Το μήνυμά της ήταν λιτό αλλά σαφές: περπάτησε προς το ποτάμι και περίμενέ με στο πρώτο σημείο ελληνικού ενδιαφέροντος που θα συναντήσεις. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα του τι αναζητούσα, μέχρι που την προσοχή μου τράβηξε η γαλανόλευκη κορδέλα ενός στεφάνου κατατεθειμένου μπροστά σε μια προτομή. Το τραχύ βλέμμα του Βάσου Μαυροβουνιώτη, Έλληνα στρατηγού σλαβικής καταγωγής του 1821, με καλωσόρισε στην Ποντγκόριτσα. Ακριβώς πίσω του, τα σύμβολα ενός γερμανικού κολοσσού τηλεπικοινωνιών προσπαθούσαν μάταια να καλλωπίσουν ένα κτίριο γιουγκοσλαβικής αισθητικής της πρώην κρατικής εταιρείας τηλεπικοινωνιών.
Ήταν άνοιξη του 2018 και στις αποσκευές μου μετέφερα τη φοβερή αισιοδοξία των Βρυξελλών για την πρόοδο του Μαυροβουνίου αλλά και της γειτονικής Σερβίας. Σύμφωνα με κορυφαίους Ευρωπαίους αξιωματούχους, οι δύο αυτές χώρες τα πήγαιναν τόσο καλά που θα μπορούσαν να ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέχρι το 2025. Η συνομιλήτριά μου, μια δημόσια υπάλληλος καριέρας με εξαιρετικές σπουδές σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, δεν έμοιαζε να πείθεται. Όταν πια την κούρασαν οι ζωηρές παραινέσεις μου για περισσότερη αισιοδοξία, εξέφρασε την απογοήτευσή της για το ότι ένας Έλληνας δεν μπορούσε να καταλάβει πιο εύκολα από άλλους Ευρωπαίους το τι πραγματικά συμβαίνει.
Μου εξήγησε ότι στα Δυτικά Βαλκάνια, οι καθημερινοί άνθρωποι είναι επιφυλακτικοί απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση για τρεις βασικούς λόγους. Πρώτον, φοβούνται μήπως γίνουν Ελλάδα, δηλαδή μήπως οι καχεκτικές οικονομίες τους αποτύχουν να προσαρμοστούν στις υψηλές απαιτήσεις της κοινής ευρωπαϊκής αγοράς. Δεύτερον, φοβούνται μήπως γίνουν Βουλγαρία, μήπως δηλαδή οι περισσότεροι συμπατριώτες τους προτιμήσουν να αξιοποιήσουν το ευρωπαϊκό διαβατήριό τους για να μεταναστεύσουν παρά να περιμένουν κάτι να αλλάξει στην πατρίδα τους. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΟΗΕ, η Βουλγαρία είναι σήμερα το κράτος με το μεγαλύτερο ρυθμό μείωσης πληθυσμού στον κόσμο. Τρίτον, φοβούνται μήπως το όραμα της ενσωμάτωσής τους στους ευρωατλαντικούς θεσμούς είναι το όχημα της πολιτικής διάσωσης των διεφθαρμένων πολιτικών και οικονομικών ελίτ της περιοχής. Οι απλοί πολίτες ελάχιστα συμμερίζονται τον κυνισμό της Δύσης για την ανάγκη ανάσχεσης της επιρροής τρίτων δυνάμεων στην περιοχή «με κάθε τρόπο».
Κατά τη διάρκεια του περασμένου σαββατοκύριακου, τα τηλεγραφήματα των ειδησεογραφικών πρακτορείων από τα Δυτικά Βαλκάνια επιβεβαίωναν τον προφητικό χαρακτήρα των εκτιμήσεων της νεαρής αξιωματούχου. Στο Βελιγράδι, για 11η συνεχή εβδομάδα αντικυβερνητικοί διαδηλωτές κατέκλυσαν το κέντρο της πόλης ζητώντας τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών. Στα Τίρανα, διαδηλωτές επιχείρησαν να εισβάλουν στο πρωθυπουργικό μέγαρο αναγκάζοντας τις αλβανικές δυνάμεις ασφαλείας να προχωρήσουν σε εκτεταμένη χρήση χημικών. Στην Ποντγκόριτσα, χιλιάδες πολίτες διαδήλωσαν εναντίον ενός κλειστού συστήματος εξουσίας που κυβερνά τον τόπο τους εδώ και περίπου 30 χρόνια.
Ο παράλληλος αναβρασμός σε τρεις διαφορετικές βαλκανικές πρωτεύουσες ώθησε ήδη σειρά αναλυτών να αναρωτηθούν αν βρισκόμαστε μπροστά σε μια «Βαλκανική Άνοιξη», κατά τα πρότυπα των αραβικών εξεγέρσεων του 2011. Ένα τέτοιο συμπέρασμα μοιάζει προς το παρόν εξαιρετικά επισφαλές, μιας και μέχρι στιγμής δεν διαπιστώνεται κάποια ιδιαίτερη αλληλεπίδραση μεταξύ των κινητοποιήσεων. Αν πάντως κάτι έχει ήδη διαφανεί, αυτό δεν είναι άλλο από το αδιέξοδο της ευρωπαϊκής στρατηγικής προσέγγισης και κανονικοποίησης των διεφθαρμένων πολιτικών ελίτ της περιοχής. Η περίφημη ευρωπαϊκή πίστη στη «σταθεροκρατία» (stabilitocracy) στα Δυτικά Βαλκάνια, δηλαδή η επένδυση σε αμφιλεγόμενα αλλά «σταθερά» καθεστώτα, όχι μόνο δεν αποδίδει τα αναμενόμενα αλλά αντιθέτως συκοφαντεί το ευρωπαϊκό όραμα στα μάτια των απλών ανθρώπων.
Αναξιόπιστοι ηγέτες και διεφθαρμένα κόμματα δεν μπορούν να γίνουν οι αγγελιοφόροι της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στην περιοχή. Η νεοβαλκανική εκδοχή του «Τι Ζαΐμης, τι Μπραΐμης» που μουρμουρίζουν οι απελπισμένες κοινωνίες των Δυτικών Βαλκανίων πρέπει επιτέλους να μεταφραστεί και στη γλώσσα της ευρωγραφειοκρατίας.