Από εντεινόμενη ξηρασία και ιδιαίτερα έντονες βροχοπτώσεις θα επηρεαστεί η Μεσόγειος τα επόμενα χρόνια

Από εντεινόμενη ξηρασία και ιδιαίτερα έντονες βροχοπτώσεις θα επηρεαστεί η Μεσόγειος τα επόμενα χρόνια.

Όπως εξηγεί στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η κλιματολόγος και διευθύντρια Έρευνας στο Ινστιτούτο Έρευνας για την Ανάπτυξη στη Γαλλία, Φρανσουάζ Βιμέ, η Μεσόγειος αποτελεί μία περιοχή που επηρεάζεται από μια σειρά κλιματικών κινδύνων, όπως οι μεσογειακοί κυκλώνες, οι οποίοι αναμένεται να ενταθούν τα επόμενα χρόνια, ενώ προσθέτει ότι οι βροχοπτώσεις γύρω από τη Μεσόγειο πρόκειται να είναι αρκετά διαφορετικές εξαιτίας των μεγάλων περιόδων χωρίς βροχή.

«Δεν είναι μόνο οι καύσωνες που θα επιδεινωθούν από την κλιματική αλλαγή. Οι βροχοπτώσεις γύρω από τη Μεσόγειο θα είναι διαφορετικές. Θα έχουμε μεγάλες περιόδους χωρίς βροχή, ιδίως κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, και όταν οι καιρικές συνθήκες το ευνοούν, θα εκδηλώνονται πολύ έντονες νεροποντές, επειδή η θερμότερη ατμόσφαιρα μπορεί να συγκρατήσει περισσότερο νερό. Αυτή η καταρρακτώδης βροχή θα πέφτει σε ξηρό έδαφος και δεν θα διηθείται. Η απορροή θα προκαλέσει αναπόφευκτα πλημμύρες», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Φ.Βιμέ μετά τη διάλεξή της στο Γαλλικό Ινστιτούτο στο πλαίσιο της 1ης γιορτής για την Επιστήμη με θέμα το νερό στη δίνη της κλιματικής κρίσης.

Η ταχύτητα με την οποία θερμαίνεται η περιοχή της Μεσογείου -περίπου 2 φορές ταχύτερα από τον παγκόσμιο μέσο όρο- πολλαπλασιάζει τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Σύμφωνα με την Φ.Βιμέ αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος είναι η περιοχή να επηρεάζεται από μία σειρά κλιματικών κινδύνων που θα ενταθούν τα επόμενα χρόνια, όπως οι μεσογειακοί κυκλώνες (medicanes)και φαινόμενα όπως η κακοκαιρία «Daniel».

«Η περιοχή της Μεσογείου θα επηρεαστεί επίσης από την εντεινόμενη ξηρασία και τις καταρρακτώδεις βροχές. Τέλος, η αύξηση της θερμοκρασίας της θάλασσας της Μεσογείου και οι θαλάσσιοι καύσωνες είναι ιδιαίτερα επιβλαβείς για τα θαλάσσια οικοσυστήματα και ευνοούν την εμφάνιση και τη μετανάστευση χωροκατακτητικών θαλάσσιων ειδών» προσθέτει.

Αναφορικά με την αύξηση της θερμοκρασίας σε όλον τον πλανήτη η Φ.Βιμέ επισημαίνει ότι η περίοδος από τον Ιανουάριο έως τον Οκτώβριο του 2023 είναι ήδη η θερμότερη που έχει καταγραφεί ποτέ, με την αύξηση της θερμοκρασίας να είναι στο +1,43°C σε σύγκριση με την προβιομηχανική εποχή, ενώ υπογραμμίζει ότι το 2023 αναμένεται να είναι το θερμότερο έτος που έχει καταγραφεί από την αρχή του 20ου αιώνα, και προσθέτει ότι «θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι το τέλος του έτους για να είμαστε σίγουροι».

«Γνωρίζουμε ότι, ως αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής, η ένταση, η διάρκεια και η συχνότητα των κυμάτων καύσωνα θα αυξηθούν σε όλον τον κόσμο. Γνωρίζουμε επίσης ότι η ένταση των καυσώνων αυξάνεται ταχύτερα από την ίδια την υπερθέρμανση του πλανήτη. Για παράδειγμα, ένας καύσωνας που εμφανιζόταν μία φορά κάθε 50 χρόνια στα τέλη του 19ου αιώνα θα εμφανίζεται περίπου μία φορά κάθε 3 χρόνια σε έναν κόσμο με θερμοκρασία +2°C σε σύγκριση με την προβιομηχανική εποχή, και κατά μέσο όρο, η έντασή του θα είναι κατά 2,5°C έως 3°C υψηλότερη. Σήμερα, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι οι περισσότεροι καύσωνες που εμφανίζονται στην Ευρώπη οφείλονται στην κλιματική αλλαγή. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα είχαν εμφανιστεί σε ένα κλίμα που δεν είχε μεταβληθεί από τον άνθρωπο», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Φ.Βιμέ.

Σύμφωνα με την Φ.Βιμέ είναι αναγκαίο να προσαρμοστούν όλοι στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. «Γνωρίζουμε ότι πέρα από μια αύξηση της θερμοκρασίας κατά +2°C, η προσαρμογή γίνεται πολύπλοκη, αν όχι αδύνατη, για ορισμένες περιοχές. Για παράδειγμα, πρέπει να προσαρμόσουμε τις πόλεις μας στα κύματα καύσωνα φυτεύοντας βλάστηση και βελτιώνοντας τη θερμομόνωση των κτιρίων. Τα γεωργικά μας συστήματα πρέπει επίσης να επανεξεταστούν για να προσαρμοστούν στις λιγότερες βροχοπτώσεις το καλοκαίρι», εξηγεί και προσθέτει ότι η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή των Ηνωμένων Εθνών έχει συνοψίσει και αξιολογήσει μια σειρά λύσεων για όλους τους τομείς και όλες τις περιοχές.

«Είναι επίσης απαραίτητο να μειώσουμε την εξάρτησή μας από τα ορυκτά καύσιμα για να συμβάλουμε στον μετριασμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Στην πραγματικότητα, η Ευρώπη έχει ψηφίσει νόμο που απαιτεί να μειώσει τις εκπομπές της κατά 55% έως το 2030, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990. Κινούμαστε προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά έχουμε μείνει πολύ πίσω, τόσο όσον αφορά την προσαρμογή, όσο και τον μετριασμό», καταλήγει η Φ.Βιμέ.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.