Ο αποσταθεροποιητικός ρόλος της Τουρκίας στα Βαλκάνια και τη Ν.Α. Μεσόγειο

Το πολιτικό τοπίο στη Τουρκία πριν τις εκλογές της 24ης Ιουνίου – Γράφει ο ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΑΔΗΣ, πρώην Πρέσβυς της Ελλάδος στην Βοσνία και Ερζεγοβίνη και Πρεσβευτής-Σύμβουλος σε Άγκυρα και Ουάσιγκτον.

Επιφανείς οικονομολόγοι, από τον David Ricardo μέχρι τον Paul Samuelson,, συνηθίζουν να παρομοιάζουν το φαινόμενο του οικονομικού προστατευτισμού, ως την παρακολούθηση μιας παρέλασης, από κερκίδες σε αμφιθεατρική διάταξη: Αν η πρώτη σειρά σηκωθεί όρθια, θα ακολουθήσει η δεύτερη, η τρίτη, η τέταρτη και όλες περαιτέρω. Δυστυχώς στην πολιτική, τα ίδια συμπτώματα χαρακτηρίζουν τον λαϊκισμό, ιδίως όταν ο αυτός συμπεριλαμβάνει στο μίγμα του και ακραίο εθνικισμό.

Η περίπτωση της Τουρκίας είναι χαρακτηριστική: Όταν ο πρόεδρος Recep Tayyip Erdogan και αξιωματούχοι του κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ (στην πρώτη σειρά) απειλούν επί καθημερινής βάσεως ότι «υπάρχουν ορισμένα νησιά το νομικό καθεστώς των οποίων χρήζει αναθεώρησης», ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Kemal Kilicdaroglu, (στην δεύτερη σειρά), συναγωνιζόμενος τον Erdogan σε άκρατο αλλά αναμενόμενο «πατριωτισμό», δηλώνει ότι «όταν το CHP έλθει στην εξουσία θα πάρουμε τα ελληνικά νησιά τα οποία μας ανήκουν», προσθέτοντας «ακριβώς όπως ο Bulent Ecevit πήρε την Κύπρο το 1974».

Όλα αυτά συμβαίνουν σήμερα, το 2018. Και αυτά συμβαίνουν εναντίον της μοναδικής -ίσως- χώρας εντός ΕΕ που συνεχίζει με δηλώσεις και με πράξεις να υποστηρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, την στιγμή που όλοι οι άλλοι εταίροι είναι από επιφυλακτικοί μέχρι αρνητικοί.

Βεβαίως, δηλώσεις ότι «θα πάρουν τα ελληνικά νησιά που τους ανήκουν» όπως ακριβώς «πήραν την Κύπρο το 1974», αξίζει να ληφθούν υπόψη στον επόμενο γύρο -οψέποτε πραγματοποιηθεί- συζητήσεων για το Κυπριακό, εφόσον η ίδια η τουρκική πλευρά αναγνωρίζει, με τον τρόπο αυτό, ως παράνομη την στρατιωτική παρουσία της σε ένα «κατειλημμένο νησί».

Αλλά, ας πάρουμε την εξέλιξη των πραγμάτων από την αρχή.

Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ

Στο δημοψήφισμα της 16 Απριλίου 2017, οι Τούρκοι ψήφισαν με ισχνή πλειοψηφία, σχεδόν 51%, την μετατροπή της Τουρκίας από κοινοβουλευτικό σύστημα σε «εκτελεστική προεδρία».

Ποιες είναι οι καινοτομίες του νέου συστήματος;

-Ως σημαντική αλλαγή θα μπορούσε να θεωρηθεί η κατάργηση του Υπουργικού Συμβουλίου ως θεσμικού οργάνου μαζί με την θεσμική θέση του Πρωθυπουργού.
-Όλη η εκτελεστική εξουσία ανήκει σε ένα άτομο, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο τελευταίος ορίζει και παύει τους Υπουργούς χωρίς έλεγχο. Οι Υπουργοί αναφέρονται αποκλειστικά στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και όχι στο Κοινοβούλιο (Μεγάλη Εθνοσυνέλευση).
-Το ίδιο ισχύει και για τον αριθμό και την επιλογή των Αντιπροέδρων οι οποίοι επιλέγονται ελεύθερα και χωρίς έλεγχο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
-Ο αριθμός των υποψηφίων Προέδρων είναι περιορισμένος, αφού μόνο τα δύο μεγαλύτερα κόμματα μπορούν να διορίσουν υποψηφίους ή πρόταση υπογεγραμμένη από 100.000 πολίτες.
-Η θητεία του Προέδρου και της Εθνοσυνέλευσης είναι πενταετής και ένας από τους κύριους στόχους των διατάξεων του νέου Συντάγματος είναι η «ιδεολογική ευθυγράμμιση» μεταξύ του Προέδρου και της πλειοψηφίας του Κοινοβουλίου, διατάξεις που έχουν δεχθεί ισχυρή κριτική από τους ειδικούς στο συνταγματικό δίκαιο.
-Ο Πρόεδρος έχει το δικαίωμα να διαλύσει την Εθνοσυνέλευση. Παρόλα αυτά, το ίδιο δικαίωμα ανήκει και στην Εθνοσυνέλευση, εάν υπάρξει πλειοψηφία 3/5. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο απερχόμενος πρόεδρος έχει το δικαίωμα να είναι υποψήφιος για τρίτη φορά – στην περίπτωση του Ερντογάν η θητεία θα μπορούσε να παραταθεί μέχρι το 2028 – και πολλοί αναλυτές χρησιμοποιούν τα βέλη τους για να υπογραμμίσουν την δυνατότητα συμπαιγνίας μεταξύ Προέδρου και Εθνοσυνέλευσης.

Εάν το νέο Σύνταγμα θεωρείται από εξέχοντες εμπειρογνώμονες του Συνταγματικού Δικαίου ως «Νόμος με προεδρικές αρμοδιότητες Καίσαρα», δεν είναι λιγότερο σημαντικό ότι στις επτά πρώτες δεκαετίες από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923, έξι στους εννέα Προέδρους είχαν στρατιωτικό υπόβαθρο.

Το 2015, ο Τούρκος συγγραφέας Mustafa Akyol εξέφρασε τη λύπη του για τις «αυταρχικές τάσεις» της χώρας του. Η γνωστή δημοσιογράφος και βραβευμένη συγγραφέας, Asli Erdogan, η οποία φυλακίστηκε από το τουρκικό καθεστώς, υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, σε συνέντευξή της: «Κανείς δεν μπορεί να αναφερθεί σήμερα στην Τουρκία ως δημοκρατία. Η Τουρκία σήμερα είναι ενός ανδρός αρχή, ο λόγος του οποίου είναι νόμος. Το όλο σύστημα είναι διεφθαρμένο, κυρίως η Δικαιοσύνη. Σήμερα 2.500 δικαστές βρίσκονται στη φυλακή. Ζώντας στη φυλακή για τέσσερις μήνες κατάλαβα ότι η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη από ό,τι θα μπορούσα να φανταστώ. Υπάρχουν ιστορίες που φαίνονται απίστευτες, και όμως αληθινές. Εάν ένας άνδρας σκοτώσει μια γυναίκα, η ποινή θα είναι 10-15 χρόνια στη φυλακή. Αν μια γυναίκα έχει ακόμη και την ελάχιστη σχέση με τη δολοφονία, η ποινή θα είναι ισόβια κάθειρξη». Ο πρώην δήμαρχος της Άγκυρας, μέλος του ΑΚΡ, ο οποίος παύθηκε από τον Εrdogan, ο Melih Goksek, υπήρξε πολύ επικριτικός ως προς το πογκρόμ των υποστηρικτών του Gulen, παρατηρώντας ότι «η κατάργηση του κινήματος Gulen στην Τουρκία θα διαρκέσει περισσότερο από 10 χρόνια».

Από το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016, περίπου 200.000 άτομα φυλακίστηκαν ή συνελήφθησαν, ιδίως αξιωματικοί του στρατού και της Αστυνομίας, ακαδημαϊκοί και μέλη της διοίκησης. Τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, όπως π.χ. Independent, Der Spiegel, Guardian, Newsweek, Telegraph, Huffington Post και άλλα, δεν έχουν κανένα δισταγμό να αποκαλέσουν τον Εrdogan δικτάτορα. Η απάντηση του Εrdogan είναι: «Αν η Δύση αποκαλεί κάποιον δικτάτορα, κατά την γνώμη μου αυτό είναι καλό» (sic).

Παρόλα αυτά, δεν διαλάθει της προσοχής ότι το πρόσωπο που τα διεθνή ΜΜΕ ονομάζουν σήμερα «δικτάτορα», είχε τιμηθεί το 2004 με το βραβείο του «Ευρωπαίου της Χρονιάς». Ήταν η πρώτη περίοδος μεταρρυθμίσεων του Εrdogan και το πρώτο φλερτ με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αργότερα, όταν κατάλαβε ότι η ΕΕ «έχει κάποιο λόγο και κάποιο ρόλο στην διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής της χώρας του», άρχισε να αποστασιοποιείται.

Στην λίστα Forbes με τους πλουσιότερους πολιτικούς σε διεθνές επίπεδο, ο Εrdogan βρίσκεται στις πρώτες θέσεις με 51 εκατομμύρια ευρώ…

ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΙΣΛΑΜ ΚΑΙ ΚΟΣΜΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Σε ποια έκταση μπορεί σήμερα η Τουρκία να θεωρηθεί ως «κοσμική χώρα»; Πολιτικοί αναλυτές επικεντρώνονται στο γεγονός ότι η Τουρκία δεν ήταν ποτέ «κοσμική» με τον τρόπο με τον οποίο οι Αμερικανοί αντιλαμβάνονται τον κοσμικό χαρακτήρα, όπως αυτός ενσωματώνεται στην πρώτη τροπολογία, η οποία απαγορεύει στο Κογκρέσο να υιοθετεί νόμους που θεσπίζουν κρατική θρησκεία ή περιορίζουν την ελεύθερη άσκηση της πίστης. Στην Τουρκία, η κυβέρνηση έχει έναν πραγματικό έλεγχο στο πεδίο της έκφρασης των θρησκευτικών πεποιθήσεων, σε δημόσιο πλαίσιο.

Παρόλα αυτά, η κα Eminé Erdogan, σύζυγος του Τούρκου ηγέτη και από τα πλέον προσηλωμένα στην hijab πρόσωπα σήμερα, στην βιογραφία της αναφέρει ότι «όταν ο αδελφός της, της ανακοίνωσε σε ηλικία δεκαπέντε ετών, ότι πρέπει να φέρει hijab, τόσο απογοητεύτηκε, που σκέφτηκε ακόμα και την αυτοκτονία».

Εκθέσεις διεθνών οργανισμών χαρακτηρίζουν το σημερινό ΑΚΡ ως «ισλαμικό κόμμα». Όταν συμμαχίες της αντιπολίτευσης προσπάθησαν να ξεπεράσουν το AKP, όπως συνέβη στην περίπτωση της υποψηφιότητας του πρώην Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας, Ekmeleddin Ihsanoglu, το αποτέλεσμα ήταν υπέρ του ΑΚΡ και του Εrdogan, ο οποίος, στα όμματα των ψηφοφόρων, είναι ήδη «άνθρωπος αφιερωμένος στο Ισλάμ».

Το 2004, ο τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Collin Powell, σε μια από τις δηλώσεις του αναφερόταν στην Τουρκία ως «μετριοπαθές ισλαμικό κράτος» (moderate Islamic State). Οι τουρκικές διαμαρτυρίες ήταν τόσο έντονες, ώστε ο ίδιος ο Powell αισθάνθηκε υποχρεωμένος να ανασκευάσει την αρχική του διατύπωση, εν είδει συγγνώμης. Όμως, η στροφή της τουρκικής κυβέρνησης στο «πολιτικό Ισλάμ», είναι τόσο ορατή σήμερα, που η εποχή του 2004 φαίνεται να είναι πολύ μακρινή.

Παράλληλα, ο Εrdogan θεωρήθηκε ως προοδευτικός συνομιλητής, μεταρρυθμιστής στην χώρα του από τους διεθνείς συνομιλητές του, ενώ διεθνείς εκθέσεις, χωρίς προκατάληψη, διατύπωναν τα επαινετικά σχόλιά τους για την σημαντική -αν και περιορισμένη- πρόοδο στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στις 3 Οκτωβρίου 2005, οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας ξεκίνησαν επίσημα, χάρη στην διορατικότητα των Ευρωπαίων αξιωματούχων, ιδίως της ελληνικής διπλωματίας, η οποία με ανοιχτό πνεύμα είχε μακρόπνοο πολιτικό όραμα.

Το 2005, σε μια από τις ομιλίες του, ο Ερντογάν υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ότι «βλέπει την Δημοκρατία ως όχημα», στο πλαίσιο της πολιτικής του. Δέκα χρόνια μετά, όλος ο έλεγχος στο κράτος, στην Δημόσια Διοίκηση, στα ΜΜΕ, στον Στρατό και στην Δικαιοσύνη ανήκει στην Κυβέρνηση. Πουθενά δεν «ακούγονται» τα κόμματα της αντιπολίτευσης! Το πλέον ανησυχητικό φαινόμενο είναι οι επαναλαμβανόμενες ομιλίες μίσους ενάντια στο «Δύση» γενικά, αλλά και ενάντια σε Μουσουλμάνους των οποίων «το δικό τους Ισλάμ δεν είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του Ισλάμ του ΑΚΡ».

MΕΣΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Ο Τούρκος καθηγητής, Akdeniz, παρατηρεί ότι στην Τουρκία, η Wikipedia είναι μια από τις 127.000 ιστοσελίδες που «απαγορεύονται και αποκλείονται». Στον αριθμό αυτό, μπορεί να προσθέσει κάποιος άλλες 95.000 ιστοσελίδες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Το κεμαλικό κόμμα της αντιπολίτευσης CHP αναφέρει ότι περισσότεροι από 152 Τούρκοι δημοσιογράφοι βρίσκονται στη φυλακή και απαγορεύθηκε η λειτουργία περίπου 200 μέσων ενημέρωσης.

Τον Φεβρουάριο 2017, ο Deniz Yucel, Τουρκο-γερμανός δημοσιογράφος της Die Welt, συνελήφθη μετά από σχόλιά του με αφορμή ηλεκτρονικά μηνύματα του Berat Albayrac, Υπουργού Ενέργειας και γαμπρού του Ερντογάν, που διέρρευσαν στην δημοσιότητα. Με την ευκαιρία αυτή, η Διεθνής Αμνηστία υπογράμμισε: «Τώρα, η Τουρκία έχει την δυσάρεστη τιμή να είναι η χώρα με τον μεγαλύτερο αριθμό δημοσιογράφων που βρίσκονται στην φυλακή, ενώ ο ελεύθερος Τύπος στην χώρα πεθαίνει».

Τον Νοέμβριο 2016, η Cumhuriet -ίσως η «σημαία» του Τύπου της αντιπολίτευσης στην Τουρκία- βλέπει τους δημοσιογράφους της να συλλαμβάνονται και να φυλακίζονται, χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο ή «επίσημη κατηγορία», ενώ σήμερα πλέον δεν λειτουργεί.

Σύμφωνα με δημοσιευμένα στατιστικά στοιχεία, με τελευταία ενημέρωση τον Αύγουστο του 2017, η τουρκική κυβέρνηση συνέλαβε 2.431 δικαστές και εισαγγελείς και απέπεμψε άλλους 4.424 μετά το πραξικόπημα του Ιουλίου 2016.

Τον Δεκέμβριο του 2016, τα Ευρωπαϊκά Δίκτυα Δικαστικών Συμβουλίων (ENCJ) ανέστειλαν το καθεστώς παρατηρητή του Ανώτατου Συμβουλίου των Δικαστών και Εισαγγελέων της Τουρκίας (HSYK), λόγω έλλειψης αξιοπιστίας. Τον Ιούνιο του 2017, ο Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, Nils Muiznieks, εξέφρασε την ανησυχία του για τη νέα σύνθεση της HSYK, με βάση τροπολογίες που εγκρίθηκαν στο δημοψήφισμα του Απριλίου 2016, παρατηρώντας ότι «δεν προσφέρουν επαρκείς εγγυήσεις για την ανεξαρτησία των Δικαστηρίων».

Η ΔΥΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ

Σε παλαιότερο άρθρο μου για «Το υπερανεπτυγμένο αντιπυραυλικό σύστημα της Τουρκίας», λίγο πριν την αγορά των ρωσικών πυραύλων S-400, είχα εστιάσει σε σχετικά πρόσφατη δήλωση του Ερντογάν στο CBS, πάνω στην προοπτική επανεκτίμησης των σχέσεων της Τουρκίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ: «Δεν το εξετάζουμε τώρα. Συνεχίζουμε με το ΝΑΤΟ όπως έχουμε κάνει πάντα».

Σε ποιο βαθμό η διατύπωση «δεν το εξετάζουμε τώρα» μπορεί να γίνει η λέξη-κλειδί; Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 2017, αξιωματούχος του ΝΑΤΟ δήλωσε ότι «η Τουρκία δεν ενημέρωσε το ΝΑΤΟ για την αγορά πυραύλων S-400», προσθέτοντας ότι «υπό τις παρούσες συνθήκες κανένα μέλος του ΝΑΤΟ δεν χρησιμοποιεί πυραύλους S-400. Τα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ αποφασίζουν τα ίδια ποια οπλικά συστήματα θα αγοράσουν. Για το ΝΑΤΟ, το βασικό είναι η δυνατότητα κοινής χρήσης των όπλων που θα αγοραστούν από τους Συμμάχους». Με αυτό το σύστημα, η Τουρκία θα βρίσκεται σε προχωρημένη στρατιωτική θέση εναντίον όλων των γειτονικών της χωρών, αλλά το S-400 είναι «ασύμβατο» για συνδυασμό με τα οπλικά συστήματα του ΝΑΤΟ.

Εάν οι πύραυλοι εγκατασταθούν κοντά στο Αιγαίο, τότε θα είναι σαφές ότι η δυνητική χρήση τους δεν θα είναι «αμυντική» αλλά «επιθετική», αφού η Ελλάδα ποτέ δεν απείλησε ούτε απειλεί την εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας.

Η επιθυμία αγοράς από την Τουρκία των υπερ-μαχητικών αμερικανικών JSF (Joint Strike Fighter) ή αλλιώς F-35, παίζει εδώ καταλυτικό ρόλο. JSF και S-400 «δεν περπατάνε μαζί», και αυτό το ξέρουν καλά τόσο στην αμερικανική διοίκηση όσο και στο Κογκρέσο.

Πριν από αυτή την εξέλιξη, τον Ιούλιο του 2017, το τουρκικό κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Anadolu είχε δημοσιοποιήσει τις θέσεις 10 στρατιωτικών βάσεων και μονάδων των ΗΠΑ στην βόρεια Συρία, ενώ εμαίνοντο οι αμερικανικές επιχειρήσεις εναντίον του Ισλαμικού Κράτους! Παρά την οργή του Εrdogan για το γεγονός ότι οι ΗΠΑ επέλεξαν τους Κούρδους αντί της Τουρκίας ως εταίρο τους στον αγώνα κατά του ISIS, όπως αναφέρουν οι πολιτικοί αναλυτές «είναι εξαιρετικά ασυνήθιστο για έναν σύμμαχο του ΝΑΤΟ να αποκαλύπτει λεπτομέρειες στρατιωτικής ανάπτυξης κατά την διάρκεια ενεργών επιχειρήσεων σε ζώνη πολέμου».

Τον Σεπτέμβριο 2017, η γερμανική αεροπορία αποχώρησε από την αεροπορική βάση Incirlik και (επαν)εγκαταστάθηκε σε νέα αεροπορική βάση στην Ιορδανία (στην περιοχή Al Ashrak, κοντά στα σύνορα με την Συρία), μετά από παρατεταμένη άρνηση της τουρκικής κυβέρνησης να επιτρέψει στα μέλη της Βundestag να επισκεφθούν τα γερμανικά στρατεύματα. Είναι η ίδια βάση, η χρήση της οποίας απορρίφθηκε από τις τουρκικές Αρχές κατά την διάρκεια του πολέμου στο Ιράκ το 2003, κοστίζοντας χιλιάδες ζωές στους συμμάχους.

Τον Νοέμβριο του 2017, μετά από ένα λάθος σε άσκηση του ΝΑΤΟ που απεικόνισε τον Εrdogan ως «εχθρό», ο επικεφαλής σύμβουλός του, Yalcin Topcu, προέβη σε δημόσιες δηλώσεις ότι «η Τουρκία πρέπει να επανεξετάσει την συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ».

Υπό το πρίσμα της τελευταίας αναφοράς, ο Joe Cirincione, πρόεδρος του γνωστού think tank, Ploughshares Fund, υπογράμμισε ότι «όταν ο μεγάλος Ευρωπαίος σύμμαχός μας αποσύρει τις δυνάμεις του από το Incirlik, επειδή δεν μπορεί να έχει εγγυήσεις ότι θα έχει πρόσβαση σε αυτές, τότε θα πρέπει να αναλογιστούμε ότι αυτό που συνέβη στην Γερμανία, θα μπορούσε να συμβεί και σε εμάς».

Είναι κοινό μυστικό ότι η Τουρκία είναι μια από τις πέντε χώρες του ΝΑΤΟ που έχουν πυρηνικά όπλα στο έδαφός τους. Ο Hans Kristensen, μέλος της Ομοσπονδίας Αμερικανών Επιστημόνων δήλωσε ότι οι ΗΠΑ διατηρούν περίπου 50 βόμβες πυρηνικής βαρύτητας Β-61 στη βάση Incirlik της Τουρκίας, η κάθε μια με μέγιστη απόδοση 170 τόνους ή 10 φορές ισχυρότερη από τη βόμβα που έπεσε στην Χιροσίμα. Πολιτικοί αναλυτές έχουν ήδη αρχίσει να σκέφτονται ότι «υπάρχουν πολλά επιχειρήματα για την απόσυρση των πυρηνικών από την Τουρκία πριν γίνει κάτι λάθος».

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΕ

Ανάμεσα στις σχέσεις Τουρκίας-ΝΑΤΟ και Τουρκίας-ΕΕ, είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς «ποιες βρίσκονται στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο».

Τον Ιούνιο 2017, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο ψήφισμά του για την κατάσταση στην Τουρκία, ασκεί σκληρή κριτική για την δυσλειτουργία του κράτους δικαίου στην χώρα, την καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την ανελευθερία των μέσων ενημέρωσης και τη διαφθορά. Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καλεί την Τουρκία να δώσει απτά δείγματα πολιτικής βούλησης για μια επιτυχή και σε σύντομο χρονικό διάστημα λύση για την Κύπρο.

Όταν οι μετανάστες και οι πρόσφυγες χρησιμοποιούνται ως «όμηροι» και ως «μέσο εκβιασμου της ΕΕ» από την τουρκική κυβέρνηση, πώς μπορεί κανείς να φανταστεί ένα οποιοδήποτε είδος προόδου στις διαπραγματεύσεις;

Τον Σεπτέμβριο του 2017, ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Jean Claude Junker, δήλωσε για την Τουρκία ότι «είναι αδιανόητο ο ηγέτης ενός κράτους να αποκαλεί την ΕΕ “φασίστες και ναζί” και να επιθυμεί να γίνει μέλος της», προσθέτοντας ότι «η Ευρώπη είναι μια ήπειρος ώριμων δημοκρατιών και εκείνοι που μας προσβάλλουν, καίνε γέφυρες».

Ένα πολύ ανησυχητικό σημείο είναι ότι ο Εrdogan επιθυμεί να προβαίνει σε πολιτικές παρεμβάσεις «εντός της ΕΕ» για θέματα που ανήκουν αποκλειστικά στην αρμοδιότητα των κρατών μελών της ΕΕ ή των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων. Στην κατεύθυνση αυτή, τον Μάρτιο 2017, μετά τον εορτασμό των 60 χρόνων από την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης, οι 27 αρχηγοί κυβερνήσεων ή κρατών είχαν την «ατυχή» ιδέα να συναντηθούν με τον Πάπα Φραγκίσκο στο Βατικανό χωρίς να έχουν προηγουμένως λάβει «έγκριση» από τον Ερντογάν. Ο θυμός του τελευταίου δεν είχε προηγούμενο: «Δεν είναι δική σας δουλειά να συγκεντρώνεστε γύρω από τον Πάπα! Το Βατικανό δεν είναι μέλος της ΕΕ! Δεν κάνετε την Τουρκία μέλος της ΕΕ επειδή είναι μια ισλαμική χώρα…», χαρακτηρίζοντάς τους Ευρωπαίους ηγέτες ως Σταυροφόρους!

Την ίδια περίοδο, ο Εrdogan, σε ένα ακόμα διχαστικό μήνυμα προς τους συμπατριώτες του που ζουν στην Ευρώπη, τους προέτρεπε, μεταξύ άλλων, να «χρησιμοποιούν τα καλύτερα σχολεία, να οδηγούν τα καλύτερα αυτοκίνητα, να ζουν στα καλύτερα σπίτια και να έχουν πέντε παιδιά, όχι μόνο τρία» (sic), προσθέτοντας «Αυτή είναι η καλύτερη απάντηση που μπορείτε να δώσετε στην αγένεια και εχθρότητα που αντιμετωπίζετε».

Στο πλαίσιο των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας είμαστε μάρτυρες μιας «αντιφατικής» τουρκικής προσέγγισης: Από τη μια πλευρά, η τουρκική πολιτική -τουλάχιστον η επίσημη, έως τώρα- είναι υπέρ της ένταξης, ενώ από την άλλη, δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων αποκαλύπτουν μια δυσαρέσκεια, μίσος ή οργή για τον Διεθνή Οργανισμό στον οποίο επιθυμούν να ενταχθούν.

ΑΠΟΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ

Λίγους μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ως Υπουργού Εξωτερικών, ο Ahmet Davutoglu, στην έναρξη της εκδήλωσης «Οθωμανική κληρονομιά και βαλκανικές μουσουλμανικές κοινότητες σήμερα», στο Σαράγεβο, στις 16.09.2009, χαρακτήρισε τα Βαλκάνια ως «γεωπολιτική ζώνη ασφαλείας», που είχαν γίνει κέντρο της παγκόσμιας πολιτικής κατά την διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας τον 16ο αιώνα». Κηρύσσοντας τότε το νεοθωμανικό δόγμα, πρόσθεσε: «Η Τουρκία θα έπρεπε να (επαν)εφεύρει και επαναλάβει αυτή την χρυσή εποχή των Βαλκανίων».

Χρειάζεται πολύ θράσος και κυνισμός για να πει κάποιος στους λαούς των Βαλκανίων, που στην συντριπτική τους πλειονότητα θεωρούν την οθωμανική εποχή ως «κατοχή», ότι αυτή η «χρυσή εποχή» πρέπει να επαναληφθεί, όμως ελέχθη. Αν αυτό δεν αποτελεί έλλειψη σεβασμού, τότε είναι μια πραγματική απειλή για «νέα κατοχή».

Τον Οκτώβριο 2013, μια πολύ λεπτή περίοδο για το Κόσοβο, κατά την επίσκεψή του στο Prizren, στο νότιο Κοσσυφοπέδιο, ο Εrdogan δήλωσε ότι «η Τουρκία είναι Κόσοβο και το Κόσοβο είναι Τουρκία» δημιουργώντας εκρηκτικές αντιδράσεις κυρίως Σέρβων. Σε ποιο βαθμό θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι τέτοιου είδους δηλώσεις συμβάλλουν στη δημιουργία κλίματος σταθερότητας, συνύπαρξης και συνεργασίας μεταξύ των Βαλκανικών λαών; Ποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι τα φιλοτουρκικά πολιτικά κόμματα στη Βουλγαρία δεν λαμβάνουν οικονομική στήριξη και δεν υφίστανται οικονομική εξαγορά μαζί με κατευθυντήριες γραμμές της Άγκυρας, αδυνατώντας να ακολουθήσουν τη δική τους πολιτική;

Πριν από μερικά χρόνια, σε μια παν-βαλκανική δημοσκόπηση, στο ερώτημα «σε ποιο βαθμό θεωρείτε την Τουρκία ως φίλη χώρα», τα θετικά αποτελέσματα στην Κροατία ήταν 24%, στο Μαυροβούνιο 23%, στην Σερβία 15%, στην Αλβανία 73%, στο Κόσοβο 85% και στην πΓΔΜ 80%.

Τον Απρίλιο του 2009 η Ελλάδα και η Αλβανία υπέγραψαν συμφωνία σχετικά με την οριοθέτηση των αποκλειστικών οικονομικών ζωνών. Τον Ιούνιο του 2017, ο πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος της Αλβανίας, Sali Berisha, κατηγόρησε δημοσίως, κατά την διάρκεια συνεδρίασης του Κοινοβουλίου, τον πρωθυπουργό Edi Rama ότι δωροδοκήθηκε από «τρίτη χώρα» για να ακυρώσει την Συμφωνία! Τα μέσα ενημέρωσης αποκωδικοποίησαν και «φωτογράφισαν» την Τουρκία ως την «τρίτη χώρα».

Η συνεργασία Εrdogan-Rama αναπτύχθηκε κατά τρόπο τόσο «εποικοδομητικό», που τον Μάϊο 2015 ο Εrdogan, κατά την επίσκεψή του στα Τίρανα, χαρακτήρισε ανοιχτά τις αλβανικές ακτές ως «τα σύνορα του νεο-οθωμανισμού στην Αδριατική θάλασσα»! Παράλληλα, Εrdogan «απαίτησε» το κλείσιμο ιδιωτικών πανεπιστημίων και σχολείων «διότι λειτουργούν με τρόπο υποστηρικτικό στον Fetullah Gulen», ενώ ο Rama αναβάθμισε την Τουρκία ως «στρατηγικό εταίρο» με πλήρη οικονομική και εμπορική διείσδυση και διευκόλυνση της Τουρκίας.

21062018-3.jpg

Ο Τούρκος πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν (κέντρο), ο Αλβανός ομόλογός του Έντι Ράμα (αριστερά) και ο ομόλογός του από το Κοσσυφοπέδιο, Hashim Thaci, κατά την διάρκεια επίσκεψης στο Prizren, περίπου 90 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πρωτεύουσας Πρίστινα, στις 23 Οκτωβρίου 2013. REUTERS / Hazir Reka
—————————————————————————————-

Τον Ιανουάριο 2018, ο Εrdogan σε συνέντευξή του στο Arnavud Agency Express προσπάθησε να διαμορφώσει μια νέα ευρωπαϊκή ατζέντα στα Βαλκάνια, δίνοντας έμφαση στο γεγονός ότι «οι Αλβανοί πρέπει σε πρώτο στάδιο να ενοποιήσουν τα εδάφη τους και μετά να προσχωρήσουν στην ΕΕ».

Στα τέλη 2017, ο Εrdogan δήλωσε ότι «τα σύνορα της καρδιάς του εκτείνονται μέχρι την Βιέννη». Μερικές μέρες αργότερα, πρόσθεσε ότι «η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε έκταση 2.000.000 τ.χλμ., ενώ σήμερα η Τουρκία έχει μόνο 783.000 τ.χλμ.», διακηρύσσοντας δημοσίως τη νέα επεκτατική και επιθετική τουρκική πολιτική, με εν επιγνώσει θύμα την ειρήνη και σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή.

Με ειλικρίνεια θα πρέπει να πω ότι τόσο στο νομικό πεδίο όσο και στο πολιτικό έχω συναντήσει διαφοροποιήσεις στη ορολογία και θεώρηση των συνόρων όπως «νόμιμα σύνορα», «χερσαία», «θαλάσσια», «εναέρια», «προσωρινά», «συμφωνημένα» και πολλούς άλλους τρόπους απεικόνισης των συνόρων. Τον όρο «σύνορα της καρδιάς μου», πάντως, δεν τον έχω ακούσει ακόμα ούτε σε τηλεοπτική εκπομπή!

Το κόστος των πολέμων στα Βαλκάνια κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ’90 εκτιμάται, μόνο για τις Ηνωμένες Πολιτείες, σε περισσότερο από 30 δισεκατομμύρια δολάρια. Όπως αναφέρει η Svetlana Broz, η εγγονή του Τίτο, στο άρθρο της υπό τον τίτλο Το Όνομα Μακεδονία Δεν Μπορεί Να Λειτουργήσει: «H Ευρωπαϊκή Ένωση, τα Ηνωμένα Έθνη και η διεθνής κοινότητα έχουν επενδύσει σημαντικό πολιτικό και οικονομικό κεφάλαιο και έχουν καταβάλει μεγάλες προσπάθειες όσον αφορά την ειρήνευση στην πρώην Γιουγκοσλαβία και την ανθρωπιστική βοήθεια στα Βαλκάνια. Αυτό δεν ήταν μάταιο. Είναι προφανές ότι η διεθνής κοινότητα επιδιώκει ένα κλίμα σταθερότητας, συνεργασίας και συναίνεσης, σε μια περιοχή, όπου το μέλλον είναι συνδεδεμένο με την ανάπτυξη».

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ

Χαρακτηριζόμενη από το ΔΝΤ ως «αναδυόμενη / αναπτυσσόμενη οικονομία», η Τουρκία συμμετέχει στις συναντήσεις του G20, στο πλαίσιο του οποίου, κατά την διάρκεια του 2015, ανέλαβε την προεδρία.
Ωστόσο, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, στα τέλη Οκτωβρίου 2017, σύμφωνα με επίσημες τουρκικές στατιστικές, ο πληθωρισμός έφθασε το 11,9%, επίπεδο διπλάσιο του στόχου που έχει θέσει η Κεντρική Τράπεζα (5%).

Ένα άλλο ανησυχητικό φαινόμενο είναι ότι κατά τους τελευταίους τρεις μήνες του 2017 επενδύσεις αξίας πάνω από 1 δισεκατομμύριο δολάρια στην Τουρκία, προτίμησαν να εγκαταλείψουν την χώρα.

Την ίδια περίοδο, η υποτίμηση της τουρκικής λίρας έναντι του δολαρίου ΗΠΑ έφτασε στο επίπεδο του 15%, ενώ εντός του 2018 υποτιμήθηκε περαιτέρω 20%. Σε μια εκτεταμένη ανάλυση, το Royal Institute of International Affairs του Chatham House, πριν από ένα χρόνο, παρατήρησε ότι «κάθε τουρκική λίρα που θα υποτιμηθεί θα έχει διακλαδώσεις στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, ο οποίος ήδη φέρει το βάρος του τουρκικού χρέους, φτάνοντας το 25% του ΑΕΠ». Η ανάλυση υπογραμμίζει ότι «η εξωτερική πολιτική του Εrdogan βλάπτει την τουρκική οικονομία», ο συνολικός όγκος των εξαγωγών της οποίας μειώθηκε κατά 8,7% το 2015. Επιπλέον, το εμπόριο με το Ιράν μειώθηκε από 21,89 δολάρια το 2012 σε 9,7 το 2015 , ενώ η κατάρριψη του ρωσικού Su-24 τον Νοέμβριο 2015, είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια περισσότερο από 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην τουρκική οικονομία. Σύμφωνα, πάντως, με διεθνείς οικονομικούς κύκλους, οι προεκλογικές διακυμάνσεις της τουρκικής οικονομίας όχι μόνο αποτελούν το αδύνατο σημείο του Εrdogan αλλά εξελίσσονται στον χειρότερο εφιάλτη του.

ΤΟ ΚΟΥΡΔΙΚΟ

Σύμφωνα με διεθνείς στατιστικές, οι Κούρδοι είναι η τέταρτη μεγαλύτερη εθνότητα στη Μέση Ανατολή, που τα μέλη της διαβιούν σε Ιράκ, Ιράν, Τουρκία, Συρία και έχει διασπορά στην Ευρώπη, συνολικά περίπου 37 εκατομμύρια μέλη.

Τις τελευταίες δεκαετίες, η μεγάλη επιτυχία της τουρκικής διπλωματίας είναι η προβολή στη διεθνή κοινή γνώμη και η έμφαση στο «κουρδικό πρόβλημα», μόνο ως προς την τρομοκρατική οργάνωση PKK, αφήνοντας έξω από την γενική εικόνα τα πραγματικά προβλήματα του κουρδικού λαού!

Η φυλάκιση του ηγέτη του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος Selahattin Demirtas -και ο εκλογικός αγώνας του τελευταίου μέσα από την φυλακή- είναι μια ακόμη επιβεβαίωση των ανωτέρω. Ο Demirtas, γνωστός και ως «ο Obama των Κούρδων», στο συνέδριο του κόμματός του, τον Μάιο του 2017, υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ότι «Ό,τι και αν συμβεί, το HDP δεν θα εγκαταλείψει την δημοκρατική πολιτική, θα επιμείνει με μεθόδους ειρηνικές, χωρίς βία, για να βρει λύση πολιτική στα προβλήματα», ζητώντας να προετοιμαστεί «ένα σχέδιο αγώνα υπέρ της Δημοκρατίας και της Ειρήνης».

Παρ’ όλα αυτά, οι προτάσεις των εισαγγελέων προβλέπουν 142 χρόνια φυλάκισης(!) για τον Demirtas, λόγω των δηλώσεών του, οι οποίες «προσβάλλουν τον τουρκικό λαό, την κυβέρνηση και τους κρατικούς θεσμούς» καθώς επίσης και 83 χρόνια για το υψηλόβαθμο στέλεχος του κόμματος, Yuksekdag.

21062018-4.jpg

Οι υποστηρικτές του κυριότερου φιλοκουρδικού Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος (HDP) της Τουρκίας, κρατούν μάσκες του φυλακισμένου πρώην ηγέτη και προεδρικού υποψηφίου, Σελαχατίν Ντεμιρτάς, κατά την διάρκεια διαδήλωσης στην Άγκυρα της Τουρκίας, στις 19 Ιουνίου 2018. REUTERS / Umit Bektas
——————————————————————————–

Το Σύνταγμα της Τουρκίας αποδέχεται ενιαία εθνική ένδειξη για όλους τους πολίτες, επομένως αναγνωρίζει μόνο Τούρκους και όχι άλλες εθνοτικές ομάδες ως εθνικές μειονότητες. Οι πολίτες της κουρδικής καταγωγής αποτελούν μια μεγάλη εθνική και γλωσσική ομάδα.

Πολίτες κουρδικής καταγωγής που αφομοιώνονται στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή της Τουρκίας, θεωρούν τους εαυτούς τους Τούρκους. Στην πολιτική έχουμε συναντήσει παραδείγματα Τούρκων πολιτικών κουρδικής καταγωγής όπως Turgut Ozal, Hikmet Cetin, Bulent Ecevit, Mehmet Simsek, Bekir Bozdag και άλλοι. Ωστόσο, οι πολίτες που σε πολιτικό ή σε δημόσιο πλαίσιο προβάλλουν και υποστηρίζουν την κουρδική τους εθνότητα ή επιλέγουν δημοσίως τη χρήση της κουρδικής γλώσσας, διατρέχουν τον κίνδυνο δημόσιας μομφής ή δίωξης. Και υπάρχουν εκατομμύρια πολίτες στην Τουρκία οι οποίοι αυτο-ταυτοποιούνται ως Κούρδοι.

Πριν από μερικά χρόνια, μια ομάδα τουριστών από την Κεντρική Ευρώπη πραγματοποίησε επίσκεψη στην Τουρκία: Ακούγεται παράξενο, αλλά πουθενά και κανείς, όποιον και αν ρωτούσαν, δεν δεχόταν «την ύπαρξη μειονοτήτων» στην Τουρκία. Ταυτόχρονα, όμως, η ομάδα είχε συναντήσεις με Κουρδικές Ενώσεις, σε πολλές περιοχές, οι οποίες επιβεβαίωναν σημαντικά ποσοστά Κούρδων στον συνολικό πληθυσμό της κάθε περιοχής.

Οι Κούρδοι στο Ιράκ, σε δημοψήφισμα στις 25 Σεπτεμβρίου 2017, ψήφισαν για την ανεξαρτησία τους, με συντριπτική πλειοψηφία 93% και συμμετοχή άνω του 72%. Η μη διακήρυξη της ανεξαρτησίας ερμηνεύεται από τους αναλυτές ως διπλωματική νίκη της Τουρκίας και του Ιράν. Ο Αμερικανός τότε υπουργός Εξωτερικών, Rex Tillerson δήλωσε ότι «η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν αναγνωρίζει το δημοψήφισμα», καλώντας όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη σε αυτήν την περίπτωση να ξεκινήσουν διάλογο.

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΡΙΑ

Τα προβλήματα στις σχέσεις Τουρκίας-Συρίας χρονολογούνται από το 1938, όταν το Σατζάκιο της Αλεξανδρέττας έγινε ανεξάρτητο από την γαλλική εντολή και μετά από τοπικό δημοψήφισμα το 1939 αποφάσισε να ενταχθεί στην Τουρκία ως επαρχία Hatay. Αυτή η αυτο-προσάρτηση δεν έχει ποτέ αναγνωριστεί από την Συρία, η οποία εξακολουθεί να περιλαμβάνει την επαρχία Hatay ως τμήμα της Συρίας στους σχετικούς χάρτες.

Ο τουρκικός έλεγχος της ροής των υδάτων των ποταμών Ευφράτη, Τίγρη και Ορόντη δημιουργεί πρόσθετες εντάσεις και διαμάχες, ενώ η Τουρκία κατηγορεί την Συρία για την υποστήριξη του PKK, οργάνωσης που έχει χαρακτηρισθεί σε διεθνές επίπεδο ως «τρομοκρατική».

Το 2008, Δαμασκός και Τελ Αβίβ εμπιστεύθηκαν στην Τουρκία τον ρόλο του διαμεσολαβητή για να λύσουν την μεταξύ τους διαμάχη ως προς τον έλεγχο των υψωμάτων Γκολάν, αλλά οι συνομιλίες εγκαταλείφθησαν μετά την δραματική επιδείνωση των σχέσεων Τουρκίας-Ισραήλ.

Ο πόλεμος στην Συρία υπήρξε καταλύτης στην γενική πολιτική συμπεριφορά του Εrdogan καθώς και στις σχέσεις Τουρκίας-Συρίας.

Η αραβική άνοιξη τροφοδότησε περαιτέρω τις φιλοδοξίες του Ερντογάν να αναδειχθεί σε ηγετική μορφή στον σουνιτικό μουσουλμανικό κόσμο. Στο πλαίσιο αυτό, ο πρώην «αδελφός Assad» για τον Εrdogan, έγινε «εχθρός νούμερο ένα». Ως εκ τούτου, αναμενόμενη συνέπεια υπήρξε η ενεργή υποστήριξη από τον Εrdogan των ομάδων της συριακής αντιπολίτευσης.

Τον Ιούνιο 2017, ο Τούρκος υπουργός Άμυνας, Fikri Isik, δήλωσε ότι έχουν ολοκληρωθεί 690 από συνολικά 828 χιλιόμετρα τείχους, στα τουρκικά σύνορα με την Συρία.

Αφού η τουρκική πλευρά ανακοίνωσε την ίδια προοπτική κατασκευής τειχών στα σύνορα με την Αρμενία και το Ιράν, πολιτικοί αναλυτές στην Δύση επικεντρώθηκαν στο ότι «η προσέγγιση της Τουρκίας είναι παρόμοια με αυτή της Βόρειας Κορέας, με αυξανόμενη τάση απομονωτισμού, κάτι που δεν συνάδει με χώρα μέλος του ΝΑΤΟ».

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΙΡΑΝ

Δεν είναι πολύ μακρινή η εποχή που ο πρώην πρόεδρος του Ιράν, Mahmoud Ahmadinejad, ενώπιον των εκπροσώπων του Τύπου και των τηλεοπτικών καμερών, αρνήθηκε την προσφορά του τότε Τούρκου προέδρου, Abdullah Gul, κατά την επίσημη επίσκεψή του τελευταίου στην Τεχεράνη, να «μεσολαβήσει» η Τουρκία στην επίτευξη διαλόγου μεταξύ Ιράν και ΗΠΑ: «Αν θέλουμε διάλογο με τους Αμερικανούς θα μιλήσουμε άμεσα μαζί τους» απάντησε, αφήνοντας εμβρόντητο τον υψηλό καλεσμένο του και κονιορτοποιώντας τον πολυδιαφημισμένο «διαμεσολαβητικό ρόλο» της Τουρκίας.

Σε έρευνα του Pew Research Global Survey του 2012, το 54% των Τούρκων αντιτάσσεται στην απόκτηση πυρηνικών όπλων από το Ιράν, το 46% θεωρεί ένα πυρηνικά οπλισμένο Ιράν ως «απειλή» και το 26% υποστηρίζει την χρήση στρατιωτικής δύναμης για να εμποδίσει το Ιράν να αναπτύξει πυρηνικά όπλα.

Από την άλλη πλευρά, η παλαιότερη απόφαση της Τουρκίας να τοποθετήσει ραντάρ αντιπυραυλικού συστήματος του ΝΑΤΟ στα νοτιοανατολικά της χώρας θεωρήθηκε από τους Ιρανούς ως σοβαρή αιτία για διακοπή των σχέσεων.

Στον πόλεμο στην Υεμένη, το Ιράν και η Τουρκία υποστήριξαν αντιμαχόμενες ομάδες, Σιιτών και Σουνιτών, οι οποίες οδήγησαν τον Recep Tayyip Erdogan να δηλώσει ότι «το Ιράν και οι τρομοκρατικές ομάδες πρέπει να αποσυρθούν», ενώ ο υπουργός Εξωτερικών του Ιράν, Mohammad Javad Zarif, απάντησε «η Τουρκία κάνει στρατηγικά λάθη».

Εντούτοις, ο κίνδυνος δημιουργίας ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους, ιδίως μετά το μη αναγνωρισθέν δημοψήφισμα της 25ης Σεπτεμβρίου 2017, το αποτέλεσμα του οποίου έδωσε 92% θετικές ψήφους, διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο για μια «προσέγγιση και συγκυριακή συμμαχία» μεταξύ Ιράν, Τουρκίας και φυσικά Ιράκ.

Διεθνή άρθρα και οι αναλύσεις για την περιοχή ομιλούν για «αενάως διαμορφούμενο πολιτικό τοπίο», ή καλύτερα «κινούμενη άμμο» στην περιοχή. Για τον καθηγητή Huseyin Bagci (Τεχνικό Πανεπιστήμιο Μέσης Ανατολής στην Άγκυρα και ανεπίσημο σύμβουλο στο Γραφείο του Τούρκου Προέδρου), «Μια νέα δομή αναδύεται στην περιοχή, η Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος και το Ισραήλ, ως ένα μπλοκ. Το Ιράν, το Ιράκ και η Συρία το άλλο. Υπάρχει ανταγωνισμός για την περιφερειακή ηγεμονία, και η Τουρκία είναι στη μέση».

Την ίδια στιγμή, η Τουρκία ανακοίνωσε την κατασκευή ενός τείχους 144 χλμ., από ένα σύνολο 500 χλμ. στα τουρκο-ιρανικά σύνορα.

Κατά τους τελευταίους μήνες, οι διμερείς συναντήσεις υψηλού επιπέδου μεταξύ του Ιράν και της Τουρκίας πολλαπλασιάζονται αισθητά. Πολλοί αναλυτές «στέκονται» στο γεγονός ότι τον Οκτώβριο του 2017 ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν Ayatollah Ali Khamenei υπογράμμισε με έμφαση στον Erdogan ότι «το δημοψήφισμα του Κουρδιστάν ήταν μια προσπάθεια των ΗΠΑ να δημιουργήσουν ένα δεύτερο Ισραήλ στην περιοχή». Οι δύο ηγέτες εξέφρασαν την υποστήριξή τους για την ενίσχυση του διμερούς εμπορίου ώστε ο ετήσιος κύκλος εργασιών να φθάσει τα 30 δισεκατομμύρια δολάρια, συμπεριλαμβανομένης της εισαγωγής φυσικού αερίου από την Τουρκία.

Ωστόσο, δύο πολύ έμπειροι αναλυτές από του γνωστού think tank «RAND», o Stephen Larrabee και o Alireza Nader, σε μια προηγούμενη ανάλυση το 2013, θεωρούν αυτή την αισιοδοξία υπερβολική: «Η Τουρκία και το Ιράν υπήρξαν ιστορικά και συνεχίζουν να είναι, περισσότερο ανταγωνιστές παρά στενοί συνεργάτες».

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΙΡΑΚ

Πριν από τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, το σύγχρονο Ιράκ ήταν μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αυτό εξηγεί πολλά πράγματα στην αντίληψη και εν γένει συμπεριφορά της Τουρκίας, στην περίπτωση των συγκεκριμένων διμερών σχέσεων.

Κατά την διάρκεια του πολέμου Ιράν-Ιράκ, η Τουρκία, παρά την επίσημη «ουδέτερη» στάση της, υποστήριξε έμμεσα το Ιράκ.

Ωστόσο, το πρόβλημα των δικαιωμάτων στα ύδατα των ποταμών Ευφράτη και Τίγρη, αν και λιγότερο έντονο από το πρόβλημα με την Συρία, εκτείνει την σκιά του στις σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Ιράκ: Αφορά το πολυδιαφημισμένο τουρκικό σχέδιο GAP, από την δεκαετία του 70, το οποίο προβλέπει την κατασκευή 22 φραγμάτων για σκοπούς άρδευσης και υδροηλεκτρικής ενέργειας.

Η «αραβική άνοιξη» και ο πόλεμος στην Συρία οδήγησαν την Τουρκία στην αναθεώρηση της πολιτικής προσέγγισης για το Ιράκ: Όπως ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Yasar Yakis, υπογραμμίζει, «Λόγω της ρευστότητας των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή, σχεδόν κάθε παίκτης στις περιφερειακές κρίσεις θα μπορούσε σε ένα πεδίο να έχει έλθει σε αντιπαράθεση με άλλον, ενώ έχει συνεργαστεί μαζί του σε ένα άλλο πεδίο. Αυτό ισχύει για την Τουρκία και το Ιράκ τα τελευταία χρόνια. Η Άγκυρα εκώφευε όταν η Βαγδάτη εξέφραζε επιφυλάξεις σχετικές με τις εξαγωγές πετρελαίου από την περιφερειακή κυβέρνηση του Κουρδιστάν (KRG). Αλλά το δημοψήφισμα ανεξαρτησίας του KRG προετοίμασε το έδαφος για την Τουρκία και το Ιράκ να ανοίξουν μια νέα σελίδα. Τώρα συνεργάζονται πραγματικά». «Συνεργάζονται πραγματικά» σε τέτοιο βαθμό, ώστε η Τουρκία να διατηρεί περίπου 2.000 στρατιώτες μέσα στο ιρακινό έδαφος.

Στις 25 Απριλίου 2017, πέντε μαχητές Peshmerga σκοτώθηκαν κατά την διάρκεια τουρκικής επίθεσης στο Sinjar στο Ιράκ. Η Τουρκία ισχυρίστηκε ότι κατέστρεψε «κέντρα τρομοκρατίας». Το Ιράκ καταγγέλλει την επιχείρηση ως παραβίαση της κυριαρχίας του.

Σε ποια έκταση η τρέχουσα συνεργασία Τουρκίας-Ιράκ κατά των Κούρδων είναι περιστασιακή; Το άρθρο 140 του Συντάγματος του Ιράκ (2005) προβλέπει δημοψήφισμα για να καθοριστεί εάν οι πολίτες του Kirkuk επιθυμούν να ενταχθούν στην περιοχή του Κουρδιστάν. Παρ’ όλα αυτά, το δημοψήφισμα δεν έχει πραγματοποιηθεί ποτέ, για διάφορους λόγους. Από την άλλη πλευρά, ορισμένοι πολιτικοί αναλυτές ειδικοί στην περιοχή, πιστεύουν ότι το Ιράν βρίσκεται σε καλύτερη θέση από την Τουρκία ως προς το μέλλον του Kirkuk.

Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερης προσοχής αξίζουν οι παρατηρήσεις του Τούρκου στρατηγού εν αποστρατεία, Naim Baburoglu, ο οποίος συμφωνεί με όσους πιστεύουν ότι η επιρροή της Τουρκίας στο Kirkuk θα είναι περιορισμένη: «Οι εξελίξεις στο Ιράκ δεν είναι ανεξάρτητες από τις εξελίξεις στην Συρία, όπου οι Κούρδοι έχουν επίσης κερδίσει έδαφος με την υποστήριξη των ΗΠΑ και της Ρωσίας. Η Τουρκία υποστηρίζει την εδαφική ακεραιότητα του Ιράκ, την οποία απειλεί η κουρδική διοίκηση. Το PKK χρησιμοποίησε επίσης την γενική αναταραχή για να ενισχύσει τη θέση του στο βόρειο Ιράκ. Είναι επομένως το μικρότερο κακό για την Τουρκία να έχει την κεντρική κυβέρνηση να ελέγχει το Κιρκούκ, στο όνομα της διατήρησης της εδαφικής ακεραιότητας του Ιράκ, ενάντια στις κουρδικές φιλοδοξίες, αφού η ανεξαρτησία των Κούρδων παραμένει η κύρια απειλή για την Τουρκία». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η εδαφική ακεραιότητα του Ιράκ είναι η πρώτη προτεραιότητα για την Τουρκία.

Τα λόγια του Recep Tayyip Erdogan, από το 2009, εστιάζουν ήδη στις επιπτώσεις δημιουργίας ενός κουρδικού κράτους στο Ιράκ: «Προασπίζουμε την ίδρυση και λειτουργία ενός ιρακινού κράτους με βάση την ιθαγένεια του Ιράκ. Ο κοινός παρονομαστής είναι η ιρακινή υπηκοότητα. Εάν δημιουργήσετε ένα κουρδικό κράτος, τότε άλλοι θα προσπαθήσουν να δημιουργήσουν ένα κράτος Σιϊτών και άλλοι ένα αραβικό κράτος. Έτσι, θα διαιρεθεί το Ιράκ στα τρία. Αυτό μπορεί να οδηγήσει το Ιράκ σε εμφύλιο πόλεμο».

Αποφεύγουν, βέβαια, να μιλήσουν για τις επιπτώσεις στην Τουρκία.

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΡΜΕΝΙΑ

Παρά το δόγμα του Ahmet Davutoglu «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες», οι σχέσεις της Τουρκίας με την Αρμενία είναι περιορισμένες, αν όχι παγωμένες.

Η Τουρκία ήταν μεταξύ των πρώτων χωρών που αναγνώρισαν την ανεξαρτησία της Αρμενίας, το 1991, αλλά μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν επίσημες διπλωματικές σχέσεις. Μετά την κρίση του Nagorno Karabakh, τα σύνορα της Τουρκίας με την Αρμενία παραμένουν κλειστά.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, πριν από το πρόσφατο ψήφισμά του το 2015, είναι ο πρώτος διεθνής οργανισμός που αναγνώρισε, από το 1987, τα τραγικά γεγονότα μεταξύ 1915-1917 ως γενοκτονία, στο ψήφισμά του «για μια πολιτική λύση στο αρμενικό ζήτημα» (Vandemeulbroucke Report, 18.06.1987).
Τον Ιούλιο του 2001, στην Γενεύη δημιουργήθηκε η Επιτροπή Τουρκο-Αρμενικής Συμφιλίωσης με δέκα μέλη από την Αρμενία, την Τουρκία, τη Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η Τουρκία, και ειδικότερα η Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση, προώθησαν την ιδέα της δημιουργίας μιας κοινής επιτροπής αποτελούμενης από ιστορικούς από την Τουρκία και την Αρμενία «που θα εξετάσει τα εθνικά αρχεία των δύο χωρών και θα αποκαλύψει τα ευρήματα της έρευνάς τους στο διεθνές κοινό». Η θέση της Αρμενίας, η οποία αντικατοπτρίζεται στην επίσημη απάντηση του προέδρου Robert Kocharyan στον πρόεδρο Recep Tayyip Erdogan το 2005, ήταν ότι «είναι ευθύνη των κυβερνήσεων να αναπτύξουν διμερείς σχέσεις και δεν έχουμε το δικαίωμα να μεταβιβάσουμε αυτή την ευθύνη στους ιστορικούς».
Η δολοφονία του γνωστού δημοσιογράφου και συγγραφέα Hrant Dink, Ιανουάριο 2007, ενός Τούρκου πολίτη αρμενικής καταγωγής, επιδείνωσε τις διμερείς σχέσεις, καθώς ο Dink συνέβαλε στην προώθηση συζήτησης για την Αρμενική Γενοκτονία.

Τον Σεπτέμβριο 2008, ο πρόεδρος της Τουρκίας, Αμπντουλάχ Γκιούλ, πραγματοποίησε την πρώτη -αν και ανεπίσημη- επίσκεψη αρχηγού του τουρκικού κράτους στην Αρμενία, μετά από πρόσκληση του προέδρου Serzh Sargsyan, για να παρακολουθήσει αγώνα προκριματικών του Παγκοσμίου Κυπέλλου FIFA μεταξύ εθνικών ομάδων ποδοσφαίρου των δύο χωρών.

Οι Υπουργοί Εξωτερικών, Eduard Nalbandyan και Ahmet Davutoglu, υπέγραψαν «συμφωνία ομαλοποίησης των σχέσεων», στην Ζυρίχη, στις 10 Οκτωβρίου 2009. Στην υπογραφή παρευρέθησαν οι υπουργοί της Γαλλίας, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας, Bernard Kouchner, Hillary Clinton και Sergey Lavrov αντίστοιχα. Η Ελληνική Προεδρία, εκείνη την εποχή, στο πλαίσιο του ΟΑΣΕ, χαιρέτισε με επίσημη δήλωση «την ιστορική συμφωνία για την ομαλοποίηση των σχέσεων Τουρκίας και Αρμενίας». Για διάφορους λόγους, η απαρίθμηση των οποίων βρίσκεται έξω από την παρούσα ανάλυση, η συμφωνία αυτή θεωρείται σήμερα ως «νεκρό γράμμα». Τα σύνορα Τουρκίας-Αρμενίας παραμένουν κλειστά, τα γεωργιανά λιμάνια Batumi και Poti καλύπτουν τουλάχιστον το 70% του εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου της Αρμενίας.

Η γενοκτονία των Αρμενίων αναγνωρίζεται ήδη από 29 κράτη, μέλη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, το Συμβούλιο της Ευρώπης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τις αμερικανικές εβραϊκές οργανώσεις και 48 από τις 50 πολιτείες των ΗΠΑ, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) , ενώ ο Πάπας Φραγκίσκος Α΄, χαρακτήρισε τα τραγικά γεγονότα του 1915-1917 ως «την πρώτη γενοκτονία του 20ού αιώνα».

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ

Και οι δύο χώρες είναι μέλη του ΝΑΤΟ, αλλά η Βουλγαρία είναι πλήρες μέλος της ΕΕ ενώ η Τουρκία είναι υποψήφια χώρα. Και οι δύο είναι μέλη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας Ευξείνου Πόντου (ΟΣΕΠ) με διμερή οικονομικό και εμπορικό κύκλο εργασιών που φθάνει τα 4 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.
Στην Βουλγαρία υπάρχουν περίπου 700.000 Βούλγαροι τουρκικής καταγωγής, δηλαδή περισσότερο από το 9% του συνολικού πληθυσμού, ενώ στην Τουρκία ζουν περισσότεροι από 400.000 Βούλγαροι, Τούρκοι υπήκοοι.

Οι πολιτικοί αναλυτές δεν διστάζουν να χαρακτηρίσουν το Εθνικό Απελευθερωτικό Κίνημα των Τούρκων στην Βουλγαρία, το οποίο σχηματίστηκε το 1984, ως τρομοκρατική οργάνωση, οι ηγέτες του οποίου δημιούργησαν την 1η Ιανουαρίου 1990 το Κίνημα για τα Δικαιώματα και την Ελευθερία (Κόμμα MRF) με επικεφαλής τον Ahmed Dogan.

Τον Απρίλιο 2016, το «Δημοκρατικό Κόμμα Ευθύνης, Ελευθερίας και Ανοχής» (Κόμμα DOST) δημιουργήθηκε από τον Lyutvi Mestan, ο οποίος «εξοστρακίσθηκε» από το Κόμμα MRF, εφόσον «δικαιολόγησε» την κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού από την Τουρκία, Νοέμβριο 2015. «Dost» σημαίνει στα τουρκικά «στενός φίλος», ενώ, στην περίπτωση αυτή, ο ηγέτης του, Lyutvi Mestan, κατηγορείται από τον ηγέτη του MRF, για την δημιουργία και προώθηση ενός «ισλαμιστικού πολιτικού κόμματος».

Ο Erdogan, σε ομιλία του στην Άγκυρα, πριν από τις εκλογές στην Βουλγαρία, προέτρεψε ανοιχτά τους Βούλγαρους ψηφοφόρους τουρκικής καταγωγής να ψηφίσουν μαζικά το κόμμα DOST. Ο Τούρκος ηγέτης κατηγορεί το MRF ότι ασκεί πολιτική υπέρ της Ρωσίας. Στο πλαίσιο αυτό ο Βούλγαρος πρωθυπουργός κατά την διάρκεια της εκλογικής περιόδου, Ognyan Gerdzhikov, δεν δίστασε να υπογραμμίσει με έμφαση ότι «η Τουρκία μετά την πτώση του κομμουνισμού πριν από 26 χρόνια προσπαθούσε να επηρεάζει τις εκλογές στην Βουλγαρία και τώρα δεν πράττει τίποτα το διαφορετικό».

Οι επενδύσεις της Τουρκίας στην Βουλγαρία κατά το πρώτο τρίμηνο 2017 ανήλθαν σε 24,5 εκατομμύρια ευρώ, ενώ το Νοέμβριο περισσότεροι από 500 εκπρόσωποι και των δύο χωρών συμμετείχαν στο Forum της Σόφιας.

Η Τουρκία προβάλλει τις δυνατότητές της ως εγγυήτρια της ενεργειακής ασφάλειας της Βουλγαρίας. Παρ’ όλα αυτά, μια ανακοίνωση της βουλγαρικής κυβέρνησης, μετά την συνάντηση του πρωθυπουργού, Boiko Borissov, με τον υπουργό Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Τουρκίας, Omer Celik, Νοέμβριο 2017, υπογραμμίζει ότι «οι δύο πλευρές συμφώνησαν ότι οι σχέσεις της Βουλγαρίας με την Τουρκία βασίζονται στις αρχές της καλής γειτονίας, αμοιβαίο σεβασμό και μη παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις του άλλου».

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Η «Ένωση Τουρκο-αμερικανών για τον Ατατούρκ» που αντικατοπτρίζει την «κεμαλική ανίληψη», σε επίσημη δήλωση υπογραμμίζει ότι «Η Συνθήκη της Λωζάννης πρέπει να θεωρηθεί ως η Συνθήκη που άλλαξε την πορεία των παγκόσμιων εξελίξεων και άνοιξε τον δρόμο στο ελεύθερο και δημοκρατικό σύστημα στον 20ο αιώνα. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Συνθήκης της Λωζάννης είναι ότι δεν ήταν μόνο ένα εργαλείο για την ειρήνη, το πιο σημαντικό ήταν η διεθνής αναγνώριση ενός νέου κράτους. Ήταν το πιστοποιητικό θανάτου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το πιστοποιητικό γέννησης της Τουρκικής Δημοκρατίας».

Πράγματι, η Συνθήκη της Λωζάννης του 1923 ήταν ένα «δώρο» της διεθνούς κοινότητας στη νεοσυσταθείσα Τουρκική Δημοκρατία, ελαχιστοποιώντας -εις βάρος άλλων συμμάχων, και ιδιαίτερα της Ελλάδος- τους όρους της Συνθήκης των Σεβρών, 1920, στην Τουρκία, ως χαμένης του Α΄παγκοσμίου πολέμου.

Αξίζει να υπομνησθεί ότι ο μεγάλος Έλληνας ηγέτης εκείνης της περιόδου, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ανέπτυξε ειλικρινές πνεύμα συνεργασίας και φιλίας με τον Kemal Ataturk, σε τέτοιο βαθμό που, στις 12 Ιανουαρίου 1934, με επίσημη επιστολή προς τον Πρόεδρο της Επιτροπής Βραβείων Νόμπελ, πρότεινε τον Τούρκο ομόλογό του «για την διακεκριμένη τιμή του βραβείου Νόμπελ Ειρήνης».

Όπως είναι γνωστό, η Συνθήκη της Λωζάννης δεν αναφέρεται μόνο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Πρόκειται για μια διεθνή Συνθήκη Ειρήνης, μεταξύ της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας, της Ελλάδος, της Ρουμανίας και του Σερβο-κροατο-σλοβενικού κράτους από τη μια πλευρά και της Τουρκίας από την άλλη. Ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, τα σύνορα της Τουρκίας, της Βουλγαρίας, της Ελλάδος, της Συρίας, της Περσίας (Ιράν) και του Ιράκ. Ορίζει ότι «η Τουρκία αναγνωρίζει και αποδέχεται τα σύνορα της Γερμανίας, της Αυστρίας, της Βουλγαρίας, της Ελλάδας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας, της Ρουμανίας, του Σερβο-κροατο-σλοβενικού κράτους και του Τσεχοσλοβακικού κράτους…». Επιβεβαιώνει την «παραίτηση από την Τουρκία όλων των δικαιωμάτων και των τίτλων για την Αίγυπτο και το Σουδάν…» καθώς και ότι «η Τουρκία αναγνωρίζει την οριστική κατάργηση όλων των δικαιωμάτων και προνομίων που απολάμβανε στην Λιβύη…», αναγνωρίζοντας, επίσης, τα δικαιώματα των υπηκόων της Τυνησίας, της Λιβύης και του Μαρόκου που είναι εγκατεστημένοι στην Τουρκία. Τέλος, η Συνθήκη ορίζει ότι «η Τουρκία αναγνωρίζει την προσάρτηση της Κύπρου που διακηρύχθηκε από την βρετανική κυβέρνηση…». (“Turkey hereby recognizes the annexation of Cyprus proclaimed by the British Government…..”). Στην πραγματικότητα, αυτή η διατύπωση δεν αφήνει κανένα περιθώριο νομικής και πολιτικής βάσης για μελλοντικά δικαιώματα της Τουρκίας στην Κύπρο.

Οι εμπειρογνώμονες του Διεθνούς Δικαίου, των Τούρκων συμπεριλαμβανομένων, συμπίπτουν στην διαπίστωση ότι «Μια διεθνής συνθήκη ειρήνης δεν παύει να ισχύει εκτός αν προβλέπεται ημερομηνία λήξης ή έχει κηρυχθεί (νέος) πόλεμος μεταξύ των μερών».

Στο πλαίσιο αυτό, ας δούμε μερικά ενδιαφέροντα σημεία αναφοράς στο ταξίδι της Συνθήκης της Λωζάνης κατά την διάρκεια περίπου δέκα προηγούμενων δεκαετιών.

Μέχρι το 1973, η Τουρκία, ποτέ -τουλάχιστον επίσημα- δεν αμφισβήτησε τα θαλάσσια και εναέρια σύνορα της Ελλάδος. Ήταν αφότου η Ελλάδα βρήκε πετρελαϊκά αποθέματα στην θαλάσσια περιοχή της Θάσου που άρχισαν οι παραβιάσεις των χωρικών υδάτων και του εναέριου χώρου της Ελλάδος σε καθημερινή πλέον βάση.

Με την Τουρκία να μη συμμετέχει στην Συμφωνία για το νέο Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) 1982, η ελληνική κυβέρνηση ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 είχε προτείνει στην Τουρκία την κοινή προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την επίλυση της μοναδικής νομικής διαφοράς, δηλαδή της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδος. Παρά το αρχικό θετικό Κοινό Ανακοινωθέν, η Τουρκία υπαναχώρησε στην συνέχεια και το αρνείται μέχρι σήμερα.

Στις 31 Μαΐου 1995, η Ελλάδα επικυρώνει την Σύμβαση UNCLOS, όπως το έχουν πράξει μέχρι σήμερα 167 συμμετέχοντα κράτη και όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Η άμεση ανταπόκριση της Τουρκίας ήταν το ψήφισμα της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της 8ης Ιουνίου 1995 που απειλεί την Ελλάδα με «στρατιωτικές ενέργειες», αν η τελευταία αποφασίσει να εφαρμόσει την Σύμβαση. Η πολιτική «casus belli», έναντι εξάσκησης νομίμου δικαιώματος! Αυτό που είναι αυτονόητο για όλα τα κράτη του κόσμου, αντιμετωπίζει την τουρκική «αλλεργία» ενάντια στο Διεθνές Δίκαιο, στην περίπτωση αυτή.

Η «Συνθήκη σχετικά με το καθεστώς των Στενών», που υπογράφηκε στο Montreux, 20 Ιουλίου 1936, ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «Επιθυμώντας να ρυθμίσουν την διαμετακόμιση και πλοήγηση στα Στενά των Δαρδανελλίων, την Θάλασσα του Μαρμαρά και τον Βόσπορο αναφερομένων υπό τον γενικό όρο “Στενά” (Straits)…» Παραταύτα, σε άμεση αντιπαράθεση με τις διεθνείς συμβάσεις, η τουρκική πλευρά χρησιμοποιεί τον όρο «Τουρκικά Στενά» (Turkish Straits). Επιπλέον, το 1993, οι τουρκικές αρχές έθεσαν σε ισχύ αυθαίρετους κανόνες σχετικά με τη ναυσιπλοΐα μέσω των Στενών, κατά παράβαση της Συνθήκης του Montreux.

Τον Δεκέμβριο 2017 ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας, Binali Yildirim, επικεντρώθηκε σε παλαιότερες δηλώσεις του Suleiman Demirel, 1998, ότι «τα γκρίζα σημεία στο Αιγαίο περιλαμβάνουν 132 νησιά ή βραχονησίδες, υπό την έννοια ότι δεν έχουν οριοθετηθεί από την Συνθήκη της Λωζάννης». Σε αυτή την βάση, ο υπουργός Εξωτερικών, Mevlut Cavusoglu, οργίλος, δήλωσε πρόσφατα ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση: Είτε ο διπλωματικός διάλογος, είτε το Διεθνές Δικαστήριο, είτε η στρατιωτική παρέμβαση (!), Αλλά θα τα «πάρουμε τα νησιά».

Παραταύτα, οι δηλώσεις του προέδρου του CHP και αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Kemal Kilicdaroglu, είναι ακόμη πιο ανησυχητικές: «Το 2019, όταν θα βρισκόμαστε στην εξουσία, θα “πάρουμε” 18 νησιά από την Ελλάδα! Παλαιότερα, οι Έλληνες προέβαλαν και για την Κύπρο, “Ελάτε να την πάρετε” (Moλών λαβέ). Ποια ήταν η απάντηση του αείμνηστου Ecevit; Πήγε και “την πήρε”».

Αν η δήλωση του υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας ότι «δεν υπάρχουν θαλάσσια σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στο Αιγαίο», βρίσκεται εκτός όποιου σοβαρού πλαισίου συζήτησης, η «πρωτοβουλία» της Τουρκίας να δεσμεύσει με επίσημη NAVTEX τρεις εκτεταμένες περιοχές στο Αιγαίο, για στρατιωτικές ασκήσεις, καθ΄όλη τηn διάρκεια του 2018, βρίσκεται πέρα από κάθε φαντασία!

21062018-5.jpg

Ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος, Νίκος Κοτζιάς (αριστερά) και ο Τούρκος ομόλογός του, Mevlut Cavusoglu, μετά από συνέντευξη Τύπου στην Άγκυρα, Τουρκία, στις 24 Οκτωβρίου 2017. REUTERS / Umit Bektas
—————————————————————————–

Ωστόσο, θα πρέπει να υπενθυμισθεί ότι η UNCLOS αποτελεί πλήρες τμήμα του «κεκτημένου» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία επιθυμεί η Τουρκία να εισέλθει.

Πριν από τη Συνθήκη της Λωζάννης, οι Έλληνες στην Κωνσταντινούπολη έφθαναν τους 279.788 σύμφωνα με την τουρκική απογραφή του 1920. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με την Αγγλο-Γαλλική απογραφή, οι Μουσουλμάνοι στην Δυτική Θράκη ήταν 86.793 άτομα. Σήμερα στην Κωνσταντινούπολη παραμένουν κάτι λιγότερο από 4.000 Έλληνες, ενώ στην Δυτική Θράκη υπάρχει ένας ακμάζων μουσουλμανικός πληθυσμός πάνω από 120.000. Αυτό είναι το αποτέλεσμα: Αύξηση κατά 50% περίπου στην Δυτική Θράκη, σε σύγκριση με μείωση περίπου 95% στην Κωνσταντινούπολη.

Ένα ενορχηστρωμένο πογκρόμ κατά της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη τον Σεπτέμβριο του 1955, που προβλήθηκε έντονα στον διεθνή Τύπο εκείνης της περιόδου, υποχρέωσε πολλούς Έλληνες να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και την Κωνσταντινούπολη. Παραταύτα, το 1964 το πογκρόμ ήταν ακόμα πιο έντονο, αφού τα μέλη της ελληνικής μειονότητας υποχρεώθηκαν να φύγουν αμέσως, αφήνοντας όλη τους την περιουσία στην Τουρκία.

Την άνοιξη του 2004, ο Recep Tayyip Erdogan, που πρόσφατα είχε αναλάβει την εξουσία, επισκέφθηκε την Δυτική Θράκη μαζί με τον τότε υπουργό Εξωτερικών, Abdullah Gul, δίνοντας το μήνυμα στο ακροατήριό του «να δουλεύουν και να έχουν πρόοδο στην Ελλάδα και να αγαπούν την Ελλάδα επειδή ζουν στην χώρα αυτή», δεχόμενος τα χειροκροτήματα τους και τους επαίνους του τουρκικού Τύπου.

Μετά από δεκατρία χρόνια, σε 180 μοίρες αντίθετη κατεύθυνση, ο Erdogan επισκεπτόμενος και πάλι τη Δυτική Θράκη -μετά από επισκέψεις του πρωθυπουργού, Binali Yildirim, και του αντιπροέδρου της κυβέρνησης, Hakan Cavusoglu, που προηγήθηκαν σε διάστημα έξι μηνών!- απευθυνόμενος διχαστικά σε Έλληνες μουσουλμάνους πολίτες ως «Τούρκους», πρόσθεσε ότι «Εμείς (οι Τούρκοι) έχουμε τέσσερα μέλη στην Βουλή των Ελλήνων που πρέπει να κάνουν πολλά πράγματα», χαιρετώντας με τον συμβολικό μουσουλμανικό τρόπο με τέσσερα δάκτυλα (rabia).

Ο όρος rabia σημαίνει στα αραβικά «τέσσερα» και έχει αναδυθεί το 2013 στην Αίγυπτο από την Μουσουλμανική Αδελφότητα προκειμένου να υποστηρίξει τον Mohamed Morsi. Έχει επίσης ένα μυστικιστικό νόημα, συμβολίζοντας τα τέσσερα βήματα στην εξουσία, δηλαδή την παρουσία του Ισλάμ, την επιλογή των μελλοντικών Μουσουλμάνων Αδελφών, τη σύγκρουση και την κυριαρχία. Όλα αυτά τα μηνύματα επιβεβαιώνουν έναν έντονο αλυτρωτισμό. Αλλά, μια στιγμή: Αλυτρωτισμός για τι; Στην Ελλάδα, οι Έλληνες πολίτες της μουσουλμανικής μειονότητας αντιμετωπίζουν θετική διάκριση σε σχέση με όλους τους άλλους πολίτες, όπως η ειδική ποσόστωση υπέρ των Μουσουλμάνων φοιτητών για εισαγωγή στα πανεπιστήμια, η οποία είναι ήδη σε ισχύ από το 1996.

Όσον αφορά την πρόσφατη επίσκεψη αυτή καθαυτή του Erdogan στην Ελλάδα, τον Δεκέμβριο του 2017, οι New York Times υπογραμμίζουν ότι «ο Erdogan επιθυμούσε να προβάλει φωτογραφία του σε χώρα του ΝΑΤΟ και της ΕΕ», λαμβάνοντας υπόψη την απομόνωση και ένδεια προσκλήσεων μετά το πραξικόπημα του Ιουλίου 2016.

Παρά το γεγονός ότι όλοι οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι νόμισαν ότι η επίσκεψη αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει «γέφυρα» μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας, ο Erdogan δεν είχε κανένα δισταγμό να τινάξει στον αέρα το κλίμα μιας επιδιωκόμενης γόνιμης συζήτησης σχετική με θέματα διμερούς συνεργασίας, θέτοντας υπό αμφισβήτηση το κύρος της Συνθήκης της Λωζάννης (μετά από 94 χρόνια!…), προωθώντας άσχετους και αβάσιμους ισχυρισμούς για τα ελληνικά νησιά, επιμένοντας στην ονομασία της μουσουλμανικής μειονότητας της Δυτικής Θράκης ως «τουρκικής» (παρά το γεγονός ότι η Συνθήκη της Λωζάννης δεν αναγνωρίζει εθνικές μειονότητες) και προωθώντας ακόμα την απαίτηση για έκδοση «εδώ και τώρα» των 8 Τούρκων αξιωματικων, αιτουμένων άσυλο στην Ελλάδα μετά το πραξικόπημα, ένα ζήτημα καθαρής αρμοδιότητας της Δικαιοσύνης.

Απολαύοντας καθολικής ευρωπαϊκής και διεθνούς αναγνώρισης, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, είναι ένας από τους πλέον γνωστούς και με υψηλή εκτίμηση καθηγητές του Δικαίου, ανάμεσα στα «μεγάλα ονόματα» της Νομικής Επιστήμης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Προκαλεί λοιπόν θυμηδία και αντίφαση (στην πλέον επιεική εκδοχή) να ακούει κάποιος τον Τούρκο Πρόεδρο να απευθύνεται με ύφος υπεροπτικό στον Έλληνα ομόλογό του, λέγοντας ότι «Δεν είμαι καθηγητής Δικαίου, αλλά γνωρίζω πολύ καλά το πολιτικό δίκαιο (ή το δίκαιο της πολιτικής)». Πράγματι, στην καριέρα μου, έχω διαχειριστεί πολλούς τομείς και διαιρέσεις του δικαίου, αλλά είναι η πρώτη φορά που συναντώ τον όρο «πολιτικό δίκαιο» ή «δίκαιο της πολιτικής». Πιθανόν, πρέπει να είναι η νέα εφεύρεση του κ. Erdogan.

Η θύελλα των δηλώσεων της διεθνούς κοινότητας, ιδιαίτερα από ΗΠΑ, Γερμανία, Βουλγαρία, και Γαλλία, ως προς την δυναμική και ισχύ της Συνθήκης της Λωζάννης, δεν άφησε περιθώριο αισιοδοξίας στον Erdogan. Ωστόσο, το πιο καταλυτικό χτύπημα εναντίον των επιχειρημάτων του ήρθε «εκ των ένδον», από τον ηγέτη του CHP, Kemal Kilicdaroglu: «Εάν ο Πρόεδρος της Τουρκίας δεν γνωρίζει Ιστορία, τότε πρέπει να καλέσει έναν ιστορικό να του εξηγήσει. Η Συνθήκη της Λωζάννης αποτελεί προνόμιο για την Τουρκία, ενώ και ο ίδιος ο Erdogan είχε δηλώσει, παλαιότερα, ότι η Συνθήκη της Λωζάννης αποτελεί προνόμιο για την Τουρκία. Εμείς υπερασπίζουμε την Συνθήκη της Λωζάνης, το AKP υπερασπίζεται την Συνθήκη των Σεβρών. Υποστηρίζουμε την Δημοκρατία, υπερασπίζονται τον Χαλιφάτο. Υπερασπιζόμαστε τους πολίτες, υπερασπίζονται την δουλεία».

Υπάρχει ζήτημα ιδιαίτερης ευαισθησίας για τον ελληνικό λαό: Μετά τις «επιτυχείς» επιχειρήσεις του οθωμανικού καθεστώτος εναντίον των Αρμενίων την περίοδο 1915-1917, η νέα κυβέρνηση του Μουσταφά Κεμάλ, στις 19 Μαΐου 1919, έθεσε σε ισχύ ένα τέλεια οργανωμένο σχέδιο για την εξόντωση περισσότερων από 350.000 Ελλήνων κατοίκων στην περιοχή του Πόντου, στην Τουρκία.

Εντός των ορίων της παρούσας ανάλυσης, δεν αναφέρω τίποτα περισσότερο από την δήλωση του τότε Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Woodrow Wilson: «Δίδω την συμπάθεια της καρδιάς μου σε κάθε προσπάθεια που καταβάλλει ο λαός των Ηνωμένων Πολιτειών για να ανακουφίσει τα τρομερά δεινά των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Κανείς δεν υπέφερε περισσότερο ή περισσότερο άδικα απ΄ ότι εκείνοι…», καθώς και του Βρετανού πρωθυπουργού, David Lloyd George, σε ομιλία του για εκτοπίσεις των Ελλήνων στη Βουλή των Κοινοτήτων: «…δεκάδες χιλιάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά έχουν εκτοπισθεί και δεκάδες χιλιάδες έχασαν τη ζωή τους. Ήταν καθαρή σκόπιμη εξόντωση» (pure deliberate extermination), προσθέτοντας ότι «εξόντωση δεν είναι δικός μου όρος. Είναι ο όρος που χρησιμοποιείται στην συγκεκριμένη περίπτωση από την εκεί αμερικανική αποστολή».

Ένα πρόσφατο περιστατικό επιβεβαιώνει το γενικό κλίμα σήμερα στην Τουρκία εναντίον των Ελλήνων και δεν αποτελεί «γνώμη» ή «εκτίμηση» αλλά είναι γεγονός: Ο μεγάλος Έλληνας κυνικός φιλόσοφος του 5ου-4ου αιώνα π.Χ., Διογένης, γεννήθηκε στην Σινώπη, πόλη στον Εύξεινο Πόντο. Η πλατεία της πόλης ήταν, από πολλές δεκαετίες, διακοσμημένη με ένα άγαλμα αυτού του κλασσικού φιλόσοφου. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσίευση της εφημερίδας Hurriet οι δημοτικές Αρχές, σχεδιάζουν να αφαιρέσουν το άγαλμα του γεννηθέντος στην πόλη τους φιλοσόφου, «μετά από διαμαρτυρίες πολιτών ότι ο τελευταίος διαχέει την ελληνική φιλοσοφία» (sic).

Τελευταίο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό: Η Τουρκία, με την οικονομική συνεργασία και υποστήριξη της ρωσικής τεχνολογίας, ξεκίνησε την κατασκευή στο Akkuyu, κοντά στα θαλάσσια σύνορα με την Ελλάδα, σε μια ιδιαίτερα σεισμογενή περιοχή, μιας μονάδας παραγωγής πυρηνικής ενέργειας. Αυτό σημαίνει ότι εκτός από τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της ρύπανσης, σε μερικά χρόνια η Τουρκία θα αποτελεί εν δυνάμει πυρηνική δύναμη στην ευαίσθητη ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.

ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ – ΙΣΡΑΗΛ

Οι σχέσεις Τουρκίας-Ισραήλ πέρασαν πολλές διακυμάνσεις κατά τη διάρκεια των τελευταίων επτά δεκαετιών. Η Τουρκία, μολονότι είχε καταψηφίσει το Σχέδιο των Ηνωμένων Εθνών για την Παλαιστίνη, αναγνώρισε το κράτος του Ισραήλ το 1949.

Μετά την αναγνώριση από το Ισραήλ της Ιερουσαλήμ ως «αιώνιας πρωτεύουσας» του, η τουρκική αντιπροσωπεία υποβαθμίστηκε στο επίπεδο του «Δεύτερου Γραμματέα», το 1980. Το 1990 υπογράφηκε συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ της Ισραηλινής Mossad και της Τουρκικής MIT. Ωστόσο, το Ισραήλ κατηγορεί την Τουρκία ότι «πρόδωσε την στρατηγική του εμπιστοσύνη και παραβίασε τους άγραφους κανόνες διεθνούς συμπεριφοράς και σχέσεων στον τομέα των πληροφοριών», στον πόλεμο κατά του ISIS.

Στις αρχές του 2006, το Ισραηλινό Υπουργείο Εξωτερικών περιέγραφε τις σχέσεις της χώρας του με την Τουρκία ως «άριστες». Ωστόσο, τον Οκτώβριο του 2009, ο πρωθυπουργός του Ισραήλ, Benjamin Netanyahu, χαρακτήρισε την Τουρκία ως «ανέντιμο διαμεσολαβητή» (not an honest broker), στις συζητήσεις μεταξύ του κράτους του και της Συρίας.

Περαιτέρω επιδείνωση δημιουργήθηκε μετά το περιστατικό τον Μάιο 2010, όταν οκτώ Τούρκοι πολίτες και ένας Τουρκο-αμερικανός σκοτώθηκαν από ισραηλινά πυρά στο πλοίο «Mavi marmara», προσπαθώντας να σπάσουν τον αποκλεισμό στην Γάζα, αγνοώντας προηγούμενη απαγόρευση του Ισραήλ. Ο Erdogan περιέγραψε την επιδρομή ως «κρατική τρομοκρατία» και η Τουρκία ανακάλεσε αμέσως τον πρέσβυ της από το Ισραήλ. Το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε ότι το συμβάν θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανεπανόρθωτες συνέπειες στις διμερείς σχέσεις

Στις 27 Ιουνίου 2016 ανακοινώθηκε συμφωνία συμφιλίωσης για τον τερματισμό της εξαετούς ρήξης στη σχέση μεταξύ των δύο χωρών.

Οι ηγέτες του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας (OIC) που πραγματοποίησαν έκτακτη συνάντηση στην Κωνσταντινούπολη, στις 13 Δεκεμβρίου 2017, μετά την απόφαση του Donald Trump να μεταφέρει την αμερικανική πρεσβεία από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ, αποφάσισαν, συμπεριλαμβανόμενου του Erdogan, να αναγνωρίσουν την «Ανατολική Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του κράτους της Παλαιστίνης», όπως γράφτηκε στην επίσημη ανακοίνωση της συνόδου κορυφής.

Στο πλαίσιο αυτό, ένας παράγοντας που επιδεινώνει με καταλυτικό τρόπο την πολιτική ατμόσφαιρα είναι η πολεμική ρητορική του Ερντογάν εναντίον του Ισραήλ και το προσβλητικό λεξιλόγιο εναντίον του εβραϊκού λαού. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν αποτελεί «έκπληξη» ότι το 2017 περισσότερο από το ένα τρίτο των Εβραίων πολιτών εγκατέλειψαν την Τουρκία, είτε για να επιστρέψουν στο Ισραήλ, είτε για να ξεκινήσουν μια «νέα ζωή» στην Πορτογαλία ή στην Ισπανία.

Ιδιαίτερη σημασία έχει η ανάλυση της τουρκικής ημερήσιας φιλοκυβερνητικής εφημερίδας Yeni Safak κατά την Σύνοδο Κορυφής του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας στην Κωνσταντινούπολη τον Δεκέμβριο 2017, η οποία σε ένα υποθετικό αλλά απόλυτα φιλοπολεμικό σενάριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «εάν όλες οι χώρες του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας συντονίζονταν σε πραγματικό στρατιωτικό συνασπισμό, θα ήταν σε θέση να να παρατάξουν 5.206.100 στρατιώτες εναντίον του Ισραήλ και οι αμυντικές δαπάνες θα ανήρχοντο σε 175 δισεκατομμύρια δολάρια».

Η ανάλυση αναπτύσσει ένα εικονικό στρατιωτικό σενάριο όπου στην πρώτη φάση 250.000 Μουσουλμάνοι στρατιώτες θα περικυκλώσουν το Ισραήλ, αφού έχουν δημιουργήσει γύρω του στρατιωτικές εγκαταστάσεις υποστήριξης, λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ισραήλ έχει μόνο 160.000 στρατιώτες και δαπανά για σκοπούς Άμυνας 15,6 δισεκατομμύρια δολάρια. Η πιο εντυπωσιακή, πάντως, έμφαση αυτής της ανάλυσης είναι ότι, σε κάθε περίπτωση, «Η Τουρκία μόνη της θα μπορούσε να συντρίψει το Ισραήλ, αφού, σε αριθμούς, είναι ο δεύτερος στρατός του ΝΑΤΟ με 4.000 τανκς, 1.000 αεροσκάφη και 194 σκάφη».

ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΤΗΣ 15ης ΙΟΥΛΙΟΥ 2016

Λίγες μέρες μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016, ο Τούρκος υπουργός Εμπορίου, Bulent Tufenkci, δήλωσε ότι το κόστος του έφτασε τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια στην τουρκική οικονομία. Πρόσθεσε ότι «όταν λάβουμε υπόψη όλα τα αεροσκάφη, τα ελικόπτερα, τα όπλα, τις βόμβες και τα κτίρια, το συνολικό αρχικό κόστος φθάνει σε ένα επίπεδο 300 δισεκατομμυρίων δολαρίων, το οποίο πιθανότατα θα αυξηθεί στο μέλλον».

Ο Erdogan κατηγορεί τον Ιμάμη Fethullah Gulen ως τον ενορχηστρωτή του πραξικοπήματος, μεμφόμενος την Δύση ότι «δεν ανταποκρίθηκε αμέσως και με τη συνηθισμένη ευαισθησία», ενώ ο Gulen κατηγορεί τον Erdogan ότι «ήταν ο εκτελεστικός διευθυντής του πραξικοπήματος που κινούσε τα νήματα στο παρασκήνιο».

Έπειτα από έρευνα ενός έτους, το Κέντρο της Στοκχόλμης για την Ελευθερία δημοσίευσε μελέτη που υπογραμμίζει ότι ο Erdogan ήταν, στην πραγματικότητα, ο ενορχηστρωτής, δεδομένου ότι:

-Ο ίδιος χαρακτήρισε το πραξικόπημα ως δώρο από τον Θεό.
-Ο επικεφαλής της MIT, Hakan Fidan, -ο οποίος γνώριζε το πραξικόπημα- δεν είχε ενημερώσει ούτε τον Πρωθυπουργό ούτε τον Πρόεδρο και παρ’ όλα αυτά είναι ακόμα στην θέση του. Επίσης, ο Fidan, δεν έχει κληθεί ούτε ως κατηγορούμενος, ούτε ως μάρτυς στην δικαστική διαδικασία που ακολούθησε μετά το πραξικόπημα. Ακόμη, ο επικεφαλής της MIT, είχε πολλές επαφές με την ηγεσία του στρατού λίγες μέρες πριν από το πραξικόπημα, επισκέφθηκε το Γενικό Επιτελείο λίγες ώρες πριν το πραξικόπημα, και αυτό άρχισε αμέσως μετά την αναχώρησή του.
-Ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, στρατηγός Hulusi Akar, προέβη σε αντιφατικές δηλώσεις, ενώ οι αναλυτές υπογραμμίζουν ότι το πραξικόπημα θα μπορούσε να αποφευχθεί, ακόμα και πριν αρχίσει. Εντούτοις, ο Akar δεν έλαβε κανένα μέτρο στην κατεύθυνση αυτή.

21062018-6.jpg

Ο Τούρκος πρόεδρος, Ταγίπ Ερντογάν, χειρονομεί κατά την διάρκεια μιας προεκλογικής εκδήλωσης στη Mardin, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας στη νοτιοανατολική Τουρκία, στις 20 Ιουνίου 2018. REUTERS / Goran Tomasevic
——————————————————————————————-

Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «η Τουρκία δεν είναι πλέον κράτος δικαίου». Η δικαιοσύνη ελέγχεται απόλυτα από την κυβέρνηση, δεν υπάρχει ελευθερία του Τύπου, τα μέλη της αντιπολίτευσης βρίσκονται στην φυλακή, ενώ περισσότεροι από 150.000 δημόσιοι υπάλληλοι έχουν χάσει την δουλειά τους. Οι διώξεις στον στρατό, το Διπλωματικό Σώμα, τη Διοίκηση και τις Υπηρεσίες για την Ασφάλεια φθάνουν σε ανησυχητικό επίπεδο και 51.889 άτομα βρίσκονται στη φυλακή.

ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

Στις 7 Ιουλίου, ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, Antonio Guterres, ανακοίνωσε μετά από μακρές και επίπονες συνομιλίες στο Crans Montana της Ελβετίας ότι «…η Διάσκεψη για την Κύπρο έκλεισε χωρίς να επιτευχθεί συμφωνία». Ήταν μεταξύ των σπάνιων περιπτώσεων όπου ο Γενικός Γραμματέας των Η.Ε. αποφάσισε να εμπλακεί ο ίδιος προσωπικά, προτού οι συνομιλίες εισέλθουν στο τελικό στάδιο. Η αφοσίωσή του και η επιμονή του να πετύχει μια λύση αξίζουν όλο το σεβασμό μας.

Στις 28 Ιανουαρίου 2017, ο «Economist» δημοσίευσε διεξοδική ανάλυση για το Κυπριακό με τον εύγλωττο τίτλο «Η Κύπρος θα επανενωθεί, εάν ο πρόεδρος της Τουρκίας το επιτρέψει». Παράλληλα, ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών, Melvut Cavusoglu, δήλωνε εν ψυχρώ, κατά την διάρκεια των συζητήσεων στην Crans Montana, ότι «Ναι, θέλουμε τα τουρκικά στρατεύματα να παραμείνουν στην Κύπρο, επειδή είναι πιθανό να τα χρησιμοποιήσουμε στο μέλλον, όταν χρειασθεί. Ναι, θέλουμε να έχουμε δικαίωμα επέμβασης».

Είναι προφανές ότι κανένα «κανονικό κράτος» – σύμφωνα με την έκφραση του Γενικού Γραμματέα των ΗΕ – δεν θα μπορούσε να έχει στο έδαφός του ξένο στρατό και να δέχεται «δικαιώματα επέμβασης» από τρίτη χώρα στην επικράτειά του. Σε αυτό το σημείο όλα τα κόμματα και η διεθνής κοινότητα (ΗΠΑ, EΕ, ΟΗΕ, Ελλάδα, Κυπριακή Δημοκρατία, Ηνωμένο Βασίλειο) συμπίπτουν, εκτός από την Τουρκία.

Η διεθνής κοινότητα έχει καταδικάσει κατ’ επανάληψη και απολύτως, τόσο από νομική όσο και πολιτική έποψη,

-την τουρκική στρατιωτική εισβολή και κατοχή,
-τη μαζική παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων,
-την βίαιη απέλαση και εκτοπισμό 200.000 Ελληνοκυπρίων (το 40% του συνόλου των Ελληνο-Κυπρίων το 1974) με τη μορφή εθνο-κάθαρσης,
-την απέλαση 20.000 εγκλωβισμένων Ελληνοκυπρίων στην χερσόνησο της Καρπασίας,
-την συστηματική λεηλασία της κυπριακής πολιτιστικής κληρονομιάς στα κατεχόμενα εδάφη (πάνω από 500 εκκλησίες έχουν καταστραφεί παρά τα σχετικά ψηφίσματα της UNESCO, ευρωπαϊκών και διεθνών οργανισμών),
-τον εποικισμό των κατεχόμενων εδαφών με περισσότερους από 100.000 εποίκους από την Τουρκία:
Καταδίκες από το Συμβούλιο Ασφαλείας των ΗΕ, τη Γενική Συνέλευση, το Συμβούλιο Υπουργών ΕΕ, την Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο της Ευρώπης, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο κατάλογος είναι μακρύς…

Αναφερόμενος στην τραγική κατάληξη των 1600 και πλέον Ελληνοκυπρίων και Ελλήνων που αγνοουμένων, λόγω της τουρκικής στρατιωτικής εισβολής στην Κύπρο, ο Rauf Denktash με τις δηλώσεις του στην τουρκική τηλεόραση, στις 01.03.1996, ότι «…οι Έλληνες και Ελληνοκύπριοι αγνοούμενοι δολοφονήθηκαν πράγματι εν ψυχρώ το 1974 από μη τακτικό τουρκοκυπριακό στρατό», όχι μόνο δεν αφήνει κανένα περιθώριο ελπίδας, αλλά επιβεβαιώνει συγχρόνως τον πραγματικό δολοφονικό εαυτό του.

Είναι πολύ σημαντικό να υπογραμμισθεί ότι τα δικαιώματα της Κύπρου στην ΑΟΖ της, βασίζονται καθαρά και μόνο στο Διεθνές Δίκαιο. Το «νομικό επιχείρημα» της Τουρκίας συνοψίζεται σε απειλή με τη μορφή επιστολής προς τα Ηνωμένα Έθνη ότι «αν το ενεργειακό πρόγραμμα της Κύπρου δεν σταματήσει, τότε η Τουρκία θα προχωρήσει στα απαραίτητα μέτρα»! Διεθνές Δίκαιο από τη μία πλευρά, απειλές ως απάντηση, από την άλλη.

Το 1956, ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Rauf Denktash δήλωσε ότι «Ακόμη και αν δεν υπήρχαν Τουρκοκύπριοι, η Τουρκία θα έπρεπε να τους εφεύρει». Το 1997, ο Τούρκος πρωθυπουργός εκείνης της εποχής Mesut Yilmaz , υπογράμμισε ότι «τα ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας δεν εκτείνονται μόνο στην τουρκο-κυπριακή κοινότητα, αλλά στην Κύπρο συνολικά»(sic). Πολλές άλλες δηλώσεις, με το ίδιο περιεχόμενο και προς την ίδια κατεύθυνση, από υψηλόβαθμους αξιωματούχους της Τουρκίας -συμπεριλαμβανομένου του πρώην πρωθυπουργού Ahmet Davutoglu- έχουν εμπλουτίσει τις σταθερές, διαχρονικές και αδυσώπητες προθέσεις της Τουρκίας κατά της Κύπρου.

Η Κύπρος παραμένει η μοναδική περίπτωση, όπου μια μικρή κοινότητα του 18%, επιθυμεί να επιβάλει -και σε μεγάλο βαθμό το έχει πετύχει- την θέληση και το «καθεστώς» της στην πλειονότητα και τελικά σε ολόκληρο τον πληθυσμό. Αυτό υπερβαίνει κατά πολύ αυτό που αποκαλείται «πολιτική ισότητα», η οποία πάντα ισχύει και πρέπει να είναι σεβαστή erga omnes. Οι ποσοτικές πληθυσμιακές παράμετροι και κριτήρια στο Κυπριακό, ίσως δεν έχουν ως τώρα αξιολογηθεί επαρκώς και προβληθεί προς τα έξω στις σωστές τους διαστάσεις.

Ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Melvut Cavusoglu, δεν δίστασε να μιλήσει δημοσίως για ενδεχόμενη μελλοντική λύση του Κυπριακού «μη βασισμένη στις παραμέτρους των Ηνωμένων Εθνών», προσθέτοντας ότι «θα συνεχίσουμε τις προσπάθειες για μια διευθέτηση σε πλαίσιο με διαφορετικές παραμέτρους». Επιπλέον, ο πρόεδρος Erdogan δήλωσε ότι η Τουρκία έχει φυσικά Σχέδιο Β’ ή Σχέδιο Γ’ για την Κύπρο, εκτός πλαισίου Ηνωμένων Εθνών. Η ειρωνεία αυτής της μεγάλης προσβολής προς τα Ηνωμένα Έθνη είναι ότι πραγματοποιήθηκε παρουσία του Γενικού Γραμματέα, Antonio Guterres.

Η διεθνής κοινότητα πρέπει να αντιδράσει άμεσα στην κατάσταση αυτή. Αν το Crans Montana ήταν «η τελευταία ελπίδα για το Κυπριακό» σύμφωνα με την έκφραση του Jean Claude Juncker, τότε τι μετά; Τώρα, περισσότερο από ποτέ, η αρμοδιότητα για το Κυπριακό πρέπει να παραμείνει στα χέρια της διεθνούς κοινότητας. Δεν μπορεί να «τουρκοποιηθεί» ή να συρθεί με τουρκικές «πρωτοβουλίες και τεχνάσματα» εκτός πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών. Στην κατεύθυνση αυτή, τα λόγια του Γενικού Γραμματέα, Antonio Guterres, ότι «Το αποτέλεσμα της Crans Montana δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να αναπτυχθούν άλλες πρωτοβουλίες», αποτελούν πράγματι προτεραιότητα προς τη σωστή κατεύθυνση.

Η ΥΠΟΘΕΣΗ REZA ZARRAB

Τον Μάιο 2016 ένας 34χρονος Τουρκο-Ιρανός επιχειρηματίας, ο Reza Zarrab, συνελήφθη στο Μαϊάμι κατά την διάρκεια οικογενειακού ταξιδιού στην Φλώριδα των ΗΠΑ. Σύμφωνα με την αμερικανική Δικαιοσύνη, ο Zarrab κατηγορείται για παραβίαση των αμερικανικών και διεθνών κυρώσεων κατά του Ιράν, τραπεζική απάτη και νομιμοποίηση εσόδων από ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.

Ο Ζαράμπ αποδέχτηκε την ενοχή του και μπροστά σε δεκάδες δημοσιογράφους δήλωσε ότι ο τότε πρωθυπουργός, Recep Tayyip Erdogan, ήταν απόλυτα ενήμερος και στο πλαίσιο αυτό έδωσε «οδηγίες» σε δύο κρατικές τράπεζες.

Πρέπει να σημειωθεί ότι στις 17 Δεκεμβρίου 2013 η τουρκική αστυνομία σε εκτεταμένη επιχείρηση κατά της διαφθοράς συνέλαβε 52 άτομα, μεταξύ των οποίων και τους υιούς των υπουργών του Erdogan, Muammer Guler, Erdogan Bayraktar και Zafer Caklayan, ενώ μια ανάλογη επιχείρηση που είχε προγραμματισθεί για τις 25 Δεκεμβρίου, και η οποία πιθανώς περιελάμβανε τον υιό του Erdogan, Bilal, ακυρώθηκε, χωρίς τελικά να πραγματοποιηθεί.

Σύμφωνα με τον Τούρκο αναλυτή Mustafa Akyol «αυτό ήταν το μεγαλύτερο πολιτικό σκάνδαλο στην ιστορία της Τουρκικής Δημοκρατίας». Παράλληλα, μετά από reportage της «Today’s Zaman» σχετικό με το θέμα αυτό, η ημερήσια αυτή εφημερίδα έκλεισε.

Kατά την διάρκεια του 2014, 40.000 Τούρκοι αστυνομικοί τοποθετήθηκαν σε άλλες θέσεις ή σε άλλες πόλεις, ενώ 4.000 δικαστές και εισαγγελείς «ανέλαβαν άλλα καθήκοντα», σε μια προσπάθεια της Κυβέρνησης «να τοποθετήσει τον σωστό άνθρωπο στην σωστή θέση»!

Αν και ο Reza Zarrab πέρασε δύο μήνες στην φυλακή, μετά την απελευθέρωσή του καυχήθηκε ότι «μπόρεσε να εξάγει» 200 τόνους χρυσού στο Ιράν, κερδίζοντας περισσότερα από 11 δισεκατομμύρια δολάρια και επιτυγχάνοντας να μειώσει κατά 15% το έλλειμμα του τουρκικού εμπορικού ισοζυγίου. Μερικούς μήνες αργότερα, ο Zarrab, παρουσία πολλών κυβερνητικών αξιωματούχων και Υπουργών, τιμήθηκε με το βραβείο του «Καλύτερου Τούρκου Εξαγωγέα της Χρονιάς».

Δημοσιεύματα του Τύπου εστιάζουν στο ότι ο Zarrab έχει την πρόθεση να συνεργαστεί με τις αρχές της Αμερικανικής Δικαιοσύνης. Από την άλλη πλευρά, ο Recep Tayyip Erdogan υπογραμμίζει ότι «δεν θα σκύψει το κεφάλι στον εκβιασμό των ΗΠΑ» (sic).

ΔΥΣΑΝΑΛΟΓΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΑΓΟΡΕΣ ΕΞΟΠΛΙΣΜΩΝ

Σύμφωνα με διεθνή δημοσιευμένα στατιστικά στοιχεία, η Τουρκία βρίσκεται στην 8η θέση (μετά από τις ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Ινδία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο και Ιαπωνία) στην κατάταξη στρατιωτικής ισχύος για το 2017, ξεπερνώντας χώρες όπως Γερμανία, Αίγυπτο , Ινδονησία, Ισραήλ, Βραζιλία, Ιράν, Αυστραλία, Βόρεια Κορέα, Σαουδική Αραβία, Καναδά, Ισπανία, Ελλάδα ( 28η θέση), Μεξικό, Αργεντινή, και πολλές άλλες.

Αντίθετα, όσον αφορά τις αμυντικές δαπάνες για το 2017, η Τουρκία βρίσκεται στην 25η θέση με 8,2 δισεκατομμύρια δολάρια, η Ελλάδα στην 32η θέση δαπανώντας 6,54 δισεκατομμύρια δολάρια. Με στρατιωτικούς όρους αυτό «μεταφράζεται», ως, ευρισκόμενη η Τουρκία στην 8η θέση στον κόσμο εξ επόψεως «στρατιωτικής ισχύος», εκμεταλλεύεται στο έπακρο όλες τις «διευκολύνσεις και πλεονεκτήματα» από την συμμετοχή της στην Συμμαχία του ΝΑΤΟ και στην Δύση γενικότερα (την οποία ο Ερντογάν δεν σταματά να διακηρύσσει ότι «μισεί») και ξοδεύει πολύ λιγότερα από ό, τι θα ήταν υποχρεωμένη να δαπανήσει στην αντίθετη περίπτωση μη συμμετοχής της, εφόσον ευρίσκεται σε χαμηλότερη (25η) θέση αμυντικών δαπανών και όχι σε κάπως «αντίστοιχη» με την 8η θέση στην κατάταξη στρατιωτικής ισχύος.

Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα, παρά τις συνήθεις διευκολύνσεις της Δύσης προς αυτήν ως μέλος του ΝΑΤΟ, υποχρεούται να δαπανήσει σχεδόν το ίδιο ποσό με την Τουρκία -και αυτό μέσα σε περίοδο κρίσης και παρά τον μικρότερο κρατικό προϋπολογισμό- για την εθνική άμυνα κατά της τουρκικής επιθετικότητας η οποία εκδηλώνεται με πράξεις σε καθημερινή βάση αλλά και επίσημες τουρκικές απειλές κατευθυνόμενες άμεσα εναντίον της: Η σχεδόν ίδια θέση στην κατάταξή της ως προς την στρατιωτική ισχύ (28η) και ως προς τις αμυντικές δαπάνες (32η) αποτελεί την αδιαμφισβήτητη επιβεβαίωση.

Πριν προχωρήσει στην αγορά του συστήματος πυραύλων S-400 από την Ρωσία, ο Τούρκος Υπουργός Άμυνας, Fikri Isik, τον Απρίλιο του 2014 δήλωσε: «Η παραγωγή στρατιωτικού και ειδικού οπλικού υλικού στα εργοστάσια υποβάλλεται στον έλεγχο MTCR και ο κάθε αγοραστής χρειάζεται άδεια από τις παραγωγές χώρες για την απόκτηση του κάθε συγκεκριμένου υλικού. Η Τουρκία είναι συμβαλλόμενο μέρος και, ως εκ τούτου, χρειαζόμαστε άδεια από κάθε εταιρεία-προμηθευτή για την κάλυψη των αναγκών μας σε κεφαλές και βόμβες. Υπ’ αυτό το πρίσμα, θα αποτύχουμε αν κάποια ενδιαφερόμενη χώρα δεν επιτρέψει στις εταιρείες της να μας προμηθεύσει. Θέλουμε να θέσουμε τέλος σε αυτή την κατάσταση και να παράγουμε εμείς για τον εαυτό μας το υλικό που επιθυμούμε ».

Όπως αναμενόταν, αυτή η προσέγγιση δημιούργησε έντονες ανησυχίες και σοβαρές επικρίσεις από διεθνείς αξιωματούχους που θεωρούν ευλόγως αυτή την πρωτοβουλία ως σαφή προσπάθεια παραβίασης και υπέρβασης των κανόνων MTCR. Παραταύτα, έντονη κριτική ασκήθηκε και στο εσωτερικό της Τουρκίας από Τούρκους αναλυτές. Ο αναγνωρισμένος και σε διεθνές επίπεδο, ο Τούρκος πολιτικός αναλυτής, Burak Bekdil, στο άρθρο του με τίτλο «Χρειάζεται πράγματι η Τουρκία πυραύλους μεγάλης εμβέλειας;» στον ιστότοπο Al Monitor της 07.02.2014 υπογραμμίζει μεταξύ άλλων: «Στα τέλη του 2011, προς υπερηφάνεια εκατομμυρίων Τούρκων, το κρατικό ερευνητικό ίδρυμα TUBITAK ανακοίνωσε ότι οι επιστήμονές του θα ολοκληρώσουν σύντομα την κατασκευή ενός πυραύλου με εμβέλεια 1.500 χιλιόμετρα και το 2014 ενός άλλου με εμβέλεια 2.500 χιλιόμετρα».

Παράλληλα, σημειώνεται ότι ένας άλλος πύραυλος με εμβέλεια 800 χιλιόμετρα πραγματοποίησε δοκιμές ακριβείας στις 03.12.2016, σύμφωνα με επίσημο δελτίο τύπου του ειδησεογραφικού πρακτορείου Anadolu. «Πρόκειται για ένα “περίεργο πρόγραμμα”, όχι μόνο ως προς την στρατιωτική τεχνολογία αλλά και ως προς την διεθνή πολιτική και ασφάλεια. Με την Τουρκία ως επίκεντρο μιας εμβέλειας 2.500 χιλιομέτρων, μερικές από τις πόλεις που θα μπορούσαν θεωρητικά να βληθούν από τουρκικούς πυραύλους είναι: Αμμάν, Αλγέρι, Άμστερνταμ, Αθήνα, Βαρκελώνη, Βηρυτός, Βερολίνο, Βρυξέλλες, Κάιρο, Κοπεγχάγη, Δαμασκός, Γενεύη, Τζέντα , Κίεβο, Λονδίνο, Μιλάνο, Μόσχα, Παρίσι, Ρώμη, Στοκχόλμη, Τεχεράνη, Τελ Αβίβ, Τρίπολη, Βιέννη, Βαρσοβία ή Ζυρίχη. Ποιες από τις πόλεις αυτές αποτελούν “εν δυνάμει μελλοντική απειλή” για την ασφάλεια της Τουρκίας;».

Τον Δεκέμβριο 2017, ο Recep Tayyip Erdogan, κατά την διάρκεια της τελετής καθέλκυσης της κορβέτας Kinaliada, υπογράμμισε ότι «η Τουρκία είναι μια από τις δέκα χώρες στον κόσμο που έχουν τις δυνατότητες να κατασκευάσουν δικά τους υποβρύχια». Παράλληλα, ανακοίνωσε τα σχέδια κατασκευής του πρώτου αεροπλανοφόρου της Τουρκίας.

Ο προβληματισμός πολλών στρατιωτικών αναλυτών δεν εστιάζει στο ότι οι υπερβολικές εξοπλιστικές δαπάνες της Τουρκίας ξεπερνούν κατά πολύ τις ανάγκες της. Το πλέον ανησυχητικό εντοπίζεται στο γεγονός ότι σε μεγάλο βαθμό ο στρατιωτικός εξοπλισμός της έχει επιθετικό προσανατολισμό. Αυτό παραμένει ο μεγάλος κίνδυνος για την ευρύτερη περιοχή.

ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ

Τον Μάρτιο 2017, ο Ερντογάν εκτόξευσε άμεση απειλή στους Ευρωπαίους πολίτες, με την δήλωσή το ότι «Αν η Ευρώπη συνεχίσει να πορεύεται με αυτόν τον τρόπο, κανείς Ευρωπαίος και πουθενά δεν θα μπορεί να περπατά ασφαλής στους δρόμους», φράση η οποία δύσκολα αφήνει περιθώριο για να μην ερμηνευθεί ως «πρόσκληση» ή «ενθάρρυνση» σε τρομοκρατικές οργανώσεις και σε κάθε πρόθυμο εθελοντή, να πράξει αναλόγως. Αυτή η φράση έκανε τον γύρο του τουρκικού και του διεθνούς Τύπου καθώς και του Διαδικτύου.

Τον περασμένο Δεκέμβριο, ο Αμερικανός Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, McMaster, παρουσία του Βρετανού ομολόγου του, Marc Sedwill, εστίασε στην εξέλιξη του «νέου ρόλου» της Τουρκίας ως κύριου χορηγού (μαζί με το Κατάρ) για τη χρηματοδότηση εξτρεμιστικής ισλαμιστικής ιδεολογίας με στόχο τα δυτικά συμφέροντα.

Για την καταπολέμηση των Κούρδων στην Βόρεια Συρία, η τουρκική κυβέρνηση δεν είχε κανένα δισταγμό να υποστηρίξει το ISIS, εναντίον του «κοινού εχθρού» τους. Όταν η συμμαχία με το ISIS δεν μπορούσε πλέον να λειτουργήσει, η Τουρκία συνειδητοποίησε την εικόνα της αποτυχημένης πολιτικής Erdogan.

Σύμφωνα με ένα μερικώς δημοσιοποιημένο έγγραφο της γερμανικής κυβέρνησης ως απάντηση σε κοινοβουλευτική ερώτηση του κόμματος Die Linke, που δημοσιοποιήθηκε μερικώς από το τηλεοπτικό κανάλι ARD τον Αύγουστο του 2016, διαπιστώνεται ότι «Μετά από σταδιακή, βήμα προς βήμα, ισλαμοποίηση της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής της, η Τουρκία εξελίχθηκε σε κεντρική πλατφόρμα δραστηριοτήτων ισλαμιστικών ομάδων της Εγγύς και Μέσης Ανατολής. Πολυάριθμες πράξεις αλληλεγγύης και υποστήριξης από τον Πρόεδρο Ερντογάν και το κυβερνών κόμμα ΑΚΡ στην Μουσουλμανική Αδελφότητα, τη Hamas και τις ένοπλες ομάδες της ισλαμιστικής αντιπολίτευσης στη Συρία, υπογραμμίζουν την ιδεολογική τους σχέση με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους».

Ιδιαίτερη έμφαση, στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να δοθεί στη ρωσική θέση επί του θέματος, τον Δεκέμβριο 2015, πριν από την τρέχουσα ανάπτυξη της διμερούς συνεργασίας Ρωσίας-Τουρκίας: Σε συνέντευξη Τύπου, ο Ρώσος Αναπληρωτής Υπουργός Άμυνας, Anatoly Antonov, δήλωνε μεταξύ άλλων ότι «Η Τουρκία είναι ο κύριος καταναλωτής πετρελαίου που έχει κλαπεί από την Συρία και το Ιράκ, τους νόμιμους ιδιοκτήτες του. Σύμφωνα με πληροφορίες μας, η ανώτατη πολιτική ηγεσία της Τουρκίας, ο πρόεδρος Ερντογάν και η οικογένειά του, εμπλέκονται σε αυτές τις εγκληματικές δραστηριότητες», προσθέτοντας ότι «Στην Δύση, κανείς δεν έχει θέσει το ερώτημα ως προς το γεγονός ότι ο υιός του προέδρου Erdogan είναι επικεφαλής μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες ενέργειας, ενώ ο γαμπρός του Erdogan ορίζεται ως Υπουργός Ενέργειας».

ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ – ΗΠΑ

Το 2006, το βιβλίο των Andrew Kohut και Bruce Stokes, «America Against the World – How we are different and why we are disliked», παρουσίασε την Τουρκία ως μια χώρα που έχει έναν από τους υψηλότερους βαθμούς αντι-αμερικανισμού, με το 77% του τουρκικού πληθυσμού να έχει αρνητική γνώμη. Όμως, το πιο σημαντικό: Οι συγγραφείς παρατηρούν ότι «ένα μεγάλο ποσοστό των Τούρκων πιστεύουν ότι δίκαια οι Αμερικανοί σκοτώνονται στο Ιράκ και αυτό προέρχεται από μια χώρα σύμμαχο και μέλος του ΝΑΤΟ!».

Παράλληλα, η αποδοχή μιας «δημοκρατίας αμερικανικού τύπου» υποστηρίχθηκε μόνο κατά 33%, ενώ στο ερώτημα «εάν μια δημοκρατία της Δύσης μπορεί να εφαρμοστεί στην Τουρκία», οι θετικές απαντήσεις έφτασαν το 43% το 2002.

Σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις του αμερικανικού ερευνητικού κέντρου Pew Research, το 72% των Τούρκων θεωρεί τις ΗΠΑ ως απειλή για την εθνική τους ασφάλεια.

Κατά την διάρκεια του περασμένου αιώνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδαψίλεψαν στην Τουρκία με μια πρωτοφανή πολιτική και στρατιωτική στήριξη, προβάλλοντας σε διεθνές επίπεδο το «σήμα κατατεθέν» της φιλίας και εύνοιάς τους για την Τουρκία, σε τέτοιο βαθμό, που σε ορισμένες περιπτώσεις διέτρεξαν τον κίνδυνο να «παρερμηνευτούν» από τους Συμμάχους.

Οι νέες αντιλήψεις Erdogan δεν κατευθύνονται μόνο εναντίον του Trump. Τον Οκτώβριο 2017, ο σύμβουλος του Ερντογάν, Burhan Kuzu, σε δημόσιες δηλώσεις του, υπογράμμισε ότι «η σύλληψη του Metin Topuz, υπαλλήλου στο Αμερικανικό Γενικό Προξενείο στην Κωνσταντινούπολη, θα ντροπιάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες, επειδή ο συλληφθείς έχει αποδείξεις για τον ρόλο των ΗΠΑ στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016, κατά την διάρκεια της θητείας του Obama».

Όταν ο πρόεδρος Trump ζήτησε από τον Τούρκο ομόλογό του να απελευθερώσει τον Αμερικανό πάστορα Andrew Brunson, η απάντηση του Ερντογάν ήταν ότι «για να γίνει αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να εκδώσουν τον Ιμάμη Fethullah Gulen στην Τουρκία». Πάνω σε ποια βάση θα μπορούσε κάποιος να μη θεωρήσει αυτό ως εκβιασμό;

Η επίθεση και οι βιαιοπραγίες των ανδρών προσωπικής ασφάλειας του Ερντογάν κατά διαδηλωτών στην Ουάσινγκτον, τον Μάιο του 2017, υπερβαίνουν κατά πολύ κάθε έννοια παραβίασης και κατάργησης του πλαισίου «υπερεδαφικότητας» όπως η τελευταία ορίζεται από το διεθνές δίκαιο και, ως εκ τούτου, χαρακτηρίστηκε από τον τότε Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Rex Tillerson, ως «απλά απαράδεκτο». Παραταύτα, αυτό το είδος βίας και επιθετικότητας αναπαράχθηκε τον Σεπτέμβριο 2017, κατά την επίσκεψη Erdogan στη Νέα Υόρκη.

Προσπαθώντας «να δώσει μαθήματα» στην αμερικανική κυβέρνηση, τον Οκτώβριο του 2017, σχετικά με την «υποχρέωσή τους να ανακαλέσουν τον Αμερικανό πρέσβυ στην Άγκυρα, εφόσον δεν γινόταν πλέον δεκτός από τους Τούρκους αξιωματούχους», ο Erdogan χρησιμοποιώντας δηλώσεις όπως «η διεθνής συμμαχία υπό την ομπρέλα των ΗΠΑ στηρίζει τρομοκράτες στην Συρία» και «Μετά το ένταλμα σύλληψης εναντίον των ανδρών ασφαλείας μου, πρέπει να πω ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι πολιτισμένη χώρα», έσυρε την Τουρκία στο χαμηλότερο από ποτέ επίπεδο των διατλαντικών της σχέσεων.

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ERDOGAN ΤΙ; – Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΥΣΗ

Είναι η επιθετικότητα του Ερντογάν ο μόνος λόγος ανησυχίας στα Βαλκάνια και στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιο-Ανατολικής Μεσογείου; Δυστυχώς η απάντηση είναι ένα μεγάλο «Όχι». Το κόμμα της τουρκικής αξιωματικής αντιπολίτευσης εκτοξεύει τις απειλές του από τώρα. Τα εθνικιστικά κόμματα θα γίνουν περισσότερο εθνικιστικά μετά την επανεκλογή τους.

Στις 24 Ιουνίου πραγματοποιούνται οι γενικές εκλογές στην Τουρκία. Οι δημοσκοπήσεις δίνουν αμφίρροπες προβλέψεις. Θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, ο Erdogan να συνεχίσει την «παραγωγική» πορεία του. Θα μπορούσε, όμως, να κερδίσει τελικά τις εκλογές η Αντιπολίτευση.

21062018-7.jpg

Άνθρωποι κάθονται σε ένα εστιατόριο, μπροστά από μια προεκλογική αφίσα που απεικονίζει τον Τούρκο πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν, στην Κωνσταντινούπολη, στις 20 Ιουνίου 2018. Γράφει «Ισχυρός πρόεδρος, ισχυρό κοινοβούλιο». REUTERS / Alkis Konstantinidis
———————————————————————————

Είναι νομοτελειακό ότι μια μέρα το καθεστώς Erdogan θα το διαδεχθεί μια άλλη κυβέρνηση. Σε αυτό το σημείο παραβλέπεται ένας μεγάλος κίνδυνος: Η διεθνής κοινότητα, ιδιαίτερα η Δύση, απογοητευμένη από τον Erdogan, να δώσει «λευκή κάρτα» στη νέα τουρκική κυβέρνηση -κατά πάσα πιθανότητα «κοσμική» και ενεργώντας στο συνηθισμένο νομικό πλαίσιο πολιτικής δραστηριότητας- και την υποστήριξή της στις «πρωτοβουλίες» της.

Ο μεγάλος ο κίνδυνος εντοπίζεται στο ότι αυτές οι «πρωτοβουλίες» της όποιας μελλοντικής κυβέρνησης, ερντογανικής ή μη, περιλαμβάνουν πάντα μια επιθετική πολιτική agenda, τόσο σε γενικό πλαίσιο, όσο και ειδικότερα εναντίον ενός κράτους μέλους του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, της Ελλάδος.

Ιδιαίτερη προσοχή: Το γεγονός ότι η μελλοντική τουρκική κυβέρνηση -μετά από τον Erdogan, όποτε και αν έλθει- δεν θα «χρωματίζεται» με την άγρια επιθετικότητα του Erdogan και τα ισλαμιστικά χρώματα της πολιτικής του και θα εμφανίζεται «κοσμική», δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι οι αξιώσεις και οι πράξεις της θα καλύπτονται εξ ορισμού με νομιμότητα και είναι σύμφωνες με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, μόνο και μόνο επειδή θα είναι «νέα κυβέρνηση και κοσμική».

Ακόμα, εφόσον εκλεγεί ο Erdogan, δεν σημαίνει ότι οποιαδήποτε επιφανειακή και ενδεχομένως «ανέξοδη» διαλλακτικότητά του, τακτικής μορφής, του δίδει άμεσα «πιστοποιητικό αποϊσλαμοποίησης και υποστηρικτή των συμφερόντων της Δύσης», εν είδει status quo ante, ενόσω ο ίδιος διατηρεί την επιθετική agenda του εναντίον ενός κράτους-μέλους της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.

Ιδιαίτερα σημαντικό φαινόμενο αποτελεί το γεγονός ότι μέσα στους αιώνες της Ιστορίας, η τουρκική επιθετικότητα κατευθύνθηκε κυρίως σε στόχους ή εδάφη που βρίσκονταν δυτικά από την Ανατολία. Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις ανατολικά. Το φαινόμενο αυτό έχει απόλυτη εφαρμογή στον 20ό αιώνα μετά την Συνθήκη της Λωζάννης. Είναι γεγονός: Για τον ένα λόγο ή τον άλλο, η ανάλυση των οποίων εκφεύγει του παρόντος, «το γινάτι της Τουρκίας στρέφεται προς τα δυτικά».

Μετά από χρόνια και χρόνια καθημερινής παρακολούθησης των εξελίξεων στην Τουρκία, έχω με θλίψη να πω ότι είμαι εξαιρετικά απαισιόδοξος. Η γενιά μου μεγάλωσε για δεκαετίες υπό πίεση και επικείμενες απειλές εκ μέρους της Τουρκίας. Δεν είναι δυνατόν, σε τέτοιο πλαίσιο ετεροβαρούς και χωρίς αμοιβαιότητα ισορροπίας, να οικοδομηθεί συνεργασία. Η όποια συνεργασία.

Το επόμενο χτύπημα κατά της Ελλάδος δεν είναι αίσθηση ή εκτίμηση του κάθε Ελληνα πολίτη, έχει ήδη δρομολογηθεί. Τουλάχιστον έχει ανακοινωθεί δημοσίως και επίσημα τόσο από την τουρκική κυβέρνηση όσο και από την αντιπολίτευση. Επαναλαμβάνω ότι δεν είναι κάποια αίσθηση ή εκτίμηση. Εχει ανακοινωθεί επίσημα από τους ίδιους τους Τούρκους. Το αν θα εκτελεστεί από αυτή την τουρκική κυβέρνηση ή κάποια άλλη, δεν έχει σημασία. Έχει προ-ανακοινωθεί.

Στην περίπτωση αυτή, θα ήταν αναπόφευκτο για την διεθνή κοινότητα το να επιλέξει μεταξύ Τουρκίας και κάποιας άλλης εναλλακτικής λύσης στην περιοχή. Μεταξύ μεγάλων και σημαντικών συμφερόντων, εγγυημένων και ασφαλισμένων από τη μια πλευρά, και από την άλλη πλευρά συμφερόντων που παρουσιάζονται ως μεγάλα -ενδεχομένως και μεγαλύτερα- αλλά στην πραγματικότητα είναι αβέβαια και ολοσχερώς «στον αέρα».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου ΕΔΩ.

https://foreignaffairs.gr/

Copyright © 2018 by the Council on Foreign Relations, Inc.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.