Η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στην Κάμαλα Χάρις, στις αμερικανικές εκλογές, δεν ανέδειξε μόνο την πολιτική ισχύ του πρώην Προέδρου, που έκανε ένα «ιστορικό comeback», αλλά και τις βαθιές κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές που κυριαρχούν στο εκλογικό σώμα των ΗΠΑ.
Ο Τραμπ κατάφερε να προσελκύσει υποστήριξη από παραδοσιακές δεξαμενές ψηφοφόρων των Δημοκρατικών και περιοχές-προπύργιά τους, δημιουργώντας μια νέα δυναμική για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Αν και οι δημοσκοπήσεις υπογράμμιζαν αχνά κάποια απ’ αυτά τα σημάδια, κανείς δεν είχε προβλέψει, σε τέτοιον βαθμό, αυτές τις μετατοπίσεις.
Όπως σημειώνουν οι New York Times, στη σχετική ανάλυσή τους, η νίκη του δεν επετεύχθη αποκλειστικά μέσω της παραδοσιακής στήριξης από τη λευκή εργατική τάξη, αλλά και μέσα από νέες, αν και μέτριες, διεισδύσεις σε προάστια, πόλεις και κοινότητες Αφροαμερικανών και Λατίνων.
Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, εδώ και χρόνια, αναζητούσε τρόπους να επεκτείνει την πολιτική του επιρροή πέρα από τη λευκή πλειοψηφία, η οποία αποτελεί τη βάση του. Αυτή η στρατηγική έγινε πραγματικότητα, τουλάχιστον εν μέρει, μέσω του Τραμπ, ο οποίος προώθησε έναν συνδυασμό νέων μηνυμάτων, συμπεριλαμβανομένων θεμάτων που αφορούν στην εργατική τάξη.
Η δυναμική της εργατικής τάξης ήταν κυρίαρχη στους ψηφοφόρους του Τραμπ, ανεξαρτήτως φυλής και φύλου. Η προεκλογική του καμπάνια φρόντισε να επικεντρωθεί σε κοινωνικοπολιτικά ζητήματα και οικονομικές ανησυχίες, τα οποία άγγιξαν καίρια τη νέα του βάση που, απ’ όσο φαίνεται, είναι πλέον πολυπολιτισμική.
Η επιτυχία αυτή των Ρεπουμπλικανών, όπως επισημαίνουν οι Times, δεν μεταμόρφωσε ακαριαία το κόμμα σε έναν πολυφυλετικό συνασπισμό. Ωστόσο, άνοιξε την πόρτα για μια διεύρυνση της βάσης του, αντλώντας στήριξη από το ίδιο το εκλογικό σώμα των Δημοκρατικών.
Αύξηση της στήριξης στον Τραμπ από τις μειονότητες
Σε μια εποχή που το έθνος της Αμερικής είναι έντονα διχασμένο -ιδιαίτερα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, μεταξύ των ατόμων με και χωρίς πτυχίο κολεγίου-, ακόμη και οι μικρές, σταδιακές αλλαγές στην προσέγγιση του Ρεπουμπλικανικού κόμματος προς τις μειονότητες και την έμφαση σε θέματα οικονομίας, εργασίας και φορολογίας, ήταν αρκετές για να επαναφέρουν τον Τραμπ στον Λευκό Οίκο και να τον βάλουν σε τροχιά νίκης έχοντας τη λαϊκή ψήφο με το μέρος του.
Ο Τραμπ κατάφερε να ενισχύσει τη θέση του τόσο σε Λατινοαμερικανικές όσο και σε Αφροαμερικανικές κοινότητες, κάτι που παρατηρήθηκε σε πολιτείες-κλειδιά. Η αλλαγή αυτή είναι αξιοσημείωτη, δεδομένου ότι οι Δημοκρατικοί εξαρτώνται κατά παράδοση από τις ψήφους των μειονοτήτων.
Αν και τα εκλογικά κέρδη των Ρεπουμπλικανών από τους Αφροαμερικανούς ήταν λιγότερα σημαντικά απ’ ό,τι των Λατίνων, παραμένουν αξιοσημείωτα σε μικρές κοινότητες της Τζόρτζια. Για παράδειγμα, οι κομητείες Χάνκοκ, Τάλμποτ και Τζέφερσον, όλες πλειοψηφικά μαύρες κομητείες, με πληθυσμό που δεν υπερβαίνει τους 15.000 κατοίκους, ψήφισαν υπέρ του Τραμπ.
Παράλληλα, στην κομητεία Μπάλντουιν της Αλαμπάμα, όπου το 42% είναι μαύροι ψηφοφόροι, ο Τραμπ πανηγυρίσε μια ιστορική νίκη, καθώς οι Ρεπουμπλικανοί δεν είχαν κερδίσει εκεί εδώ και δεκαετίες.
Όπως αναφέρουν οι New York Times, αυτό αποτελεί μια «καταστροφική απώλεια» για τους Δημοκρατικούς, με τον βουλευτή Ρίτσι Τόρες, αφρολατινοαμερικανό Δημοκρατικό από το Μπρονξ, να σημειώνει ότι οι Δημοκρατικοί κινδυνεύουν να απομακρυνθούν από τους εργατικούς ψηφοφόρους, εξαιτίας της επικέντρωσης σε θέματα που απασχολούν τις μορφωμένες τάξεις.
Η υποστήριξη προς τον Τραμπ από Λατινοαμερικανούς φαίνεται να αυξήθηκε περίπου κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες σε εθνικό επίπεδο. Αυτό περιλαμβάνει περιπτώσεις όπως η κομητεία Γιούμα στην Αριζόνα, όπου ο Τραμπ πλησίασε τη νίκη με ποσοστό που αγγίζει το 30%, ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα σε μια παραδοσιακά Δημοκρατική κοινότητα.
Οι εσωτερικές προκλήσεις των Δημοκρατικών
Η Χάρις, από την πλευρά της, δεν κατάφερε να διατηρήσει την υποστήριξη που είχε ο προκάτοχός της, Τζο Μπάιντεν, στις λεγόμενες «swing states», όπως η κομητεία Γουέιν στο Μίσιγκαν. Η συμμετοχή των ψηφοφόρων μειώθηκε και στη Φιλαδέλφεια, σύμφωνα με τους NYT, ενώ ο Τραμπ παρουσίασε αύξηση στο σύνολο των ψήφων του.
Αυτά τα στοιχεία καταδεικνύουν μια γενικότερη απογοήτευση ή αδιαφορία των Δημοκρατικών ψηφοφόρων που, όπως φαίνεται, δεν προσήλθαν μαζικά στις κάλπες.
Σταδιακά, όπως σχολιάζουν οι New York Times, η ενίσχυση αυτής της βάσης των Ρεπουμπλικανών αποτελεί μια ισχυρή προειδοποίηση για τους Δημοκρατικούς, οι οποίοι βλέπουν την παραδοσιακή εργατική βάση τους να μετατοπίζεται προς την αντίθετη πλευρά του πολιτικού φάσματος.
Οι ψηφοφόροι γύρισαν την πλάτη τους στην Κάμαλα Χάρις
Σε αυτές τις εκλογές, οι Δημοκρατικοί υπέστησαν διπλό πλήγμα, με την Καμάλα Χάρις να χάνει την προεδρική κούρσα και το κόμμα να χάνει τον έλεγχο της Γερουσίας.
Όμως, όπως επισημαίνει το Vox, αναλύοντας τα αποτελέσματα σε βάθος, διαφαίνεται ένα ενδιαφέρον μοτίβο: οι υποψήφιοι Δημοκρατικοί για τη Γερουσία είχαν καλύτερη απόδοση από την ίδια την Χάρις, ενώ αντίθετα οι Ρεπουμπλικάνοι υποψήφιοι για τη Γερουσία τα πήγαν χειρότερα από τον Ντόναλντ Τραμπ.
Τα τελευταία χρόνια, οι εκλογές για τη Γερουσία τείνουν να ακολουθούν την πορεία της προεδρικής εκλογής σε κάθε πολιτεία, με τους ψηφοφόρους να στηρίζουν μαζικά τους υποψηφίους του ίδιου κόμματος. Ωστόσο, αυτή τη φορά υπήρξε απόκλιση, καθώς πολλοί ψηφοφόροι υποστήριξαν τον Τραμπ για πρόεδρο, αλλά επέλεξαν Δημοκρατικούς υποψήφιους για τη Γερουσία.
Σημαντικά παραδείγματα υπεραπόδοσης των Δημοκρατικών υποψηφίων για τη Γερουσία έναντι της Χάρις καταγράφηκαν τόσο σε κρίσιμες πολιτείες όσο και σε λιγότερο ανταγωνιστικές περιοχές, όπως η Μινεσότα και η Βιρτζίνια. Αντιθέτως, σε πολιτείες όπως η Φλόριντα και το Μέριλαντ, η υποστήριξη για τους Δημοκρατικούς υποψήφιους δεν ήταν αρκετή.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, η ήττα της Χάρις δεν οφείλεται μόνο στο προφίλ της ως υποψήφια, αλλά κυρίως στη δυσπιστία που έχει το κοινό προς τη διακυβέρνηση Μπάιντεν. Πολλοί ψηφοφόροι φαίνεται να ψήφισαν με γνώμονα την οικονομία, θυμούμενοι την περίοδο διακυβέρνησης Τραμπ, και εκφράζοντας δυσαρέσκεια για τις επιδόσεις του Δημοκρατικού κόμματος στα οικονομικά ζητήματα.