Κάτι λιγότερο από δεκαοκτώ χρόνια έχουν περάσει από τη μέρα που οι ΗΠΑ ξεκίνησαν την περίφημη «σταυροφορία κατά της τρομοκρατίας», στέλνοντας επίλεκτες στρατιωτικές μονάδες να εκστρατεύσουν στο Αφγανιστάν. Από το 2001 μέχρι σήμερα μεσολάβησαν αρκετές ακόμη εκφάνσεις της εν λόγω σταυροφορίας με αμερικάνικα στρατεύματα να πραγματοποιούν επεμβάσεις σε Ιράκ, Λιβύη, Υεμένη, Σομαλία, Συρία (κι όχι μόνο).
Νίκες που εξελίχθηκαν σε χαμένες υποθέσεις
Πόσες από αυτές όμως αποδείχτηκαν τελικά νικηφόρες; Σχεδόν καμία, όπως επισημαίνει σε άρθρο της η Monde Diplomatique. Κι επιχειρώντας να στοιχειοθετήσει την άποψη αυτή, αναφέρεται με ιδιαίτερο τρόπο στα αποτελέσματα της κάθε σταυροφορίας:
- Στο Αφγανιστάν, όπου οι επιδρομές κατά των Ταλιμπάν πέρασαν αρχικά στη σφαίρα της μυθοποίησης, καθώς υπήρξαν αρκετές ταινίες του Χόλιγουντ αφιερωμένες σε αυτές, τα πράγματα τελικά δεν εξελίχθηκαν πολύ καλά, παρά τον αρχικό ενθουσιασμό. Κάτι τέτοιο διαφάνηκε άλλωστε από τις συνεχείς αλλαγές επικεφαλής των αμερικανικών στρατευμάτων στη συγκεκριμένη περιοχή (έχουν φτάσει τις 17 μέχρι στιγμής), καθώς η επερχόμενη ήττα φαίνεται αναπόφευκτη. Σήμερα λοιπόν οι Ταμλιμπάν φαίνεται να επανακάμπτουν δυναμικά κερδίζοντας μάλιστα όλο και περισσότερο την υποστήριξη του Αφγανικού λαού. Η απάντηση της κυβέρνησης Τραμπ ήρθε μέσω της μερικής ενίσχυσης των δυνάμεων εκεί, αλλά και μέσω νέων αεροπορικών επιδρομών ακόμη και με τη χρήση drone. Τίποτα όμως δεν μπορεί να κρύψει πως το Αφγανιστάν είναι μια «χαμένη υπόθεση» για τις ΗΠΑ.
- Σε ό,τι αφορά το Ιράκ, όπως τονίζεται στο άρθρο, από το 2003 όταν ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους τζούνιορ δήλωνε περήφανα «αποστολή εξετέλεσθη» πολύ νερό κύλησε στο αυλάκι, κι όχι προς όφελος των αμερικάνικων συμφερόντων. Η νίκη άλλωστε αποδείχθηκε πύρρειος, δημιουργώντας τις συνθήκες για την εγκαθίδρυση των δυνάμεων του Ισλαμικού Κράτους στην περιοχή, μετά και την κατάρρευση των -εκπαιδευμένων από αμερικάνους- ιρακινών δυνάμεων. Αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς την ισοπέδωση πόλεων, όπως η Μουσούλη και το Ραμαντί, αλλά και εκδίωξη περίπου 1.500.00 αμάχων από τις εστίες του, θα διαπιστώσουμε πως δεν μπορούμε να μιλήσουμε για μια νικηφόρα εκστρατεία.
- Ταυτόχρονα, ούτε η επέμβαση στη Λιβύη το 2011 θα μπορούσε να καταγραφεί ως επιτυχία, παρά τις ενθουσιώδεις δηλώσεις της τότε υπουργού Εξωτερικών, Χίλαρι Κλίντον, μετά τη δολοφονία του Μουαμάρ Καντάφι. Στη χώρα επικράτησε το απόλυτο χάος, καθώς διάφορες ακραίες ομάδες πήραν το έλεγχο, κάτι που ανάγκασε τις ΗΠΑ να επιδοθούν σε νέες, πολύ δαπανηρές επιχειρήσεις στην Αφρική.
- Το 2016 ο Ντόναλντ Τραμπ, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του καμπάνιας δήλωνε πως «δεν κερδίζουμε τους πολέμους πια». Παρ’ όλα αυτά, οι αμερικάνικοι πόλεμοι συνεχίστηκαν με ιδιαίτερη ένταση μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον ίδιο. Αρκεί να θυμηθεί κανείς την επιδρομή στην Υεμένη το 2017, που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο ενός αμερικάνου πεζοναύτη αλλά και εκατοντάδων αμάχων, κάτι για το οποίο ο ίδιος ο Τραμπ κατηγόρησε τους στρατηγούς του. Ή τις αεροπορικές επιθέσεις με εντολή Τραμπ στη Συρία, οι οποίες επιδείνωσαν την κατάσταση εκεί. Ή ακόμη και την «απόλυση» του πρώην αξιωματικού Τζέιμς Ματίς (λίγο μετά την παραίτησή του από τη θέση του υπουργού Άμυνας) με την αιτιολογία ότι δεν μπορούσε να «τελειώσει» με νικηφόρο τρόπο τον πόλεμο στο Αφγανιστάν.
Τι κάνει όμως τους πολιτικούς αλλά και τους στρατιωτικούς ηγέτες των ΗΠΑ να επιμένουν σε τέτοιου είδους στρατιωτικές ήττες;
Ένα δαιδάλωδες, πολυδάπανο αδιέξοδο
Τα αριθμητικά δεδομένα πάντως μιλάν από μόνα τους: οι αμερικάνικες δυνάμεις διατηρούν περίπου 800 βάσεις ανά την υφήλιο (αν και ούτε καν το Πεντάγωνο δεν έχει εικόνα σχετικά με τον ακριβή αριθμό τους). Το ετήσιο κόστος της παραμονής στρατευμάτων στις εν λόγω βάσεις υπολογίζεται πάνω από 100 δισ. δολάρια.
Την ίδια στιγμή, μετά την 11η Σεπτέμβρη του 2001 οι ΗΠΑ έχουν επιδοθεί σε μια αντιτρομοκρατική σταυροφορία σε 80 χώρες, κάτι που έχει κοστίσει συνολικά περίπου 6 τρις. δολάρια. Αυτό ήταν που είχε κάνει τον Τραμπ να δηλώσει μέσω twitter πως «δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να κάνουμε τον σερίφη στον κόσμο» προσθέτοντας πως «είναι γελοίο να διατηρούμε στρατεύματα σε χώρες, τις οποίες πολύ κόσμος δεν έχει ακούσει καν ποτέ στη ζωή του».
Παρ’ όλα αυτά, οι δηλωμένες προθέσεις του Τραμπ να μετριάσει τις διεθνείς στρατιωτικές σταυροφορίες των ΗΠΑ, μεταξύ των οποίων και η απόσυρση των στρατευμάτων από τη Συρία, έχουν μπλοκαριστεί από τα «γεράκια» που κινούνται στο περιβάλλον του, όπως ο Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκράχαμ, αλλά και ο προεδρικός σύμβουλος για ζητήματα Ασφάλειας, Τζον Μπόλτον. Κάπως έτσι η απόσυρση των αμερικάνικων στρατευμάτων αναμένεται να καθυστερήσει τουλάχιστον κάποιους μήνες -αν όχι κάποια χρόνια-, ενώ κάτι ανάλογο θα συμβεί και με την προοπτική αποχώρησης των στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, τη στιγμή που οι Ταλιμπάν κερδίζουν διαρκώς έδαφος.
Εκείνο όμως που έχει σημασία, όπως είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ο πρώην επικεφαλής των αμερικάνικων στρατευμάτων Στρατηγός, Ντέιβιντ Πεντρέους, είναι να δείχνει κανείς πυγμή, ακόμη κι αν τα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά. Για τον ίδιο, όπως και για πολλούς ακόμη στο Πεντάγωνο, είναι απολύτως αποδεκτό γενιές Αμερικάνων να στρατοπεδεύσουν στο Αφγανιστάν, με χρονικό ορίζοντα ανάλογο με την αμερικάνικη παραμονή στη Νότια Κορέα δηλαδή σχεδόν 70 χρόνια.
Αμείωτη η ροή χρήματος, ανεξαρτήτως κυβέρνησης
Σε ό,τι έχει να κάνει πάντως με το κόστος, στο Πεντάγωνο φαίνεται να στοχεύουν κάθε φορά σε ένα όσο το δυνατό μεγαλύτερο μπάτζετ από τον ετήσιο προϋπολογισμό του κράτους. Για παράδειγμα, πρόσφατα ο Ντόναλντ Τραμπ κατήγγειλε τον προτεινόμενο από το Πεντάγωνο αμυντικό προϋπολογισμό των 733 δισ για το 2020 ως εξωφρενικό, αντιπροτείνοντας μπάτζετ ύψους 700 δισ. Μετά από εντατικές διαπραγματεύσεις οι δυο πλευρές κατέληξαν σε ένα «έντιμο» συμβιβασμό, δηλαδή στα 750 δισ δολάρια.
Είναι αυτή η συνεχής ροή χρήματος στα ταμεία του Πενταγώνου – ανεξάρτητα από το πολιτικό κόμμα στην εξουσία – εξασφαλίζει ένα πράγμα: ότι κανείς στο στρατιωτικό επτελείο δεν θα αμφισβητήσει ποτέ την καταστροφική κατεύθυνση της στρατηγικής των ΗΠΑ ή τα ζοφερά αποτελέσματα των πολέμων της. Το μόνο που θα συνεχίσει πιθανότατα να τους απασχολεί είναι το που θα διοχετεύσουν τον πακτωλό χρημάτων που φτάνει στα ταμεία τους.
Για να τα δικαιολογήσουν, οι Αμερικανοί αμυντικοί εμπειρογνώμονες δεν επενδύουν μόνο στον αποτυχημένο πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας, αλλά και σε έναν ξαναζεσταμένο «ψυχρό» πόλεμο απέναντι στην Κίνα και τη Ρωσία.
Την ίδια στιγμή πάντως, παρά τους ύμνους για την ικανότητα του αμερικάνικου στρατού, πολλοί είναι εκείνοι που συνεχίζουν να αμφιβάλλουν: «Εφόσον είναι αποτελούν την καλύτερη στρατιωτική μηχανή, πως γίνεται να μην έχει πετύχει μια καθαρή νίκη από την εποχή του Β Παγκόσμιου Πολέμου;» διερωτώνται εύλογα.
Παρ’ όλες όμως τις αποτυχίες και την κατασπατάληση εκατοντάδων δισ. δολαρίων, δεν είναι οι επιτελείς του Πενταγώνου που φέρουν την κύρια ευθύνη. Όπως επισημαίνει άλλωστε η Monde «το ψάρι βρωμάει απ΄ το κεφάλι», δείχνοντας του πολιτικούς προϊστάμενούς τους. Σύμφωνα άλλωστε με τις δηλώσεις του ενώπιον του Κογκρέσου, ο αμερικάνικος στρατός προελαύνει διαρκώς. Η νίκη κατά την άποψή τους είτε στο Ιράκ, είτε στο Αφγανιστάν είναι κοντά και θα ήταν μεγάλο λάθος να ανακοπεί η νικηφόρα πορεία τώρα. Ή καλύτερα όσο το ισχυρό λόμπι των εταιριών εξοπλισμών ορίζει σε μεγάλο βαθμό την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.