Σύμφωνα λοιπόν με τους ερευνητές του Πανεπιστημίου Harvard, σε επιτόπια έρευνα διαπίστωσε ότι το ποσοστό θνησιμότητας στην περιοχή, το διάστημα των τριών μηνών μετά τη θεομηνία, εκτοξεύθηκε κατά 62% σε σύγκριση με τα συνηθισμένα επίπεδα.
Το πρόβλημα, όπως επισημαίνουν οι συντάκτες της έρευνας που δημοσιεύτηκε στο New England Journal of Medicine, έγκειται στο ότι προκειμένου ο θάνατος ενός ανθρώπου να καταμετρηθεί στον επίσημο απολογισμό μιας φυσικής καταστροφή, πρέπει να έχει ταυτοποιηθεί από το Ινστιτούτο Ιατροδικαστικών Επιστημών του Πουέρτο Ρίκο, κάτι που δεν κατέστη δυνατό εξαιτίας της καταστροφής των δρόμων και των προβλημάτων στις μετακινήσεις. Τα πιστοποιητικά θανάτου, που εκδόθηκαν τους επόμενους μήνες, δεν καταδείκνυαν απαραίτητα ότι οι θάνατοι αυτοί δεν συνδέονταν άμεσα με τον κυκλώνα Μαρία.
Προκειμένου, επομένως, να καταρτίσουν έναν ακριβή απολογισμό, οι ερευνητές οργάνωσαν μια έρευνα ισοδύναμη με εκείνη μιας μερικής απογραφής. Στο πλαίσιο αυτό χτύπησαν 3.299 πόρτες, σε περιοχές κατά μήκος της νήσου, βάσει ενός αντιπροσωπευτικού δείγματος, και έθεσαν το ερώτημα εάν στα νοικοκυριά που επιλέχθηκαν υπήρξαν θάνατοι το διάστημα 20ης Σεπτεμβρίου-31ης Δεκεμβρίου του 2017.
Τα αποτελέσματα είναι αξιόλογα και συνέβαλαν στο να καθοριστεί ένα ποσοστό θνησιμότητας 14,3 θανάτων για 1000 ανθρώπους εκείνη την περίοδο, ήτοι 62% περισσότεροι σε σύγκριση με την ίδια περίοδο το 2016. Αυτό ισοδυναμεί με 4.645 επιπλέον νεκρούς.
Την ίδια ώρα οι ερευνητές εξηγούν ότι οι υπολογισμοί τους είναι πιθανόν χαμηλότεροι, για έναν απλό λόγο: δεν μπόρεσαν να μετρήσουν τα πρόσωπα που έμεναν μόνα και απεβίωσαν, καθώς εξ ορισμού δεν μπορούσαν να απαντήσουν στη δημοσκόπηση.
«Οι εκτιμήσεις μας είναι σε συμφωνία με τα άρθρα που δημοσιεύτηκαν στον Τύπο, στα οποία υπολογιζόταν ο αριθμός των νεκρών τους πρώτους μήνες μετά τον κυκλώνα» γράφουν οι επιστήμονες.