσματα στη Βόρεια Μακεδονία, κυρίως με την υποστήριξη της προς το αντιπολιτευόμενο εθνικιστικό VMRO-DPMNE το οποίο, από την εποχή του Γκρουέφσκι, είχε κάνει μια φιλορωσική στροφή.
Αλλά και στη Βουλγαρία, χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. (από το 2007), η Ρωσία φαίνεται πως σταθεροποιεί την επιρροή της και ελαφρώς ανακάμπτει. Πέρα από τις ρωσικές επενδύσεις στον ενεργειακό τομέα (Lukoil) και τον εφοδιασμό της χώρα με αέριο, η Μόσχα έχει δελεάσει τη Σόφια για να συμμετάσχει στη βόρεια διακλάδωση του αγωγού φυσικού αερίου Turkish Stream. Επίσης οι εμπορικοί, τουριστικοί και πολιτιστικοί δεσμοί των δύο χωρών έχουν ενισχυθεί, δίνοντας επιπλέον πόντους στη Μόσχα. Οι Βούλγαροι δεν ξεχνούν ποτέ πως οφείλουν την ανεξαρτησία τους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία χάρη στο νικηφόρο Ρωσο-τουρκικό πόλεμο του 1877-78. Είναι ένα “γραμμάτιο της ιστορίας” το οποίο δεν έχουν ακόμη εξοφλήσει ολοσχερώς.
Η ρωσική επιρροή στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα η ρωσική επιρροή δεν είναι τόσο σημαντική όσο στις άλλες βαλκανικές χώρες, αλλά δεν είναι και αμελητέα. Πέρα από τους παραδοσιακούς, ιστορικούς και θρησκευτικούς δεσμούς ανάμεσα στους Έλληνες και τους Ρώσους, οι δύο χώρες υπήρξαν σύμμαχοι σε όλους τους πολέμους και προσπαθούσαν πάντα να έχουν μεταξύ τους φιλικές σχέσεις. Το γεγονός ότι η Ελλάδα ανήκει από το Β’ Π. Πόλεμο και μετά στο Δυτικό μπλοκ, στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε., δεν εμπόδισε τη Μόσχα να καλλιεργήσει σε γενικές γραμμές εποικοδομητικές σχέσεις μαζί της. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου η Ελλάδα υποδέχθηκε περίπου 300.000 χιλιάδες πρώην πολίτες της Σοβιετικής Ένωσης, σημαντικό τμήμα των οποίων είχε ελληνική καταγωγή. Αυτός ο ρωσόφωνος πληθυσμός, παρά την ενσωμάτωσή του στην ελληνική κοινωνία, συνεχίζει να αποτελεί μια ζωντανή γέφυρα μεταξύ Ελλάδας και Ρωσίας κι ενίοτε ένας μοχλός επιρροής της Μόσχας στα εσωτερικά της Ελλάδας.
Η δραστηριοποίηση Ρώσων επιχειρηματιών και επενδυτικών σχημάτων, ειδικά στη βόρεια Ελλάδα, όχι μόνο στον τουρισμό, στη βιομηχανία και σε αθλητικούς ομίλους, αλλά και σε στρατηγικούς τομείς, αποτελεί κι αυτό ένα τμήμα της ρωσικής επιρροής στη χώρα μας, πέρα από τον εφοδιασμό της με ρωσικό φυσικό αέριο. Ένας άλλος τομέας είναι η επιρροή μέσω νεότευκτων πολιτικών σχηματισμών με επίκεντρο τη βόρεια Ελλάδα, που θα είναι φιλικά προσκείμενοι προς τη Ρωσία και την πολιτική της. Το αν η “Ελληνική Λύση” του Κυριάκου Βελόπουλου, που συχνά επικαλείται τη Ρωσία και τον Πούτιν στις τηλεοπτικές του εμφανίσεις, και η οποία εισήλθε πλέον στην ελληνική βουλή, μπορεί να υποβοηθήσει στην αύξηση της ρωσικής επιρροής, αυτό είναι κάτι που θα εξακριβωθεί με το πέρασμα του χρόνου.
Ο αμφιλεγόμενος ρόλος της Ρωσίας: Πατριαρχείο, Αιγαίο, Κυπριακό
Υπάρχουν ωστόσο αγκάθια στις σχέσεις των δύο χωρών. Καταρχάς πρέπει να σημειωθεί πως η Ρωσία αντιμετωπίζει μειωτικά τον ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης και η πρόσφατη αναγνώριση της Αυτοκεφαλίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας από τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο εξόργισε τη Μόσχα. Επίσης η Μόσχα τηρεί συνήθως στάση επιτήδειου ουδέτερου στην ελληνο-τουρκική διαμάχη στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Η Ρωσία αντιδρά σε κάθε προσπάθεια της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στο Αιγαίο στα 12 ν.μ., διότι έτσι τα ρωσικά πλοία από και προς τη Μαύρη Θάλασσα θα έπρεπε να εισέλθουν από ελληνικά εθνικά ύδατα και αυτό τη βρίσκει αντίθετη. Επιθυμεί τα χωρικά ύδατα στο Αιγαίο να παραμείνουν στα 6 ν.μ. ώστε να υπάρχουν άφθονα διεθνή ύδατα και σ’ αυτό το σημείο συμφωνεί απολύτως με την Άγκυρα.
Στο Κυπριακό επίσης η στάση της Ρωσίας ήταν πάντα υπέρ της διαιώνισης του προβλήματος και όχι υπέρ του διεθνούς δικαίου και των Ελληνοκυπριακών θέσεων. Όπως εξομολογήθηκαν ειλικρινείς Ρώσοι διπλωμάτες το Κυπριακό υπήρξε ένα “θεόσταλτο δώρο” για τη Μόσχα διότι αποτέλεσε σημείο μόνιμης προστριβής μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, εξασθενίζοντας παράλληλα τη ΝΑ πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Παρόλα αυτά οι σημερινές ελληνο-ρωσικές σχέσεις χαρακτηρίζονται ικανοποιητικές και “αμοιβαία επωφελείς”, αν και η Ρωσία θα ήθελε να βρει τρόπους να αυξήσει κι άλλο την επιρροή της στην Ελλάδα, που αποτελεί και την κύρια πρόσβασή της προς τις “θερμές θάλασσες”.
Ρωσία και Τουρκία: Παλιά μίση αλλά νέοι έρωτες
Η Τουρκία κουβαλάει στις αποσκευές της μια παραδοσιακή ρωσοφοβία, καθώς έχει χάσει αρκετούς πολέμους από τον μεγάλο Σλάβο βόρειο γείτονά της. Ιστορικά η Ρωσία ήρθε σε σύγκρουση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία για τον έλεγχο της Μαύρης Θάλασσας, των Βαλκανίων, της Υπερ-καυκάσιας ζώνης αλλά και των Στενών. Μετά το Β’ Π. Πόλεμο η ασφυκτική πίεση της νικήτριας Σοβιετικής Ένωσης για εδαφικές παραχωρήσεις στη βορειοανατολική Τουρκία, αλλά και για συνδιαχείριση των Στενών, ήταν που ώθησε την Άγκυρα να γίνει μέλος της βορειοατλαντικής συμμαχίας. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου η Τουρκία είδε πολλές ευκαιρίες για γεωοικονομική και γεωπολιτική διείσδυση σε χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης με τουρκογενείς και μουσουλμανικούς πληθυσμούς, καθώς και σε μουσουλμανικές περιοχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας, όπως στο βόρειο Καύκασο, γεγονός που προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Μόσχας. Αντίστοιχα η Ρωσία είδε στην Τουρκία μια νέα αγορά για το αέριο της.
Οι ρωσο-τουρκικές σχέσεις είχαν ανοδική πορεία από το 2000 και μετά, κυρίως στον οικονομικό τομέα. Αν και έφτασαν στο ναδίρ τους με την κατάρριψη ενός ρωσικού μαχητικού αεροσκάφους στη βορειοδυτική Συρία από τουρκικά πυρά στα τέλη του 2015, εντούτοις αναθερμάνθηκαν μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα κατά του Ερντογάν, τον Ιούλιο του 2016, για το οποίο η Μόσχα φέρεται να είχε προειδοποιήσει τον Τούρκο πρόεδρο. Από τότε οι σχέσεις των δύο χωρών βελτιώθηκαν και η ρωσική επιρροή στην Τουρκία αυξήθηκε.
Η Ρωσία κατέστη σταδιακά πολύ σημαντικός οικονομικός εταίρος της Τουρκίας. Η Τουρκία καλύπτει ένα σημαντικό τμήμα των αναγκών της από το φυσικό αέριο που προμηθεύεται από τη Ρωσία μέσω του Bluestream, αλλά και του υπό κατασκευή Turkstream, που θα την καταστήσει “ενεργειακό κλειδοκράτορα” της περιοχής σε σχέση με το ρωσικό αέριο. Εκτός από αέριο και πετρέλαιο, η Τουρκία προμηθεύεται πολλές πρώτες ύλες από τη Ρωσία, στην αγορά της οποίας εξάγει πολλά τουρκικά προϊόντα. Το 12% των εισαγωγών της Τουρκίας γίνονται από τη Ρωσία. Επίσης το 11% των τουριστών που επισκέπτονται την Τουρκία είναι Ρώσοι, συνεισφέροντας τουριστικό συνάλλαγμα ύψους 5 δισ. δολαρίων τον χρόνο.
Η Ρωσία έχει αναλάβει επίσης τον κυριότερο ρόλο στο πυρηνικό πρόγραμμα της Τουρκίας. Σύμφωνα με τον υπάρχοντα σχεδιασμό το 2023 -στην επέτειο δηλαδή των 100 χρόνων από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας- θα εγκαινιαστεί και θα λειτουργήσει στο Ακουγιού στη Μερσίνα το πρώτο πυρηνικό εργοστάσιο της Τουρκίας, βασισμένο σε ρωσική πυρηνική τεχνολογία και κατασκευασμένο από τις ρωσικές εταιρείες Rosatom και Atomstroyexport. Αυτό το εργοστάσιο θα φιλοξενεί τέσσερις πυρηνικούς αντιδραστήρες με κόστος 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων, τα 2/3 των οποίων θα καταλήξουν στα ταμεία των ρωσικών εταιρειών πυρηνικής τεχνολογίας, ενώ το 35% του έργου θα το αναλάβουν τουρκικές εταιρείες. Οι ρωσικές εταιρείες θα αναλάβουν την επίβλεψη και την τεχνολογική υποστήριξη αυτού του πυρηνικού εργοστασίου, ενδεχομένως και άλλων που θα κατασκευαστούν, για τα επόμενα πενήντα χρόνια, γεγονός που θα “δέσει” ακόμη περισσότερο την Άγκυρα στο άρμα της ρωσικής επιρροής.
Οι S-400 στην Τουρκία: ένα μήνυμα με πολλαπλούς αποδέκτες
Και ερχόμαστε τώρα στην πρόσφατη παραλαβή από την Τουρκία των πρώτων τμημάτων των ρωσικής κατασκευής αντιαεροπορικών πυραύλων S-400. Πρόκειται ασφαλώς για κίνηση υψηλού ρίσκου και κόστους, καθώς η Άγκυρα θα πρέπει να πληρώσει στη Μόσχα τουλάχιστον 1,5 δισ. Ευρώ. Το να προμηθευτεί και εγκαταστήσει στο έδαφός της η Τουρκία, η 2η σε πληθυσμό και μέγεθος στρατού χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, τελευταίας αμυντικής τεχνολογίας ρωσικά πυραυλικά συστήματα, αυτό από μόνο εκπέμπει πολλά μηνύματα.
Πρώτον ότι το ΝΑΤΟ δεν ήταν αυτό που ήταν κάποτε. Ούτε οι ΗΠΑ είναι το ίδιο ισχυρές όσο πριν από 2-3 δεκαετίες, όταν ουσιαστικά “έπαιζαν χωρίς αντίπαλο” στην παγκόσμια σκακιέρα.
Δεύτερον ότι η Ρωσία, παρά τα όποια προβλήματα της, έχει ουσιαστικά ανακάμψει σε σύγκριση με τη δεκαετία του 1990 και θεωρείται πλέον, σε αρκετά πεδία, πιο αξιόπιστος εταίρος σε σχέση με τις ΗΠΑ, όπως έδειξε και η περίπτωση της Συρίας. Επίσης η ρωσική αμυντική βιομηχανία γνωρίζει νέα άνθηση, οι εξαγωγές της αυξάνουν και ανταγωνίζεται σε αρκετούς τομείς ακόμη και την αμερικανική αμυντική βιομηχανία. Στη δε πυραυλική τεχνολογία θεωρείται ότι διατηρεί την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία, όπως την είχε και την εποχή του Σπούτνικ και του Γκαγκάριν. Το να αγοράσει και εγκαταστήσει μια χώρα του ΝΑΤΟ, όπως η Τουρκία, προηγμένης τεχνολογίας ρωσικούς πυραύλους S-400, αυτό αποτελεί μια πρώτης τάξεως διαφήμιση, όχι μόνον για τος S-400 και για τους διάδοχους S-500, αλλά και για ολόκληρη τη ρωσική αμυντική βιομηχανία. Αποτελεί μια μεγάλη επιτυχία στο μάρκετινγκ της πώλησης όπλων, στο οποίο βασίζεται σημαντικά η ρωσική οικονομία. Το στρατιωτικό λόμπι των ΗΠΑ πιέζει βεβαίως τον Τραμπ να επαναφέρει την Τουρκία στο δικό της “στρατιωτικό σούπερ μάρκετ” και να συνεχίζει να “ψωνίζει” από εκεί, και όχι να δίνει σήματα πως τα ρωσικά οπλικά συστήματα είναι προτιμητέα από ένα κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ.
Τρίτον αποτελεί ένα μήνυμα πως η Τουρκία του Ερντογάν, παρά τα προβλήματα και τα ανοικτά μέτωπα που έχει, φαίνεται αποφασισμένη να επιχειρήσει να ασκήσει μια περισσότερο ανεξάρτητη διεθνή πολιτική και να αποδεσμευτεί σταδιακά από το Ευρωατλαντικό άρμα. Το αν αυτό αποτελεί απλά έναν ελιγμό και μια τακτική κίνηση και όχι μια θεμελιώδη αλλαγή στρατηγικής από την Τουρκία, θα φανεί στο επόμενο διάστημα, σε συνδυασμό με την κατάσταση της τουρκικής οικονομίας, που διέρχεται ύφεση.
Για την ώρα η Ουάσιγκτον τηρεί σιγή ιχθύος. Φαίνεται πως υπάρχει σύγκρουση στις ΗΠΑ μεταξύ Λευκού Οίκου – Πενταγώνου – State Department, των Επιτροπών της Γερουσίας και του Ντόναλντ Τραμπ για την παραλαβή των S-400 από την Τουρκία και για την επιβολή ή όχι σοβαρών κυρώσεων και αντιποίνων. Από την πλευρά της η Τουρκία “παίζει σε δύο ταμπλό”, καθώς τώρα συζητάει και την αγορά των αμερικανικών αντιαεροπορικών συστημάτων Πάτριοτ. Μάλιστα ο Τούρκος υπουργός Άμυνας Χ. Ακάρ δήλωσε πως η Άγκυρα αξιολογεί ακόμη την προσφορά να αγοράσει το αμερικανικό σύστημα Patriot (προφανώς για να κερδίσει χρόνο), επιμένοντας ότι η αγορά των S-400 δεν σημαίνει, κατά κανένα τρόπο, ότι η Τουρκία αλλάζει τον στρατηγικό προσανατολισμό της. Άλλωστε, αν η οικονομική κρίση στην Τουρκία επιμείνει τότε, για την αποφυγή χρεοκοπίας, θα χρειαστεί ένα νέο δάνειο-μαμούθ από το ΔΝΤ, το οποίο δεν θα μπορέσει να λάβει χωρίς την έγκριση των ΗΠΑ. Επομένως η Τουρκία χρειάζεται επιτακτικά τις ΗΠΑ και αυτό ίσως είναι ένας ακόμη παράγοντας που θα κρίνει προς ποια κατεύθυνση θα κινηθεί κατά το προσεχές διάστημα το “τουρκικό εκκρεμές” στο εκρηκτικό τρίγωνο ΗΠΑ-Ρωσία-Τουρκία.
Ωστόσο, ακόμη και να υπάρξει επαρκής αμερικανική απάντηση και αντίδραση, η Ρωσία κατάφερε να δημιουργήσει και πάλι ένα σοβαρό πρόβλημα στη ΝΑ πτέρυγα του ΝΑΤΟ και να αυξήσει κι άλλο την επιρροή της σε μια ευαίσθητη περιοχή που θεωρείται ως το “μαλακό υπογάστριο” του Δυτικού συστήματος ασφάλειας.