Οι προ μηνών διαβουλεύσεις με σκοπό μία συμφωνία μεταξύ Βελιγραδίου και Πρίστινας για εδαφικές διευθετήσεις, οι οποίες να προσδίδουν εθνική ομοιογένεια στην περιοχή, προς το παρόν τουλάχιστον έχουν ναυαγήσει. Άφησαν, όμως, πίσω τους όχι μόνο τις αντιφατικές αντιδράσεις, αλλά και μία ευρύτερη συζήτηση. Αν και θα επρόκειτο για αλλαγή συνόρων, η οποία θα προέκυπτε κατόπιν συμφωνίας των ενδιαφερομένων κρατών, ήταν πολλοί αυτοί που θεωρούσαν ότι εάν, έστω και έτσι, σπάσει η αρχή του απαραβίαστου των συνόρων θα προκληθεί ντόμινο ή τουλάχιστον θα εγερθούν ζητήματα, τα οποία θα αποσταθεροποιήσουν τα Βαλκάνια.
Η περιοχή έχει από το παρελθόν της βγάλει κακό όνομα. Παραπέμπει σε εθνοτικές συγκρούσεις, εθνικούς ανταγωνισμούς και αστάθεια. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι διαφορετική. Από τους Βαλκανικούς Πολέμους στις αρχές του 20ου αιώνος και τη συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913, η οποία οριστικοποίησε τα σύνορα, έως τη δεκαετία του 1990, στη Βαλκανική επικράτησε σταθερότητα. Το συνοριακό καθεστώς άντεξε δύο παγκοσμίους πολέμους και βεβαίως το κλίμα του Ψυχρού Πολέμου για μεγάλο διάστημα πάγωσε, ή τουλάχιστον έθεσε σε δεύτερη μοίρα, τις όποιες εθνικές αντιπαλότητες και ανταγωνισμούς.
Η μείζονος σημασίας γεωπολιτική αλλαγή στη δεκαετία του 1990 ήταν η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η οποία τις προηγούμενες δεκαετίες δέσποζε στον ηπειρωτικό κορμό της Χερσονήσου του Αίμου. Η διάλυση προέκυψε ως παράγωγο της κατάρρευσης των καθεστώτων του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, αλλά και ως αποτέλεσμα της επιδίωξης των Δυτικών να θέσουν υπό τον γεωπολιτικό έλεγχό τους τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και βεβαίως των Βαλκανίων.
Η προσπάθεια του καθεστώτος Μιλόσεβιτς, μέσα από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, να οικοδομήσει τη Μεγάλη Σερβία τον έφερε σε αντίθεση με τη Δύση και πλησίον της Ρωσίας. Παρότι γονατισμένη και σχεδόν εξαρτημένη από τη Δύση, η Ρωσία του Μπόρις Γέλτσιν αντιμετωπιζόταν και από τους Αμερικανούς και από τους Ευρωπαίους ως δυνητικός γεωπολιτικός αντίπαλος. Αυτός ήταν ο λόγος, που το ΝΑΤΟ έφτιαξε με τη συνθήκη του Ντέιτον το εγγενώς ασταθές κράτος της Βοσνίας-Ερζογοβίνης και βομβάρδισε τη Σερβία για να επιτύχει την απόσχιση και ανεξαρτητοποίηση του Κοσσυφοπεδίου.
Επιδίωξη της ισορροπίας
Έτσι, ενώ στην πρώτη φάση στη Γιουγκοσλαβία συγκρούσθηκαν οι Σέρβοι, οι Κροάτες και οι Μουσουλμάνοι της Βοσνίας, στη δεύτερη φάση συγκρούσθηκαν Σέρβοι με Αλβανούς. Η απόσχιση και ανεξαρτητοποίηση του Κοσσυφοπεδίου πυροδότησε περαιτέρω τον αλβανικό εθνικισμό, όπως φάνηκε καθαρά όταν οι Αλβανοί της ΠΓΔΜ επιχείρησαν το 2001 να επαναλάβουν το εγχείρημα του Κοσσυφοπεδίου, με σκοπό προοπτικά να συμπεριληφθούν όλοι οι αλβανικοί πληθυσμοί σε ένα κράτος, στη Μεγάλη Αλβανία.
Στην περίπτωση της ΠΓΔΜ η Δύση έβαλε φρένο στον αλβανικό εθνικισμό-μεγαλοϊδεατισμό. Όπως δεν ήθελε τη μεγάλη σερβική κοινότητα της Βοσνίας να ενσωματωθεί στη Σερβία, έτσι και απέτρεψε την απόσχιση των αλβανικών περιοχών από την ΠΓΔΜ. Φαίνεται, ωστόσο, πως δεν έχει αντίρρηση να πραγματοποιηθούν μεταξύ Βελιγραδίου και Πρίστινας εδαφικές διευθετήσεις και κάποια ανταλλαγή πληθυσμών, προκειμένου να επιλυθεί η σημερινή εκκρεμότητα και να οριστικοποιηθεί ένα συνοριακό καθεστώς αποδεκτό και από τις δύο πλευρές.
Οι ΗΠΑ του προέδρου Τραμπ ευνοούν τα εθνικά κράτη και κατ’ επέκτασιν κατά το δυνατόν την εθνική ομοιογένεια. Στη συγκεκριμένη περίπτωση φαίνεται πως επεδίωξαν μία ισορροπία μεταξύ του σερβικού και του αλβανικού στοιχείου. Ήλπιζαν πως μία τέτοια εξέλιξη θα διευκολύνει την απεξάρτηση της Σερβίας από τη ρωσική επιρροή και την προσέλκυσή της στις δυτικές δομές.
Μόνο με κοινή απόφαση
Ωστόσο, πέραν των επιδιώξεων των εξωτερικών παραγόντων, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι στην Πρίστινα, το σύνολο της αντιπολίτευσης τάχθηκε απέναντι σε ένα ενδεχόμενο συνοριακών αλλαγών. Σε επιστολή προς την επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Φεντερίκα Μογκερίνι, η αντιπολίτευση στο Κόσοβο θεώρησε πως «τέτοια σχέδια όχι μόνο θα αποσταθεροποιήσουν την περιοχή με αλυσιδωτές αντιδράσεις… αλλά θα είναι επίσης αδύνατο να εφαρμοσθούν και θα προκαλέσουν περισσότερες συγκρούσεις στην περιοχή μας που είναι τώρα παγωμένες».
Ακόμα και στον κυβερνητικό συνασπισμό, η αντίθεση σε οποιαδήποτε ανταλλαγή εδαφών ήταν επίσης ισχυρή. Ο πρωθυπουργός του Κοσόβου Ραμούς Χαραντινάι, μάλιστα, είχε προειδοποιήσει ότι υπάρχει κίνδυνος να οδηγήσει σε πόλεμο. Πάντως, με δεδομένο ότι οι όποιες αλλαγές στο συνοριακό καθεστώς συζητείτο να πραγματοποιηθούν με κοινή απόφαση των δύο πλευρών και όχι με εκβιασμούς και επιβολή, η Ελλάδα δεν είχε κανένα λόγο να είναι αντίθετη.
Συμφωνίες, οι οποίες παράγουν σταθερότητα ευνοούν και τη χώρα μας, η οποία, παρά τα προβλήματά της, είναι η μόνη ισχυρή στα Βαλκάνια. Για να μην υπάρξουν, μάλιστα, προβλήματα, εάν το ζήτημα επανέλθει στο προσκήνιο, η όποια συμφωνία μεταξύ Βελιγραδίου και Πρίστινας θα μπορούσε να προσλάβει έναν ευρύτερο χαρακτήρα: με τη συνυπογραφή όλων των βαλκανικών κρατών, η συνθήκη να εγγυηθεί συνολικά το συνοριακό καθεστώς στην περιοχή.