Υψηλοί μισθοί, έξτρα επιταγές για έξοδα γραφείου, για συμμετοχή σε Επιτροπές, για ταξίδια εργασίας στο εξωτερικό… Το πακέτο της αποζημίωσης ενός ευρωβουλευτή είναι άκρως ενδιαφέρον.
Εχει υπολογιστεί ότι κατά μέσο όρο ένας ευρωβουλευτής, ανάλογα με το πόσο δραστήριος είναι, πόσο συχνή παρουσία έχει στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και πόσο συχνά ταξιδεύει, αμείβεται με ένα ποσόν της τάξης των 30 έως 40 χιλιάδων ευρώ μηνιαίως.
Οι 21 Ελληνες ευρωβουλευτές θα πρέπει να είναι από τους καλύτερα αμειβόμενους μισθωτούς στην Ελλάδα, αφού το ελάχιστο μέσο εισόδημά τους σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας του 2016 είναι κατά 3,4 φορές μεγαλύτερο από το μέσο κατά κεφαλή εισόδημα των συμπατριωτών τους.
Βασικός, 6.826 ευρώ καθαρά
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα ισχύοντα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ΕΚ) από το 2009, η μηνιαία αποζημίωση των εκλεγμένων μελών του ανέρχεται το 2019 σε 8.758 ευρώ μεικτά ή 6.825 ευρώ καθαρά μετά την αφαίρεση των ευρωπαϊκών φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης (χωρίς να υπολογίζεται ο ενδεχόμενος πρόσθετος φόρος που μπορεί να επιβάλλει καθένα από τα κράτη μέλη).
Η βασικότερη δουλειά ενός ευρωβουλευτή είναι να συμμετέχει στις εργασίες του Ευρωκοινοβουλίου. Αυτό ετησίως περιλαμβάνει: 12 συνεδριάσεις διάρκειας τεσσάρων ημερών στο Στρασβούργο, έξι συμπληρωματικές διήμερες συνεδριάσεις στις Βρυξέλλες. Δύο εβδομάδες το μήνα συμμετέχουν στις συνεδριάσεις των διάφορων Επιτροπών και των Αντιπροσωπειών που διατηρούν και αναπτύσσουν τις διεθνείς επαφές του ΕΚ με τρίτες χώρες και Οργανισμούς και μία εβδομάδα το μήνα στις συνεδριάσεις των πολιτικών ομάδων. Τέσσερις εβδομάδες ετησίως οι ευρωβουλευτές έχουν το δικαίωμα να τις διαθέτουν αποκλειστικά στην εκλογική τους περιφέρεια (εβδομάδες εκλογικής περιφέρειας).
Όπως διευκρινίζει το ΕΚ: «όπως και οι εθνικοί βουλευτές, οι βουλευτές του ΕΚ λαμβάνουν διάφορα επιδόματα για να καλύψουν τις δαπάνες που πραγματοποιούν κατά την άσκηση των κοινοβουλευτικών καθηκόντων τους».
Ετσι, το ΕΚ αναλαμβάνει τα έξοδα μετακίνησης των ευρωβουλευτών από την εκλογική περιφέρειά τους προς το Κοινοβούλιο του Στρασβούργου ή των Βρυξελλών πληρώνοντας τα αεροπορικά ή σιδηροδρομικά εισιτήριά τους – θέση business class – μετά την προσκόμιση των σχετικών παραστατικών. Εάν ο βουλευτής μετακινείται με αυτοκίνητο, η αποζημίωσή του υπολογίζεται σε 0,50 ευρώ ανά χιλιόμετρο, συν τα έξοδα διοδίων ή άλλων επιπλέον τελών.
Επιπλέον οι ευρωβουλευτές, για τη συμμετοχή τους σε ανεπίσημες δράσεις στο εξωτερικό (συνέδρια εργασίας, κοινοβουλευτικές εκθέσεις κλπ.), δικαιούνται μετά την υποβολή των σχετικών παραστατικών στο Ευρωκοινοβούλιο, αποζημίωση έως 4.243 ευρώ το χρόνο για έξοδα μετακίνησης, διαμονής, κλπ.
Επιδόματα που προκαλούν
Εκτός από τα παραπάνω, οι ευρωβουλευτές λαμβάνουν δύο πρόσθετα επιδόματα: το πρώτο, ύψους 4.513 ευρώ μηνιαίως, αποσκοπεί στην κάλυψη των απαραίτητων γενικών εξόδων τους (γραφείο, τηλέφωνο, διαδίκτυο, εξοπλισμός πληροφορικής κ.λπ.). Το οποίο επίδομα «μειώνεται κατά το ήμισυ εφόσον ο βουλευτής, χωρίς έγκυρη αιτιολογία, δεν συμμετέχει στις μισές συνεδριάσεις της Ολομέλειας κατά τη διάρκεια ενός κοινοβουλευτικού έτους».
Παρόλο που το συνολικό ποσό των 3,4 εκατ. ευρώ το μήνα για τους 751 βουλευτές του ΕΚ, αναλογικά δεν είναι υπερβολικά μεγάλο, ωστόσο, έχει εγείρει συζητήσεις καθόσον μάλιστα, οι βουλευτές δεν υποχρεώνονται να παρουσιάσουν καμία απόδειξη για τα παραπάνω έξοδά τους.
Ετσι, 29 δημοσιογράφοι ζήτησαν τον Νοέμβριο του 2015 από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να έχει πρόσβαση στα έγγραφα και τις αποδείξεις που αναλύουν λεπτομερώς τον τρόπο χρήσης του παραπάνω κονδυλίου που είναι δημόσιο χρήμα. Όμως, τον Σεπτέμβριο του 2018 το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα των δημοσιογράφων με το αιτιολογικό της «προστασίας της ιδιωτικής ζωής».
Αλλά εκείνο το επίδομα των ευρωβουλευτών, που για ορισμένους είναι τελείως περιττό, είναι η αμοιβή των 320 ευρώ ημερησίως για την κάλυψη «των εξόδων που αντιμετωπίζουν οι βουλευτές κατά τις κοινοβουλευτικές περιόδους, υπό την προϋπόθεση ότι βεβαιώνεται η παρουσία τους». Η αποζημίωση αυτή μειώνεται κατά το ήμισυ αν οι βουλευτές δεν συμμετέχουν σε περισσότερες από τις μισές ψηφοφορίες με ονομαστική κλήση κατά τη σύνοδο της ολομέλειας.
Ετσι, ένας ευρωβουλευτής κερδίζει περί τα 1.600 ευρώ επιπλέον το μήνα μόνο και μόνο γιατί είναι παρών στις ψηφοφορίες των συνόδων της ολομέλειας (τέσσερις το μήνα). Το επίδομα αυτό χαρακτηρίζεται ως αδικαιολόγητο αφού αφορά ένα από τα βασικά καθήκοντά των ευρωβουλευτών για το οποίο έχουν εκλεγεί και για το οποίο αμείβονται έτσι κι αλλιώς: να παραβρίσκονται, δηλαδή, στο Ευρωκοινοβούλιο κατά τις συνεδριάσεις της ολομέλειας.
Το παραπάνω ποσό δε, μπορεί να φτάσει τα 2.500 ευρώ μηνιαίως αν συνυπολογίσουμε και τη συμμετοχή τους σε κάποια από τις 20 μόνιμες Επιτροπές του Ευρωκοινοβουλίου.
Τέλος, οι ευρωβουλευτές για την εκτέλεση του κοινοβουλευτικού έργου τους, δικαιούνται ένα επιπλέον μηνιαίο κονδύλι ύψους 21.209 ευρώ για την πρόσληψη μέχρι τριών διαπιστευμένων βοηθών.
Παράλληλη εργασία, παράλληλα εισοδήματα
Αλλά δεν είναι μόνο τα έσοδα της κοινοβουλευτικής αποζημίωσης και των διάφορων πρόσθετων επιδομάτων. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας το 31% των μελών του Ευρωκοινοβουλίου έχει κάποια άλλη παράλληλη εργασία και συνεπώς επιπλέον εισοδήματα, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε σύγκρουση συμφερόντων.
Για παράδειγμα, όπως προκύπτει από την παραπάνω έκθεση, πρώτος στη λίστα των 30 ευρωβουλευτών με τα μεγαλύτερα εισοδήματα από την παράλληλη απασχόλησή τους έρχεται ο Ιταλός ευρωβουλευτής Ρενάτο Σόρου. Την πρωτιά του με ετήσιο εισόδημα 1.547.500 έως 1.565.035 ευρώ την οφείλει στη διευθυντική θέση του στην διαδικτυακή εταιρεία Tiscali. Δεύτερος, στην ίδια λίστα, έρχεται ο Λιθουανός Αντάνας Γκουόγκα με εισοδήματα 1.356.387 έως 1.428.375 ευρώ, δηλώνοντας επιχειρηματίας και παίκτης του πόκερ(!). Στη 15η θέση φιγουράρει και το όνομα του Ελληνα ευρωβουλευτή Κώστα Χρυσόγονου, με εισοδήματα 240.096 έως 660.000 ευρώ από τη δραστηριότητά του ως δικηγόρος.
Όπως επισημαίνεται στην παραπάνω έκθεση, «η παράλληλη δραστηριότητα των βουλευτών μπορεί να δημιουργήσει συγκρούσεις συμφερόντων ή και να παρεμποδίσει τους βουλευτές να αφιερώσουν επαρκή χρόνο και προσοχή στον ρόλο για τον οποίο έχουν εκλεγεί». Και η Διεθνής Διαφάνεια προτείνει 4 μέτρα για την αντιμετώπιση του φαινομένου: απαγόρευση των ευρωβουλευτών να κάνουν λόμπινγκ κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής θητείας τους. Η οποία απαγόρευση, θα πρέπει να συνεχίζεται από 6 έως 12 μήνες μετά το τέλος της θητείας των. Παροχή αναλυτικών στοιχείων σχετικών με την παράλληλη επαγγελματική απασχόλησή τους. Βελτίωση των ελέγχων από το ΕΚ. Δημιουργία ανεξάρτητης αρχής που θα επιβάλλει κυρώσεις στους παραβάτες.
Τελικά οι ευρωβουλευτές είναι οι υψηλόμισθοι της πολιτικής; Το ερώτημα θα μπορούσε να απαντηθεί με ένα άλλο: υπερασπίζονται, τουλάχιστον, τα δικαιώματα και τα συμφέροντα εκείνων που τους ψήφισαν;