Η Κασπία αποτελεί το πιο συναρπαστικό «παζλ» του πλανήτη στον διεθνή ενεργειακό χάρτη, εξ ου και έχει τύχει ενδελεχούς ανάλυσης από πλείστους όσους συγγραφείς και αναλυτές. Η Ευρώπη, στην προσπάθειά της να προβεί σε διαφοροποίηση των πηγών πετρελαίου και, ιδίως, φυσικού αερίου, στράφηκε προς την περιοχή, εμφορούμενη ίσως από υπερβολικές βλέψεις.
Η κλασική μελέτη περίπτωσης ονομάζεται Αζερμπαϊτζάν και η μεγάλη ενεργειακή σημασία του Μπακού για την Δύση, τουλάχιστον από την δεκαετία του 2020 και εφεξής, ήδη αναλύθηκε από τον υπογράφοντα στο Foreign Affairs τ. 28 (Αύγουστος 2014). Η ανά χείρας μελέτη αποτελεί μια εξίσου σύντομη εισαγωγή στην ενεργειακή στρατηγική της Αστάνα (Καζακστάν) και της Ασγκαμπάτ (Τουρκμενιστάν), που αμφότερες έχουν ελάχιστα μελετηθεί στην ελληνική βιβλιογραφία, πλην της διδακτορικής διατριβής του Θ. Μαρκέτου (2008) [1] και ενός άρθρου που χρονολογείται από το 2004 [2].
Θα επιχειρήσουμε να αναδείξουμε τις ανησυχίες ασφάλειας (security concerns) αυτών των δύο περίκλειστων (land-locked) κρατών ως προς ποιον προορισμό και μέσω ποιας όδευσης -δηλαδή ποιων κρατών διέλευσης- θα εξάγουν τους φυσικούς τους πόρους.
Πάνω από όλα, ίσως, όταν εξετάζει κανείς την δυνατότητα μεταφοράς ενεργειακών πόρων από την Κασπία (και δη από την ανατολική της όχθη) προς την Δύση τρεις είναι οι παράμετροι που δεν πρέπει να παραγνωρίζει:
Πρώτον, την σχετικά μεγάλη απόσταση, που συνεπάγεται υψηλό μεταφορικό κόστος.
Δεύτερον, το αυξημένο «ειδικό βάρος» της Ρωσίας: 25 χρόνια μετά το τέλος της ΕΣΣΔ, το 1991, η Ρωσία ουδέποτε έπαψε να θεωρεί όλη την περιοχή ως «εγγύς εξωτερικό» της (near abroad), ήτοι μια γεωπολιτική ζώνη μάλλον περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας. Το συγκριτικό, δε, πλεονέκτημα της Ρωσίας έναντι των υπολοίπων μετα-σοβιετικών μορφωμάτων είναι ότι διαδέχτηκε ως κράτος την ΕΣΣΔ, επομένως κληρονόμησε όλες τις υποδομές (αγωγούς) που είχαν κατασκευαστεί και για τις 15 Δημοκρατίες και διέρχονταν από το έδαφός της: Έτσι, το δίκτυο αγωγών πετρελαίου πέρασε στην Transneft και το δίκτυο αγωγών αερίου στην Gazprom, που θέτουν τους δικούς τους όρους για την μεταφορά.
Τρίτον, το γεγονός πως ενδιαφέρον για τους ίδιους ακριβώς ενεργειακούς πόρους επιδεικνύουν, εκτός από την Ευρώπη, και οι αναδυόμενες δυνάμεις Κίνα-Ινδία, με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Και ενδεικτικά θα αναφέρουμε ότι, συμπερασματικά, η εξαγωγή ενέργειας από την ανατολική όχθη της Κασπίας προς την Δύση δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση….
ΚΑΖΑΚΣΤΑΝ: ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΝΓΚΙΖ ΣΤΟ ΚΑΣΑΓΚΑΝ
Στην βορειοανατολική πλευρά της Κασπίας υπάρχει το αχανές κράτος των Καζάκων, με έκταση 2.725.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Επομένως, είναι 20 και πλέον φορές μεγαλύτερο από την Ελλάδα και, επίσης, το μεγαλύτερο περίκλειστο κράτος ολόκληρου του κόσμου, αλλά με πληθυσμό λιγότερο από 18 εκατομμύρια κατοίκους (63% Καζάκοι, 24% Ρώσοι και 13% άλλες εθνότητες). Το 1997, η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε από την Αλμάτυ (γνωστή στην σοβιετική εποχή ως Άλμα Άτα) στην Αστάνα, η οποία αποτελεί ένα αρχιτεκτονικό θαύμα του Ιάπωνα Κίσο Κουροκάβα. Μάλιστα, το καλοκαίρι του 2017 (Ιούνιος – Σεπτέμβριος) διεξήχθη η πολύ σημαντική -παγκόσμιας εμβέλειας- έκθεση ΕΧΡΟ 2017 με θέμα «Future Energy», ενδεικτικό του ενδιαφέροντος των Καζάκων ακόμη και για τις ΑΠΕ [3]. Για χάρη της ΕΧΡΟ 2017, η κυβέρνηση κατασκεύασε μια φουτουριστική πόλη 250 στρεμμάτων έξω από την Αστάνα, για την οποία διατέθηκαν πολλά εκατ. δολάρια.
Η χώρα διαθέτει απολήψιμα αποθέματα πετρελαίου πάνω από 30 δισ. βαρέλια, έναντι 10 δισ. του Αζερμπαϊτζάν, αλλά και η ημερήσια παραγωγή αργού είναι σχεδόν διπλάσια από του Αζερμπαϊτζάν (1,8 εκ. βαρέλια/ημερησίως). Ενώ, όμως, αποτελεί πραγματικό τιτάνα στην παραγωγή αργού, υπολείπεται ως προς τη διύλιση:
Τα τρία υφιστάμενα συγκροτήματα διύλισης, με μέγιστη δυνατότητα επεξεργασίας μόλις 345.000 βαρελιών ημερησίως, είναι παρωχημένα (το παλαιότερο χρονολογείται από το 1945), με αποτέλεσμα η χώρα να εισάγει, σε μεγάλες ποσότητες, βενζίνη και ντίζελ από την Ρωσία. Τα σχέδια για ένα τέταρτο, νέας τεχνολογίας, διυλιστήριο ανεστάλησαν μέχρι νεωτέρας, λόγω της δυσμενούς συγκυρίας. Τουλάχιστον 27 από τις 200 εταιρείες του ομίλου KazMunaiGas, συμπεριλαμβανομένων των τριών διυλιστηρίων, βρίσκονται από το τέλος του 2014 σε φάση σταδιακής ιδιωτικοποίησης, που θα ολοκληρωθεί το 2020.
Το Καζακστάν παραδοσιακά διατηρεί στενές σχέσεις με την Ρωσία, με την οποία μοιράζεται χερσαία και θαλάσσια σύνορα μήκους σχεδόν 7.700 χιλιομέτρων. Η οικονομική του αλληλεξάρτηση με την Ρωσία παραμένει πολύ υψηλή (το 1/3 των εισαγόμενων προϊόντων είναι ρωσικό), εξ ου και αποτελεί ιδρυτικό μέλος της επονομαζόμενης «Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης», η οποία λειτουργεί από την 1/1/2015. Εντούτοις, η διαφοροποίηση των εξαγωγικών οδεύσεων αποτελεί στρατηγική προτεραιότητα του προέδρου Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγιεφ (γεν. 1940), ο οποίος πρωταγωνιστεί στην πολιτική σκηνή του Καζακστάν από το 1984.
Ο στρατηγικός του στόχος, ο οποίος έχει σήμερα επιτευχθεί, είναι η χώρα να εξάγει και προς τις τέσσερις κατευθύνσεις: Βόρεια (Ρωσία), Δυτικά (Μαύρη Θάλασσα), Νότια (Μεσόγειος, μέσω Αζερμπαϊτζάν-Γεωργίας-Τουρκίας) και Ανατολικά (Κίνα).
Ολόκληρη την δεκαετία του 1990, ο Ναζαρμπάγιεφ έβλεπε την χώρα του να βρίσκεται σε μειονεκτικό καθεστώς ενεργειακού «μονοψωνίου» σε σχέση με την Ρωσία: Έτσι, όλη η εξαγώγιμη παραγωγή αερίου, ευρισκόμενη στα δυτικά της χώρας, διοχετευόταν προς την Ρωσία σε λίαν χαμηλές τιμές, την ίδια ακριβώς στιγμή που το ανατολικό τμήμα του Καζακστάν αγόραζε ακριβό αέριο, επίσης από την Ρωσία, αυτή την φορά ως μονοπώλιο.
Για να παραπέμψουμε, λοιπόν, στην καθηγήτριά μου Μπρέντα Σάφερ και στον πολιτικό ρεαλισμό των διεθνών σχέσεων: «Μια ασυμμετρία στην σχέση αλληλεξάρτησης μεταξύ δύο χωρών είναι πολύ πιθανό να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης» [4]. Αυτό φαίνεται ότι συνέβαινε επί μακρόν στην ενεργειακή σχέση του Καζακστάν με την Ρωσία. Ομοίως, στο αργό πετρέλαιο, η μόνη αγορά του Καζακστάν τα πρώτα χρόνια μετά το 1991 ήταν η Ρωσία (αγωγός Ατουράου-Σαμάρα), που απορροφούσε περίπου 200.000 βαρέλια ημερησίως και στην συνέχεια τα διοχέτευε στον υπεραγωγό Drushba, με κατεύθυνση την Ευρώπη.
Καταλύτης στην ανατροπή της ανωτέρω κατάστασης μετά το 2000 υπήρξε ίσως η εμπορική εκμετάλλευση του γιγαντιαίου κοιτάσματος Τενγκίζ, ευρισκόμενου στην ξηρά, λίγες δεκάδες χιλιόμετρα από την ανατολική όχθη της Κασπίας. Έχοντας χαρακτηριστεί από τους γεωλόγους ως «το τέλειο κοίτασμα», το reservoir (η δεξαμενή εμπεριέχουσα το αργό) έχει πλάτος 19 χιλ. και μήκος 21 χιλ., η δε κορυφή του είναι σχεδόν 4 χιλ. κάτω από το έδαφος. Με άλλα λόγια, το Τενγκίζ είναι τέσσερις φορές σε έκταση όσο ο Δήμος των Παρισίων!
Τα εκτιμώμενα αποθέματά του (μαζί με το γειτονικό πεδίο Κορόλεφ) είναι 25,5 δισ. βαρέλια, εκ των οποίων μια ποσότητα μεταξύ 7 δισ. και 10,7 δισ. βαρελιών θεωρείται απολήψιμη. Ανακαλύφθηκε το 1979, επί ΕΣΣΔ, αλλά άργησε 15 ολόκληρα χρόνια να παράξει πετρέλαιο. Για την ακρίβεια, οι Σοβιετικοί προσπάθησαν αρχικά να το αναπτύξουν μόνοι τους, αλλά τελικά δεν τα κατάφεραν ποτέ, λόγω των γεωλογικών δυσκολιών. Μάλιστα, το 1985 μια τρομακτική έκρηξη στο πηγάδι (γεώτρηση) αρ. 37 του Τενγκίζ, που έκαιγε επί δύο μήνες, προκάλεσε μια από τις μεγαλύτερες, παγκοσμίως, περιβαλλοντικές καταστροφές της εποχής.
Τότε, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ αποφάσισε να ζητήσει… αμερικανική βοήθεια για την πλήρη ανάπτυξη και ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με τη Chevron (πρώην SoCal). Δεν είχαν ολοκληρωθεί ακόμη στο τέλος του 1991 που κατέρρευσε η ΕΣΣΔ και, τελικά, η διεθνής κοινοπραξία Tengizchevroil (TCO) συστάθηκε τον Απρίλιο του 1993. Σε αυτήν, η Chevron κατέχει ποσοστό 50%, η κρατική KazMunaiGas 20%, η αμερικανική Exxon Mobil 25% και η ρωσική Lukoil 5%.
Σε μια επική συνάντηση του Ναζαρμπάγιεφ με τον τότε Ρώσο πρόεδρο Μπόρις Γιέλτσιν στη Μόσχα, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ο τελευταίος του είπε ανοιχτά: «Δώσε μου πίσω το Τενγκίζ!» Και ο Ναζαρμπάγιεφ απήντησε έξυπνα: «Μόνο αν μου δώσεις ολόκληρη την επαρχία Όρενμπουργκ, όπου ήταν και η παλιά μας πρωτεύουσα!»
Μόνο το 2015, τα καθαρά έσοδα του Καζακστάν από το Τενγκίζ ξεπέρασαν τα 8 δισ. δολάρια, και δη παρά την κάθετη πτώση των διεθνών τιμών του αργού, ενώ τα συνολικά του έσοδα την εικοσαετία 1995-2005 ήταν 113 δισ. Τo 2016, το Τενγκίζ παρήγαγε 29 εκατ. τόνους αργού ή περίπου 625.000 βαρέλια την ημέρα, ενώ επίσης παρήγαγε 8 δισ. κυβικά μέτρα φυσικό αέριο.
Μετά, δε, την ολοκλήρωση ενός γιγαντιαίου επενδυτικού προγράμματος ύψους 37 δισ. δολαρίων (!), που δρομολογήθηκε τον Ιούλιο του 2016 (FGP – Future Growth Project), από το τέλος του 2021 η παραγωγή του Τενγκίζ θα ξεπεράσει τις 850.000 βαρέλια την ημέρα. Ένα δεύτερο μεγάλο κοίτασμα της χώρας είναι το Καρασαγκάνακ, αρκετές εκατοντάδες χιλιόμετρα πιο βόρεια του Τενγκίζ, που ανακαλύφθηκε επίσης το 1979 και από το 2003 μέχρι και σήμερα παράγει περίπου 220.000 βαρέλια υγρό συμπύκνωμα (condensate) την ημέρα, καθώς και αέριο.
Ο κύριος εξαγωγικός αγωγός αργού της χώρας, τροφοδοτούμενος από το Τενγκίζ και το Καρασαγκάνακ, είναι ο μήκους 1.510 χιλιομέτρων Caspian Pipeline Consortium ή CPC, εκτεινόμενος από το Τενγκίζ έως το Νοβοροσίσκ της Μαύρης Θάλασσας (Ρωσία). Είναι επίσης γνωστός ως αγωγός Τενγκίζ-Νοβοροσίσκ. Η συνολική δαπάνη κατασκευής (CAPEX) ανήλθε σε 2,6 δισ. δολ. από τον Μάιο του 1999, που ξεκίνησαν οι πρώτες εργασίες, έως και το 2001. Το πρώτο τάνκερ απέπλευσε από εκεί τον Οκτώβριο του 2001 και έκτοτε έχουν ακολουθήσει πάνω από 3.500 πλοία. Για την υλοποίησή του, η ενεργειακή διπλωματία των ΗΠΑ επί της δεύτερης προεδρίας Κλίντον διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο, ειδικά, δε, μετά την απομείωση του ρόλου που είχε μέχρι τότε το σουλτανάτο του Ομάν, αρχικός συμμέτοχος του έργου (ήδη από το 1992).
Ο τότε αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Αλ Γκορ, κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια προκειμένου να πείσει τους Ρώσους ότι ένας αγωγός ο οποίος αφενός μεν δεν θα ελέγχεται από την Transneft (είναι μέχρι και σήμερα ο μοναδικός ανεξάρτητος αγωγός σε ολόκληρη την Ρωσία), αφετέρου, δε, θα έχει σημαντική ρωσική συμμετοχή -24% το κράτος και σχεδόν 20% εταιρείες- και, τέλος, που θα καταλήγει στο ρωσικό ενεργειακό «hub» της Μ. Θάλασσας, Νοβοροσίσκ, αποτελεί μια περίπτωση «win-win». Επιπλέον, η Lukoil έλαβε τότε το 5% επί της κοινοπραξίας εκμετάλλευσης του Τενγκίζ, εκπληρώνοντας, έστω και σε μικρό ποσοστό, τον ευσεβή πόθο του Γιέλτσιν.
Το 2016, ο αγωγός αυτός μετέφερε 44,5 εκατ. τόνους καζακικού και, δευτερευόντως, ρωσικού αργού (από τον Νοέμβριο του 2004, ξεκίνησε να μεταφέρει και ρωσικό πετρέλαιο). Ενώ η αρχική χωρητικότητα του CPC, το 2001, περιοριζόταν στις 560.000 βαρέλια ημερησίως, μετά την ολοκλήρωση -το 2017- ενός προγράμματος αναβάθμισης κόστους 5,5 δισ. δολαρίων, θα μπορεί πλέον να μεταφέρει έως 67 εκατ. τόνους ετησίως ή 1.350.000 βαρέλια ημερησίως, ξεπερνώντας ακόμη και τον ανταγωνιστικό BTC (Μπακού-Τιφλίδα-Τσεϊχάν).
Πάντως, το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος αγωγός διασχίζει, στο μεγαλύτερο μέρος του, τη Ρωσία, περιορίζει την αυτονομία των εταιρειών: Το 2006, όταν η Chevron πρότεινε να αυξήσει τα τέλη διέλευσης (transit fees) κατά 9%, η Ρωσία απείλησε να… ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας του αγωγού. Επιπλέον, η Ρωσία δεν συμφωνεί επί χρόνια στην χρήση του μήκους 675 χιλιομέτρων αγωγού Οδησσός-Μπρόντυ (κατασκευάστηκε την περίοδο 1996-2002), ούτως ώστε το αργό προελεύσεως Τενγκίζ να καταλήγει στην Πολωνία. Μόνο μέσω του -πολύ μικρού σε χωρητικότητα- αγωγού από το Μπακού στην Σούπσα της Γεωργίας, μπορεί το καζακικό αργό να προωθηθεί στον αγωγό Οδησσός-Μπρόντυ, σύμφωνα και με την Διακήρυξη του Βίλνιους, την οποία προσυπέγραψαν έξι χώρες το 2007. Επομένως, ο CPC περιορίζεται λειτουργικά από το «κορεσμένο σημείο διέλευσης» (choke point) του Βοσπόρου, εκτός κι αν κατασκευαστεί κάποιος παρακαμπτήριος των Στενών αγωγός, όπως ο Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη (μια ιδέα με ηλικία 23 ετών).
Ένας δεύτερος σύγχρονος πετρελαιαγωγός του Καζακστάν είναι ο τεράστιος -μήκους 2.228 χιλιομέτρων- αγωγός προς την Δυτική Κίνα (και ειδικότερα, το Σιάν, περιοχή της μειονότητας των Ουιγούρων). Αυτόν τον ανέπτυξαν από κοινού η KazMunaiGas και η επίσης κρατική China National Petroleum Corporation, ξεκινώντας ήδη από το 1997. Λειτούργησε τελικά τον Ιούλιο του 2006 και σήμερα μεν μεταφέρει 240.000 βαρέλια ημερησίως, όμως, μέχρι το τέλος της παρούσης δεκαετίας, θα φτάσει στις 400.000, ούτως ώστε να καλύψει μέρος των εξαγωγών και από το Κασαγκάν (βλ. παρακάτω). Μακροπρόθεσμα, και εφόσον τα Τενγκίζ και Κασαγκάν εξαντλήσουν την δυναμική τους, θα μπορούσε να επεκταθεί ακόμη και στο 1 εκατ. βαρέλια ημερησίως, συναγωνιζόμενος σε χωρητικότητα τους BTC/CPC. Τέλος, μικρές ποσότητες καζακικού αργού έχουν κατά καιρούς προωθηθεί με τάνκερ και στο ιρανικό λιμάνι της Κασπίας, τη Νέκα, για διύλιση σε Τεχεράνη και Ταμπρίς.
Όμως, το πραγματικό «άγιο δισκοπότηρο» του Καζακστάν και ολόκληρης της Κασπίας είναι το υπερ-κοίτασμα Κασαγκάν, η μεγαλύτερη ανακάλυψη παγκοσμίως μετά το 1968 (ανακαλύφθηκε μόλις το 2000).
Βρίσκεται στην Β. Κασπία και έχει εκτιμώμενα αποθέματα τουλάχιστον 38 δισ. βαρέλια, εκ των οποίων 25% θεωρούνται απολήψιμα. Δηλαδή, είναι το πέμπτο μεγαλύτερο πεδίο παγκοσμίως και το μεγαλύτερο εκτός Μέσης Ανατολής. Το reservoir του έχει διαστάσεις 75 επί 35 χιλιόμετρα.
Εντούτοις, το μεγάλο βάθος της γεώτρησης (καθώς η κορυφή του reservoir βρίσκεται 4,5 χιλ. κάτω από τον πυθμένα της Κασπίας), η τεράστια διαφορά θερμοκρασίας -άνω των 100 βαθμών- μεταξύ θέρους και χειμώνα, η υψηλή πίεση, η θειώδης -σε ποσοστό 19%- σύνθεση του αργού και, τέλος, τα αβαθή ύδατα της περιοχής (τόσο ρηχά, που το καθιστούν ίσως μοναδικό στον κόσμο μεταξύ των offshore κοιτασμάτων), δυσκολεύουν αφάνταστα το έργο της κοινοπραξίας North Caspian Sea, αποτελούμενης από τις EΝΙ (16,8%), Shell (16,1%), Total (16,8%), ExxonMobil (16,8%), KazMunayGas (16,8%), China National Petroleum Corporation (8,4%), και Inpex (7,6%).
Θεωρείται, επομένως, από τους περισσότερους αναλυτές ως το πιο ακριβό ενεργειακό πρότζεκτ στην Ιστορία, με κόστος ανάπτυξης πάνω από 110 δισ. δολάρια. Εκτιμήσεις, δε, θέλουν το Κασαγκάν να μην κάνει απόσβεση («break even») παρά μόνο με διεθνή τιμή αργού 80+ δολ. ανά βαρέλι.
Τον Σεπτέμβριο του 2013 και με δέκα ολόκληρα έτη καθυστέρηση σε σχέση με το αρχικό πρόγραμμα ανάπτυξης (που έκανε λόγο για το 2003), ξεκίνησε η παραγωγή από το Κασαγκάν, η οποία, όμως, διακόπηκε αιφνιδίως μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα, λόγω διαρροής αερίου. Έκτοτε πολλοί ομίλησαν για «λευκό ελέφαντα». Εάν η ανάπτυξη του Κασαγκάν είχε αποδειχτεί απρόσκοπτη, σήμερα η χώρα θα παρήγαγε σχεδόν 3,5 εκ. βαρέλια ημερησίως εκ των οποίων 1,2 εκατ. μόνο από το συγκεκριμένο κοίτασμα, σύμφωνα με τους φιλόδοξους ενεργειακούς σχεδιασμούς της Αστάνα στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Η πραγματικότητα, όμως, αποδείχτηκε διαφορετική…
Τελικά, η επανέναρξη παραγωγής στο Κασαγκάν έλαβε χώρα χωρίς προβλήματα τον Οκτώβριο του 2016 και εγκαινιάστηκε επισήμως από τον Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγιεφ στις 7/12/2016. Αποτέλεσε, αναμφισβήτητα, το «γεγονός της χρονιάς» στον τομέα του upstream (άντλησης) παγκοσμίως, έστω και με αρχικό ύψος παραγωγής μόλις 75.000 βαρέλια την ημέρα. Για το 2017, η εκτιμώμενη παραγωγή ήταν 9 εκατ. τόνοι ή 180.000 βαρέλια την ημέρα, δηλαδή το Κασαγκάν πρόσθεσε μόλις 10% στην συνολική παραγωγή της χώρας, την οποία, όμως, μακροπρόθεσμα φιλοδοξεί να εκτοξεύσει.
Η αρχική παραγωγή του καταλήγει, στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της, στον αγωγό CPC προς Νοβοροσίσκ, αν και στο μέλλον θα προστεθούν ως μεταφορείς και οι αγωγοί προς Τσεϋχάν (BTC) και προς Κίνα. Σύμφωνα με πληροφορίες, το επίσημο κράτος και δη ο ίδιος ο Ναζαρμπάγιεφ, παρά μια κάποια προτίμηση υπέρ του BTC, δεν έχει επιχειρήσει να «επιβάλει» κάποια εξαγωγική όδευση στην κοινοπραξία, αφήνοντάς την να αποφασίσει με εμπορικά κριτήρια. Τέλος, ως προς τις εξαγωγές φυσικού αερίου, που δεν είναι σημαντικές, ο σοβιετικής εποχής αγωγός προς Ρωσία πλαισιώθηκε πριν λίγα χρόνια από το καζακικό τμήμα του αγωγού «Κεντρικής Ασίας» προς την Κίνα, για τον οποίο βλ. παρακάτω.
ΤΟΥΡΚΜΕΝΙΣΤΑΝ: ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΕΥΡΩΠΗ, ΑΕΡΙΟ ΣΕ ΙΝΔΙΑ ΚΑΙ ΚΙΝΑ
Τα φαραωνικών διαστάσεων κτίρια με τους χρυσούς τρούλους στο Ασγκαμπάτ είναι ενδεικτικά των τεράστιων εσόδων από το φυσικό αέριο κατά τα τελευταία χρόνια. Το Τουρκμενιστάν, μια χώρα μόλις 5 εκατ. κατοίκων η οποία, από πολλές απόψεις, παραπέμπει στην Βόρεια Κορέα, είναι σχετικά φτωχό μεν σε πετρέλαιο (παράγοντας κάτι παραπάνω από 200.000 βαρέλια την ημέρα), διαθέτει, όμως, τα τέταρτα μεγαλύτερα αποθέματα αερίου στον κόσμο, μετά από το Ιράν, την Ρωσία και το Κατάρ (στοιχεία ΒΡ).
Είναι ήδη σημαντικός παραγωγός αερίου, με συνεχώς ανοδική τάση: Εν αναμονή των στοιχείων του 2016, το 2015 παρήγαγε 72,5 δισ. κυβικά μέτρα, εκ των οποίων ποσοστό 52% εξήχθη (27,7 δισ. κ.μ. προς Κίνα, 7,2 δισ. κ.μ. προς Ιράν, 2,8 δισ. κ.μ. προς Ρωσία και μικρή ποσότητα προς Καζακστάν). Ήδη στην χώρα κατασκευάζεται -από Ιάπωνες και Τούρκους επενδυτές- ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια GTL (gas to liquid) στον κόσμο, που θα στοιχίσει 1,7 δισ. δολ. και θα λειτουργήσει στο τέλος του 2018. Από την επεξεργασία 1,8 δισ. κ.μ. αερίου ετησίως, θα παράγει 600.000 τόνους βενζίνη των 92 οκτανίων. Σήμερα η χώρα έχει δύο συγκροτήματα διύλισης με ικανότητα επεξεργασίας 237.000 βαρελιών, τα οποία λειτουργούν στο 50% της δυναμικότητάς τους.
Αιχμή του δόρατος στους ενεργειακούς σχεδιασμούς του Ασγκαμπάτ αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο κοίτασμα αερίου στον κόσμο, Γκαλκουνούς, που ανακαλύφθηκε μόλις το 2006. Μόνο η πρώτη φάση ανάπτυξής του, η οποία ολοκληρώθηκε το Σεπτέμβριο του 2013, όταν και ξεκίνησε η παραγωγή, κόστισε 9,7 δισ. δολ., ενώ σε εξέλιξη βρίσκονται επενδύσεις 20 δισ. δολ. Σύμφωνα με τους ίδιους τους Τουρκμένους, η παραγωγή φυσικού αερίου της χώρας θα υπερτριπλασιαστεί μέσα στην επόμενη δεκαπενταετία και θα φθάσει τα 230 δισ. κ.μ. στις αρχές της δεκαετίας του 2030 (με σχεδόν 100 δισ. κ.μ. να προέρχονται μόνο από το Γκαλκουνούς), και δη παρά το γεγονός ότι η Ρωσία -κάποτε η κύρια αγορά φυσικού αερίου της χώρας μέσω του σοβιετικού «βόρειου αγωγού»- έχει δηλώσει ότι δεν ενδιαφέρεται για συνέχιση των εισαγωγών. Μάλιστα, η Gazprom βρίσκεται από το 2015 σε διαιτητικό δικαστήριο της Στοκχόλμης με την Turkmengas για το θέμα της τιμής του αερίου, το οποίο θεωρεί ακριβό. Το 2003, σημειωτέον, η Gazprom είχε συμφωνήσει να αγοράζει από την Turkmengas έως 60 δισ. κ.μ. φυσικού αερίου ετησίως, αλλά τα τελευταία χρόνια οι ποσότητες έβαιναν μειούμενες και τελικά, το 2016, μηδενίστηκαν.
Και η ενεργειακή διπλωματία του Ασγκαμπάτ, όπως και εκείνη της Αστάνα, στηρίζεται στην αρχή της διαφοροποίησης των εξαγωγικών οδεύσεων, μέσω κατασκευής των αναγκαίων υποδομών (αγωγών φυσικού αερίου) προς πάσα κατεύθυνση. Επομένως, ο «βόρειος αγωγός» αερίου προς Ρωσία, υφιστάμενος ήδη από την εποχή της ΕΣΣΔ, πρόκειται να πλαισιωθεί από άλλους τέσσερις: Ο αγωγός προς το Ιράν λειτούργησε το 2010, αλλά αυτός δεν είναι και τόσο σημαντικός. Το 2006, λίγο πριν πεθάνει ο ιστορικός ηγέτης της χώρας, Σ. Νιγιάζοφ, δρομολογήθηκε ο υπεραγωγός «Central Asia–China» που λειτούργησε τελικά στο τέλος του 2009 και έχει μήκος 1.830 χιλιόμετρα. Μετά την προσθήκη ενός τρίτου παράλληλου σωλήνα, το 2015, διαθέτει σήμερα θεωρητική δυναμικότητα μεταφοράς έως 55 δισ. κυβικών μέτρων ετησίως, αν και χρησιμοποιείται στο 50%. Η Κίνα πάντως σχεδιάζει οι ετήσιες εισαγωγές της από το Τουρκμενιστάν να ανέρχονται σε 65 δισ. κυβ. μέτρα ως το 2020, ήτοι να υπερδιπλασιαστούν από τα επίπεδα του 2015 (προς τούτο θα χρειαστεί η κατασκευή και τέταρτου παράλληλου σωλήνα). Και επειδή η τιμή του τουρκμενικού αερίου στην κινεζική αγορά είναι πολύ ανταγωνιστική, αυτό δημιουργεί πρόβλημα στα ρωσικά σχέδια για τους υπεραγωγούς «Ισχύς της Σιβηρίας» και «Αλτάϋ» προς Κίνα. Επιπλέον, η κρατική China National Petroleum Corporation αποτελεί σήμερα τον μεγαλύτερο ξένο επενδυτή-εργοδότη στον ενεργειακό κλάδο του Τουρκμενιστάν, ενώ ισχυρή παρουσία έχουν επίσης η ιταλική ΕΝΙ, η μαλαισιανή Petronas και η εμιρατινή Dragon Oil. Ως εκ τούτου, οι Κινέζοι έχουν λόγο και περί των ενεργειακών οδεύσεων. Προτεραιότητά τους, δε, είναι να ικανοποιηθεί η δική τους κατανάλωση, άρα όλα τα άλλα σχέδια αγωγών έρχονται σε «δεύτερη μοίρα».
Σε κάθε περίπτωση, η ίδια η γεωγραφική θέση του Γκαλκουνούς -ευρισκόμενου στη νοτιοανατολική επικράτεια του Τουρκμενιστάν- συνηγορεί υπέρ της τροφοδοσίας μιας ακόμη ραγδαία αναπτυσσόμενης αγοράς, της ινδικής υποηπείρου. Μετά από πολλά χρόνια μελετών, ο τεράστιος αγωγός ΤΑΡΙ (Τουρκμενιστάν-Αφγανιστάν-Πακιστάν-Ινδία), με μέγιστη μεταφορική δυναμικότητα 33 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως, θεμελιώθηκε τον Δεκέμβριο του 2015 και το τουρκμενικό τμήμα του, μήκους 220 χιλ., έχει κατασκευαστεί σχεδόν ολόκληρο σήμερα (αρχές 2017), με ίδιους πόρους της Turkmengas. Το ζήτημα, όμως, είναι τι θα γίνει με τα υπόλοιπα 1.600 χιλιόμετρα του ΤΑΡΙ (συνολικού κόστους 10 δισ. δολαρίων), τόσο από την άποψη της χρηματοδότησης, όσο και επειδή διασχίζει ασταθείς περιοχές, ιδίως στο Αφγανιστάν. Τα αισιόδοξα σενάρια, πάντως, ομιλούν για έναρξη λειτουργίας του στο τέλος του 2019. Ένθερμος υποστηρικτής της κατασκευής του ΤΑΡΙ είναι οι ΗΠΑ, σε αντίθεση με τον 100% ανταγωνιστικό αγωγό IPI, από Ιράν προς Ινδία.
Τέλος, η ιστορία ενός «Διακασπιακού Αγωγού Αερίου» (Trans-Caspian Gas Pipeline, TCP), ο οποίος θα συνδέει την ανατολική με την δυτική ακτή της Κασπίας σε μήκος 340 χιλιομέτρων, είναι μεν αρκετά παλιά, τουλάχιστον 20 ετών, αλλά ελάχιστα έχει προχωρήσει μέχρι σήμερα. Προτού ανακαλυφθεί το πεδίο Σαχ Ντενίζ στο Αζερμπαϊτζάν, το 1999, το Τουρκμενιστάν ήταν ο βασικός υποψήφιος για εφοδιασμό της Ευρώπης με κασπιακό αέριο: Το 1998, λοιπόν, υπεγράφη Διακρατική Συμφωνία Τουρκίας-Τουρκμενιστάν για την κατασκευή του TCP. Η Ρωσία, όμως, για ευνόητους λόγους δεν επιθυμεί την υλοποίηση του TCP και, μάλιστα, έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να επιτρέψει την κατασκευή κανενός υποθαλάσσιου αγωγού μέχρι να ξεκαθαρίσει το νομικό καθεστώς της Κασπίας.
Τον Μάιο του 2015, η Διακήρυξη του Ασγκαμπάτ συνέστησε τετραμερή Ομάδα Εργασίας σε επίπεδο υφυπουργών για συνεκτίμηση όλων των νομικών, τεχνικών και εμπορικών ζητημάτων που αφορούν τον αγωγό. Εντός του 2015, δε, ολοκληρώθηκε στο Τουρκμενιστάν η κατασκευή του χερσαίου αγωγού «East-West», μήκους 750 χιλιομέτρων ο οποίος συνδέει το Γκαλκουνούς με την Κασπία, επομένως αυτή την στιγμή ο TCP είναι ο μοναδικός χαμένος κρίκος («missing link») προκειμένου να εξαχθεί τουρκμενικό αέριο από το Γκαλκουνούς προς Δυσμάς. Όμως, η χρηματοδότησή του (6-7 δισ. δολ.) είναι δύσκολη σε εποχές χαμηλών διεθνών τιμών, η δε συνολική διαδρομή από το Γκαλκουνούς έως την πλησιέστερη μεγάλη αγορά της Ευρώπης, την Ιταλία, είναι 4.700 χιλ., απόσταση η οποία, με βάση τα θεμελιώδη οικονομικά των αγωγών, καθιστά τη μεταφορά μάλλον αντιοικονομική (εκτός εάν η τελική τιμή αγοράς στην Ιταλία είναι εξαιρετικά υψηλή).
Σε κάθε περίπτωση, η σχεδιαζόμενη ποσότητα των 30 δισ. κ.μ. ετησίως την οποία επέβαλε το Τουρκμενιστάν ως χωρητικότητα στο σχέδιο TCP αφενός μεν είναι μεγάλη για να συμβολαιοποιηθεί, αφετέρου, θα απαιτούσε νέες επενδύσεις, καθώς το υπό ανάπτυξη σήμερα δίκτυο των ΤΑΝΑΡ και ΤΑΡ δεν επαρκεί (ο ΤΑΝΑΡ μπορεί να μεγαλώσει κατά 15 δισ. κ.μ. ετησίως και ο ΤΑΡ κατά 10 δισ. κ.μ.). Επομένως, ο υπεραγωγός TCP, που τόσο πολύ στηρίζει η ΕΕ, πολύ δύσκολα θα προχωρήσει, τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον: Τελευταίες εκτιμήσεις της International Association of Energy Economics (Ιαν. 2017) τοποθετούν την λειτουργία του όχι πριν το 2029.
*Το κείμενο αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος Απριλίου-Μαίου 2017 (αριθμός 45) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.
Δρ ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΙΤΑΡΑΣ
Ενεργειακός αναλυτής, απόφοιτος του Baku Summer Energy School υπό την Διπλωματική Ακαδημία του Αζερμπαϊτζάν. Μια αρχική μορφή του κειμένου αποτέλεσε παράδοση στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Ενέργεια: στρατηγική, δίκαιο και οικονομία» του ΠΑ.ΠΕΙ. (Πειραιάς, Μάρτιος 2016).
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
[1] Θρασύβουλος Μαρκέτος, Η γεωπολιτική πρακτική της Ρωσίας στη μετασοβιετική Κ. Ασία – οι γεωπολιτικές συνιστώσες και οι νέες παράμετροι των σχέσεων της Ρωσίας με τις Δημοκρατίες του Καζακστάν και του Ουζμπεκιστάν προς το μεταψυχροπολεμικό διεθνές περιβάλλον, Αθήνα 2008.
[2] Μαρίκα Καραγιάννη, Ο μελλοντικός ρόλος του Καζακστάν στην παγκόσμια ενεργειακή σκηνή, Αγορά Χωρίς Σύνορα, 9/3, 2004.
[3] expo2017astana.com
[4] B.Shaffer, Energy Politics, University of Pennsylvania Press, Philadelphia 2009.