Στρατιωτικά στοχευμένη και περιορισμένη, η επιχείρηση που πραγματοποιήθηκε από τις ΗΠΑ εναντίον του καθεστώτος της Δαμασκού δεν αποσαφηνίζει την αμερικανική στρατηγική στη Συρία και παράλληλα δεν προβλέπεται να άρει το διπλωματικό αδιέξοδο έπειτα από επτά χρόνια ενός ολοένα και πιο περίπλοκου πολέμου.
«Αποστολή εξετελέσθη», ανακοίνωσε χθες Σάββατο ο Ντόναλντ Τραμπ, μερικές ώρες αφότου είχε ανακοινώσει με επισημότητα την πραγματοποίηση «πληγμάτων ακριβείας» ως απάντηση στην επίθεση της 7ης Απριλίου στην Ντούμα, στην οποία οι Αμερικανοί κατηγορούν τον Μπασάρ αλ-Άσαντ ότι χρησιμοποίησε αέριο σαρίν και χλώριο εναντίον αμάχων.
Στην Ουάσινγκτον προβάλλουν τον «συνασπισμό» που ο αμερικανός πρόεδρος «κατάφερε να σχηματίσει» μαζί με «δύο άλλα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ», τη Γαλλία και τη Βρετανία.
Πρόκειται για μια «συμμαχική απάντηση», υπογραμμίζει ένας υψηλόβαθμος αμερικανός αξιωματούχος που δεν θέλει να κατονομασθεί, «σε αντίθεση με το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν δράσει μόνες τους πριν από έναν χρόνο», στα πρώτα πλήγματα που είχε αποφασίσει ο Ντόναλντ Τραμπ έπειτα από μια προηγούμενη χημική επίθεση.
Όμως παρά την απήχηση που είχε στα μέσα ενημέρωσης, η «αποστολή» ήταν στην πραγματικότητα περιορισμένη στον μέγιστο βαθμό, έπειτα από μια εβδομάδα απειλών και έντονων διαβουλεύσεων που είχαν προκαλέσει εικασίες για το ενδεχόμενο να πραγματοποιηθούν επιδρομές εντελώς διαφορετικής έκτασης.
«Όλοι οι στόχοι συνδέονταν στενά και συγκεκριμένα με την παραγωγή ή την αποθήκευση χημικών όπλων», «τα μέσα για τη χρησιμοποίησή τους ούτε που αγγίχτηκαν», διαβεβαιώνει το Γαλλικό Πρακτορείο ο Φαϊζάλ Ιτάνι, ερευνητής της δεξαμενής σκέψης Atlantic Council στην Ουάσινγκτον.
«Τα πλήγματα αυτά υπάρχει κίνδυνος να στείλουν στον Άσαντ το εξής μήνυμα: ‘Δεν έχεις το δικαίωμα να πραγματοποιείς χημικές επιθέσεις, όμως όλα τα άλλα είναι εντάξει, προχώρα’», εκτιμά.
Διότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είπαν ξεκάθαρα πως, πέραν αυτού του στόχου, δεν σκοπεύουν να εμπλακούν στη σύγκρουση ανάμεσα στη συριακή εξουσία, που υποστηρίζεται από τη Ρωσία και το Ιράν, και τους αντάρτες.
«Η συριακή στρατηγική μας δεν έχει αλλάξει», υπογράμμισε χθες η αμερικανίδα πρεσβευτής στον ΟΗΕ Νίκι Χέιλι.
«Ποια στρατηγική;», φαίνονται να απαντούν εν χορώ οι περισσότεροι αμερικανοί ειδικοί.
«Μπλοκαρισμένη» ειρηνευτική διαδικασία
Ενώ θεωρεί «θεμιτά» τα πλήγματα του σαββατοκύριακου, ο Ρίτσαρντ Χάας του Council of Foreign Relations διαπιστώνει στο Twitter πως «δεν υπάρχει ορατή αλλαγή στην αμερικανική πολιτική έναντι της Συρίας».
«Οι Αμερικανοί δεν έδρασαν για να αποδυναμώσουν το καθεστώς», διαβεβαιώνει αυτός ο πρώην διπλωμάτης.
Ένας άλλος πρώην αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο Νίκολας Μπερνς, ζητάει «να παραμείνουν οι αμερικανικές δυνάμεις στον βορρά» εναντίον της τζιχαντιστικής οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος και να δημιουργηθεί ένας «αμερικανο-αραβο-ευρωπαϊκός διπλωματικός συνασπισμός» με στόχο να «αντισταθμίσει την αρνητική επιρροή της τριάδας Ρωσία-Ιράν-Συρία».
Επισήμως η αμερικανική «στρατηγική» παρουσιάσθηκε τον Ιανουάριο από τον Ρεξ Τίλερσον, τον τότε υπουργό Εξωτερικών του Ντόναλντ Τραμπ. Προέβλεπε την παρουσία σε διάρκεια αμερικανών στρατιωτών στη Συρία εναντίον του Ισλαμικού Κράτους, όμως προσέθετε άλλους δύο παράπλευρους στόχους: να συμβάλει στην αποχώρηση του Μπασάρ αλ-Άσαντ και να αντιμετωπίσει την επιρροή του Ιράν.
Το κενό που θα δημιουργούσε μια αμερικανική αποχώρηση, προειδοποιούσε ουσιαστικά, θα βοηθούσε τον σύρο πρόεδρο, καθώς και τις επεκτατικές βλέψεις της Τεχεράνης.
Οι αξιωματούχοι της αμερικανικής κυβέρνησης συνεχίζουν να αναφέρονται σ’ αυτή την ομιλία, όμως ο πρόεδρος Τραμπ, ο οποίος έχει έκτοτε απολύσει τον Ρεξ Τίλερσον, έκανε την έκπληξη διατυπώνοντας πρόσφατα την ευχή να αποχωρήσει σύντομα από τη Συρία, πριν αποφασίσει τελικά, υπό την πίεση των συμβούλων και των συμμάχων του, να μην ορίσει κάποιο χρονοδιάγραμμα αποχώρησης.
«Έπειτα απ’ αυτά τα νέα πλήγματα, ο Τραμπ δεν επανέλαβε πως ‘φεύγουμε μόλις τελειώσει η μάχη εναντίον του ΙΚ και σύντομα τελειώνει’», επισημαίνει ο Φαϊζάλ Ιτάνι. «Συνεπώς παραμένουμε ακόμη λίγο, όμως αυτό δεν είναι αληθινά μια στρατηγική για τη Συρία, πρόκειται μόνο για μια πτυχή της συριακής σύγκρουσης».
Πέραν αυτού, η αμερικανική κυβέρνηση αρκείται να λέει πως είναι αποφασισμένη να προωθήσει την ειρηνευτική διαδικασία της Γενεύης υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Ωστόσο παραδέχεται πως η διαδικασία αυτή είναι «εντελώς μπλοκαρισμένη», σύμφωνα με τα λόγια ενός υψηλόβαθμου αμερικανού αξιωματούχου, ο οποίος αποδίδει την ευθύνη γι’ αυτό στο συριακό καθεστώς «που αρνείται να συμμετάσχει στις συνομιλίες», και στους Ρώσους, «οι οποίοι δεν θέλησαν να ασκήσουν αρκετή πίεση» στη Δαμασκό.
«Το να λέμε ρητά, όπως κάνει αυτή η κυβέρνηση, πως ‘δεν ενδιαφερόμαστε αληθινά γι’ αυτόν τον πόλεμο’» ανάμεσα στον Άσαντ και τους αντάρτες, «ισοδυναμεί με το να έχουμε πολύ λίγα μέσα πίεσης», λέει εκφράζοντας τη λύπη του γι’ αυτό ο ειδικός του Atlantic Council. Ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον ίδιο, σήμερα είναι «λιγότερο πιθανό παρά ποτέ» να βγει από το αδιέξοδο η διαδικασία της Γενεύης.