Η τάση για επιστροφή αρμοδιοτήτων και ευθύνης στα εθνικά κοινοβούλια κυριαρχεί στην Ευρώπη. Η τάση αυτή ερμηνεύεται ως αμφισβήτηση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Σε έναν βαθμό, πράγματι, είναι μια μορφή αμφισβήτησης, με την έννοια ότι γνωστές θεσμικές ενοποιητικές πολιτικές των Βρυξελλών που αφορούν κυρίως το ευρωπαϊκό τραπεζικό και το δημοσιονομικό σύστημα τίθενται υπό συζήτηση τουλάχιστον όσον αφορά την ταχύτητα εφαρμογής τους. Ομως είναι διαφορετικό ζήτημα η αμφισβήτηση των πολιτικών που εκπονούνται και επιχειρούν να εφαρμοστούν, και άλλο η αμφισβήτηση για τον τελικό στόχο της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Οι ΗΠΑ για να συγκροτηθούν σε μια «ιδανική νομισματική περιοχή» πέρασαν τρεις πολέμους (Εμφύλιος, Α’ και Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος) όταν στα ίδια γεγονότα (τα δύο τελευταία) ο ευρωπαϊκός χώρος σπαρασσόταν.
Υπό ειρηνικές συνθήκες, λοιπόν, και με βαρύ ιστορικό παρελθόν, η ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι πολύ λογικό να αντιμετωπίζει αναταράξεις οι οποίες μπορεί να διατηρηθούν για μια εκατονταετία.
Αυτό που φαίνεται να αμφισβητείται είναι οι επιμέρους πολιτικές των Βρυξελλών και όχι ο τελικός προορισμός. Ακόμα και στη Μεγάλη Βρετανία οι οπαδοί του καθαρού Brexit είναι μόνο το 1/3 του εκλογικού σώματος. Τις αρνητικές αλλά και τις θετικές αναταράξεις στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι τις έχουν προκαλέσει σοβαρότατες αιτίες: α) η κρίση του 2008, η θεραπεία και τα αποτελέσματά της (ανισότητα – μειωμένη κοινωνική κινητικότητα), β) τα μεταναστευτικά ρεύματα, γ) οι τεχνολογικές μεταβολές, δ) οι πληθυσμιακές μεταβολές, ε) οι διεθνείς οικονομικές αναταράξεις. Ολα αυτά έχουν έναν κοινό παρονομαστή που συνοψίζεται σε μία λέξη: κοινωνική και οικονομική ανασφάλεια. Σε αυτό το περιβάλλον ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσον αφορά την οικονομική επιτήρηση των οικονομιών της Ευρωζώνης είναι ομολογουμένως αρκετά δύσκολος.
Είναι όμως αυτό δικαιολογία για την άσκηση λανθασμένων πολιτικών που θα έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση των εντάσεων στην Ευρώπη;
Δυστυχώς, όχι. Τα θεσμικά όργανα και οι ατομικές προσωπικότητες έχουν ιδιαίτερη ευθύνη ιδίως στις δύσκολες ιστορικά στιγμές.
Υπάρχουν δύο λάθη που μπορεί να γίνουν: τεχνοκρατικά και διαχείρισης και δημιουργίας ηθικού κινδύνου. Τα τελευταία είναι τα πιο επικίνδυνα! Το κόστος και το όφελός τους δεν ποσοτικοποιούνται εύκολα. Εχουν πολύ εύκολη αναγνωρισιμότητα, διασυνοριακή συγκρισιμότητα και μακροχρόνια επίδραση.
Ας δούμε το παράδειγμα της μεταχείρισης του δημοσιονομικού ελλείμματος της Ιταλίας και της Γαλλίας. Στην Ιταλία γίνεται μάχη το 2,4% να γίνει 2,02% (!), ενώ στη Γαλλία συζητείται η υπέρβαση του ορίου 3% του Μάαστριχτ!
Πάρτε το παλαιότερο παράδειγμα της Ιρλανδίας και της Ελλάδας στο ζήτημα των χρεών του ιδιωτικού τομέα (τραπεζικό σύστημα). Στην Ιρλανδία πολύ γρήγορα -από την έναρξη της κρίσης- τα χρέη έπαψαν να επιβαρύνουν την εικόνα των δημόσιων οικονομικών. Εδώ βεβαίως δεν συνέβη ποτέ κάτι τέτοιο (μέχρι στιγμής τουλάχιστον) και οι τράπεζες δυσκολεύονται ακόμα -και όχι πάντοτε με υπαιτιότητά τους- να βρουν λύση στα κόκκινα δάνεια. Οταν ρωτήθηκε ο επίτροπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής γιατί αυτή η χαλαρή μεταχείριση του γαλλικού προβλήματος, δικαιολογήθηκε επικαλούμενος το στοιχείο της προσωρινότητας στις γαλλικές αποφάσεις για την αύξηση των δημόσιων δαπανών με σκοπό την ικανοποίηση των «Κίτρινων Γιλέκων». Οταν όμως άλλαξε η οπτική στο ζήτημα της υλοποίησης του ελληνικού 3,5% στο πρωτογενές έλλειμμα και αρκέστηκε στην επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου (έστω και με αύξηση των ληξιπρόθεσμων του Δημοσίου), ξέχασε (!) το στοιχείο της διατηρησιμότητας που θα ήταν απαραίτητο για να γίνουν αποδεκτές παρόμοιες αποφάσεις. Συμπερασματικά, το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η ποιότητα της επίβλεψης και πώς η ίδια η επίβλεψη γίνεται αφορμή για λανθασμένες επιλογές πολιτικής. Δεν είναι, π.χ., δυνατόν για να δικαιολογηθεί η αύξηση των προσλήψεων στο Δημόσιο να επικαλείται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή την ισοδύναμη (!) συγκρισιμότητα του ελληνικού δημόσιου τομέα με αυτή των υπόλοιπων χωρών της Ευρωζώνης. Εάν συνεχίσουν έτσι, θα ξεχάσουμε στο τέλος και αυτά που γνωρίζουμε. Ετσι, λοιπόν, φτάσαμε στο σημείο να εμφανίζονται στην ελληνική οικονομία ταυτοχρόνως μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα, εκρηκτικές πιέσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα (δικαστικές αποφάσεις), αστάθεια τραπεζικού συστήματος, αύξηση του δημόσιου χρέους και στασιμότητα των δημόσιων επενδύσεων!
Γινόμαστε όλο και περισσότερο σκεπτικοί για τον ρόλο της ποιότητας της επίβλεψης που μας ασκείται. Εάν δεν μπορεί να ασκείται «άριστη» επίβλεψη, ας περιοριστεί στα απολύτως απαραίτητα. Εάν επιθυμούμε να μην πυροδοτούμε τον λαϊκισμό, ας κρατήσουμε υψηλά την ακεραιτότητα των αποφάσεων. Μια χώρα με συστηματικά σχεδόν πρωτογενή πλεονάσματα αξίζει μεγαλύτερο σεβασμό.
*καθηγητής ΕΚΠΑ(Πηγή)