Γράφει ο Δρ. Πάνος Κουργιώτης * –
Ο απροσδόκητος θάνατος του Μοχάμαντ Μόρσι πυροδοτεί μια μεγάλη συζήτηση με πολλές προεκτάσεις για το μέλλον του πολιτικού Ισλάμ, τον εκδημοκρατισμό των αραβικών κοινωνιών μετά την Αραβική Άνοιξη, καθώς και τα όρια των γεωπολιτικών συσχετισμών σε Ανατολική Μεσόγειο και Μέση Ανατολή. Κάποιες σκέψεις, για να βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά:
Πρώτον, ο Μόρσι ανατράπηκε, αλλά μαζί με αυτόν ανατράπηκε και ένα ολόκληρο μοντέλο πολιτικής μετάβασης στον Αραβικό Κόσμο που μαστίζεται από χρόνιες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και δικτατορική διακυβέρνηση. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό θα αναδεικνύονταν με δημοκρατικές διαδικασίες ισλαμιστικές κυβερνήσεις ή κυβερνητικοί συνασπισμοί με ισλαμιστές εταίρους στις χώρες που ανέτρεπαν τους δικτάτορες τους.
Το μοντέλο λειτούργησε για έναν περίπου χρόνο στην Αίγυπτο μέχρι την ανατροπή του Μόρσι, ενώ η προσπάθεια εγκαθίδρυσής του οδήγησε σε πολλαπλές εμφύλιες και δια αντιπροσώπων συρράξεις στη Λιβύη και τη Συρία. Μόνο στην Τυνησία, φαίνεται να έχει πετύχει σε κάποιο βαθμό, με τους ισλαμιστές να συγκυβερνούν σε έναν κεντροδεξιό συνασπισμό και να έχουν μετατραπεί στο αραβικό εφάμιλλο ενός χριστιανοδημοκρατικού κόμματος. Θιασώτες και μεγάλοι χορηγοί του μοντέλου αυτού υπήρξαν εξαρχής η Τουρκία του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και ο Εμίρης του Κατάρ που πρόβαλε τους αγώνες των εξεγερμένων αραβικών λαών σε ολόκληρο τον κόσμο μέσω του al-Jazeera.
Δεύτερον, η Αίγυπτος εξαιτίας της κομβικής της θέσης στον Αραβικό Κόσμο λειτουργεί ως οδηγός για τις υπόλοιπες χώρες. Αυτό είναι κάτι που ισχύει από την εποχή του Νάσερ ακόμα το 1952, όταν όλοι μιλούσαν για τα περιβόητα «νασερικά κινήματα», ενώ ακόμα και ο δικός μας δικτάτορας Παπαδόπουλος αρεσκόταν να αποκαλείται «Νάσερ».
Οι Σαουδάραβες και οι Εμιρατιανοί δεν ήθελαν λοιπόν ένα μοντέλο «ισλαμοδημοκρατίας» στην καρδιά του Αραβικού Κόσμου επειδή το έβλεπαν ως δυνητική απειλή για τις δικές τους μη συνταγματικές, απόλυτες μοναρχίες. Έκτοτε, οι strongmen τύπου Σίσι παραμένουν η μόνη αποδεκτή λύση στη Μέση Ανατολή και αυτή η άποψη κερδίζει διαρκώς έδαφος και στην Δύση, ακόμη και αν οι εμπνευστές της αποτελούν ό,τι πιο αντιδραστικό υπάρχει στην περιοχή σήμερα.
Θα ήταν πλήγμα για Ελλάδα-Κύπρο-Ισραήλ
Τρίτον, η «λύση Μόρσι» αν και πήγασε από τον λαό, ταυτόχρονα έχαιρε της αμέριστης υποστήριξης του άξονα Τουρκίας-Κατάρ, ο οποίος υπάρχει μέχρι σήμερα και δημιουργήθηκε εν μέσω της Αραβικής Άνοιξης ως αντίπαλο δέος στον άξονα Σαουδική Αραβία-Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα σε ό,τι αφορά τη διαχείριση των διαδικασιών πολιτικής μετάβασης σε Τυνησία, Λιβύη, Αίγυπτο, Συρία, Υεμένη κ.α. Επομένως, ο Μόρσι πάντα θα ενεργούσε στο πλαίσιο αυτών των συσχετισμών και των υπαγορευόμενων πολιτικών από τους περιφερειακούς πάτρωνες/χορηγούς του.
Τέταρτον, αν ο Μόρσι παρέμενε στο θώκο και κέρδιζε το στρατόπεδο Τουρκίας-Κατάρ, τότε θα ήταν σίγουρη η νίκη και στο μέτωπο της Λιβύης σε στρατιωτικό επίπεδο υπέρ του ίδιο άξονα. Το αμυντικό σχήμα συνεργασίας Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ δε θα μπορούσε να συμπεριλάβει την Αίγυπτο και Τουρκία-Αίγυπτος-Λιβύη θα συγκροτούσαν από κοινού το δικό τους σχήμα, οριοθετώντας τις μεταξύ τους ΑΟΖ. Επομένως, φανταστείτε τι θα έκανε ο Ερντογάν και πόσους ‘Πορθητές’ θα έβγαζε ακόμα και στο Καστελόριζο, αν προβαίνει σε γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ τώρα που υποτίθεται πως είναι στριμωγμένος και απομονωμένος.
Πέμπτον, ο Μόρσι είχε την τάση να συσπειρώνει τους εχθρούς του. Στο εσωτερικό επίπεδο κατάφερε να φέρει εγγύτερα νοσταλγούς της στρατοκρατίας του Μουμπάρακ με μερίδες των διαδηλωτών της Ταχρίρ από άλλους πολιτικούς χώρους που υπερασπίζονταν την επανάσταση και τη δημοκρατία. Στο εξωτερικό επίπεδο, μπορεί ο διάδοχός και πρώην υπουργός άμυνας της κυβέρνησής του, ο Αμπντ αλ-Φαταχ Σίσι να παρουσιάζεται ως ο εκλεκτός της Δύσης, του Ισραήλ και των Σαουδαράβων, ταυτόχρονα όμως και ο Μπασάρ αλ – Άσαντ της Συρίας χαιρέτησε το πραξικόπημα της 3ης Ιούλη ως «την αρχή της αποκατάστασης της κανονικότητας στον Αραβικό Κόσμο«, όπως δήλωσε. Και δεν είχε άδικο, φτάνει να δούμε τι ακολούθησε την ανατροπή του Μόρσι και την εδραίωση του Σίσι.
Ήταν πράγματι δημοκράτης;
Έκτον, η εκλογή Μόρσι και η νίκη των Ισλαμιστών στις εκλογές του 2012 στην Αίγυπτο δε σημαίνει πως η Μουσουλμανική Αδελφότητα, μέλος της οποίας ήταν ο Μόρσι ούτως ή άλλως, υπήρξε μια πολιτική δύναμη εξ’ ορισμού φίλα προσκείμενη στην δημοκρατία. Αυτό οφείλεται στον βαθύτατο κοινωνικό συντηρητισμό των μελών και της ηγεσίας της οργάνωσης που ιδρύθηκε στην Αίγυπτο του Μεσοπολέμου.
Κατά την πολυκύμαντη πορεία της, υπήρξε σε κατάσταση μερικής ή μετωπικής σύγκρουσης αλλά και συνεργασίας με τους κυβερνώντες, είτε επρόκειτο για τις κυβερνήσεις των πασάδων κατά την περίοδο της βασιλείας πριν το 1952, είτε για το καθεστώς του Σαντάτ και του Μουμπάρακ αργότερα. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι κατέβηκαν τελευταίοι, αν όχι από τους τελευταίους στην Ταχρίρ τον Γενάρη του 2011, φοβούμενοι μη μείνουν εκτός νυμφώνος, όταν η πλάστιγγα φάνηκε να γέρνει υπέρ των διαδηλωτών και κατά του γηραιού Μουμπάρακ.
Οι τότε δηλώσεις του Γενικού Καθοδηγητή της Αδελφότητας, Μουχάμαντ αλ-Μπαντίαα για αυτοσυγκράτηση και εξέταση των συνθηκών πριν την ανάληψη κάποιας πρωτοβουλίας έφεραν μια έντονη οσμή ενός φορέα που φοβόταν τις αλλαγές, ιδίως αυτές που λάμβαναν χώρα ραγδαία στις πλατείες και τους δρόμους και δε μπορούσαν να ελεγχθούν από καμία από τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις της Αιγύπτου.
Στην πραγματικότητα, τόσο ο Μόρσι όσο και το κόμμα του κεφαλαιοποίησαν εκλογικά το 2012 μια παράδοση δεκαετιών που βασιζόταν στην παροχή υπηρεσιών πρόνοιας και υποκατάστασης του ανύπαρκτου κοινωνικού κράτους σε μια χώρα με το μέγεθος και τα προβλήματα της Αιγύπτου.
Τα σφάλματα του Μόρσι
Έβδομον, αυτή η παράδοση ωστόσο δεν ήταν αρκετή για να εγγυηθεί την βιωσιμότητα της κυβέρνησης των Ισλαμιστών. Αν και το εκλογικό αποτέλεσμα δεν αμφισβητήθηκε από κανέναν, εντούτοις στον βραχύβιο κύκλο της, η κυβέρνηση και ο πρόεδρος Μόρσι υπέπεσαν στα εξής σφάλματα: προτίμησαν να ικανοποιήσουν τους κυβερνητικούς τους εταίρους, τους Σαλαφιστές, οι οποίοι είχαν αιτήματα όπως την απαγόρευση του τουρισμού ή την κάλυψη των «παγανιστικών» φαραωνικών μνημείων, νόμους για την αθεΐα κλπ. αποξενώνοντας παράλληλα τις μερίδες εκείνες της αστικής τάξης, αλλά και τον κοπτικό πληθυσμό, που μπορεί να τους είχαν ψηφίσει έναν χρόνο πριν.
Από αυτό το σφάλμα έμαθαν οι Τυνήσιοι Ισλαμιστές του al-Nahda. Παράλληλα το στυλ διακυβέρνησης χαρακτηρίστηκε από αυταρχισμό και συγκρούσεις με θεσμούς του βαθέως κράτους (δικαστές, στρατός κλπ), ο οποίος οφειλόταν στο γεγονός ότι ο Μόρσι προσπάθησε μέσα σε λίγους μήνες να πετύχει ό,τι κατάφερε μεθοδικά και υπομονετικά ο μέντοράς του, ο Ταγίπ στην Τουρκία μέσα σε 10 χρόνια (2002 – 2012).
*Ο Πάνος Κουργιώτης είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης – Αραβολόγος Τμήματος Βαλκανικών, Σλαβικών & Ανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Συγγραφέας του έργου ‘Η πρώτη νιότη του Ισλαμισμού: ανακαλύπτοντας τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και τον κόσμο της (1928 – 1948)’.