Υγειονομική και οικονομική κρίση, έκρηξη ανισοτήτων, στοχοποίηση μεταναστών και μειονοτήτων, ακραία πόλωση με διάβρωση παραδοσιακών και μη κομμάτων εξουσίας από τα δεξιά έως τα αριστερά, αλλά και με ευθεία αμφισβήτηση θεσμών και αξιών.
Αν και το υπόβαθρο μπορεί να έχει διαφοροποιήσεις από χώρα σε χώρα, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: στην Ευρώπη καταγράφεται με εφιαλτικά σταθερούς ρυθμούς τα τελευταία χρόνια μια πολιτική επέλαση της Ακροδεξιάς.
Πλέον υπό τη «σκιά» και των ευρύτερων επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία, δεν περιορίζεται σε εκτόξευση των δημοσκοπικών ποσοστών της και στην κατάληψη κοινοβουλευτικών εδράνων και περιφερειακών αιρετών αξιωμάτων, όπως συμβαίνει για παράδειγμα έως σήμερα στη Γαλλία και στη Γερμανία: τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της EE.
Σε ένα φαινόμενο ντόμινο, ακροδεξιά και νεοφασιστικά μορφώματα όχι μόνο πολιορκούν όλο και πιο έντονα τους δημοκρατικούς θεσμούς, αλλά πια καταλαμβάνουν όλο και πιο συχνά θέσεις κεντρικής εξουσίας, συνήθως μαζί με κυρίαρχα δεξιά κόμματα.
Αυτό συνέβη το περασμένο φθινόπωρο στην Ιταλία -τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης- με τους νεοφασίστες της Τζόρτζια Μελόνι, η οποία εξελίσσεται -με συνέργεια μεγάλου μέρους της ΕΕ- σε… πρωταγωνίστρια της ακροδεξιάς «κανονικοποίησης» στα ευρωπαϊκά εδάφη.
Το ίδιο συμβαίνει τώρα και στη Φινλανδία, το νέο μέλος του ΝΑΤΟ, όπου στη νέα κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον κεντροδεξιό Πέτερι Όρπο συμμετέχει το ακροδεξιό Κόμμα των Φινλανδών (Finns) – δεύτερη κοινοβουλευτική δύναμη μετά τις βουλευτικές εκλογές του περασμένου Απριλίου.
Μια επανάληψη πιθανόν να συμβεί στην Ισπανία, ενόψει των πρόωρων βουλευτικών της 23ης Ιουλίου και εν μέσω δημοσκοπικής πτώσης των συγκυβερνώντων Σοσιαλιστών και των αριστερών Podemos.
Σε αυτό το φόντο το δεξιό Λαϊκό Κόμμα ήδη διεύρυνε τη συνεργασία του σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο με το ακροδεξιό κόμμα Vox.
Μια πιθανή πρόβα τζενεράλε κατά πολλούς για όσα μπορεί να ακολουθήσουν το κλείσιμο της κάλπης του Ιουλίου, με ορατό το ενδεχόμενο η ισπανική ακροδεξιά να βρεθεί πρώτη φορά από την πτώση της δικτατορίας Φράνκο σε θέσεις εξουσίας.
«Αλώνοντας» την εξουσία
Στο μεσοδιάστημα, η όλο και περισσότερο ενισχυμένη ακροδεξιά στην πάλαι ποτέ προοδευτική Σουηδία στηρίζει κοινοβουλευτικά από τον περασμένο Οκτώβριο τη νέα συντηρητική κυβέρνηση συνασπισμού στην Στοκχόλμη.
Θεμελιώδεις αρχές της Δημοκρατίας και της Ευρώπης βάλλονται εν τω μεταξύ εδώ και καιρό στην Ουγγαρία του ακροδεξιού λαϊκιστή Βίκτορ Όρμπαν.
Στη δε Πολωνία -ad hoc φιλόξενη για τους πρόσφυγες από την Ουκρανία- το κυβερνών εθνικιστικό κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS) ανάγει τη νέα συμφωνία για τη μεταναστευτική πολιτική της ΕΕ σε «κόκκινο πανί», ενόψει των βουλευτικών εκλογών του φθινοπώρου.
Στην Αυστρία, αν και οι επόμενες βουλευτικές εκλογές της χώρας έχουν προγραμματιστεί για το φθινόπωρο του 2024, υπάρχει πιθανότητα να επισπευσθούν και το ακροδεξιό Κόμμα Ελευθερίας προβάρει ήδη νέο κοστούμι εξουσίας.
Μόλις τέσσερα χρόνια μετά από το μέγα σκάνδαλο «Ίμπιζα-γκέιτ», που σηματοδότησε το τέλος της τότε συγκυβέρνησης με το δεξιό Λαϊκό Κόμμα (ÖVP), η αυστριακή ακροδεξιά όχι μόνο έχει επανακάψει, αλλά προηγείται στις δημοσκοπήσεις και το πιθανότερο είναι ότι θα σχηματίσει την επόμενη κυβέρνηση με το ÖVP.
Αυτά ενόσω η σημερινή συγκυβέρνηση της Δεξιάς με τους Πράσινους δεν «τραβά».
Οι δε αντιπολιτευόμενοι Σοσιαλδημοκράτες, που ευελπιστούν να επιστρέψουν στην εξουσία, εκλέγοντας προ ημερών… επεισοδιακά ως νέο ηγέτη τους τον Αντρέας Μπάμπλερ.
Ένα αουτσάιντερ με αριστερά «διαπιστευτήρια», νυν δήμαρχο της πόλης Τραϊσκίρχεν, όπου βρίσκεται το μεγαλύτερο κέντρο υποδοχής προσφύγων και μεταναστών στην Αυστρία.
Την ίδια ώρα, στη Γαλλία, το ακροδεξιό κόμμα της Μαρίν Λεπέν συνεχίζει να «κεφαλαιοποιεί» πολιτικά -εν αναμονή και των προεδρικών του 2027- τη λαϊκή αγανάκτηση.
Θρυαλλίδα αποτελούν οι επικίνδυνες δημοκρατικές «ακροβασίες» του κεντρώου-κεντροδεξιού προέδρου Μακρόν, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την επιβολή της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης, και δη με παράκαμψη του κοινοβουλίου.
Όμως εκεί όπου τις τελευταίες ώρες επικρατεί σοκ από την άνοδο της ακροδεξιάς -πέρα από την Ελλάδα- είναι στη χώρα που ακόμη μετρά «πληγές» από το ναζιστικό της παρελθόν: τη Γερμανία.
Γερμανικός «συναγερμός»
Ενενήντα χρόνια μετά την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία, το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) εξέλεξε τον πρώτο στα χρονικά περιφερειάρχη.
Ο Ρόμπερτ Ζέσελμαν, ο οποίος είναι βουλευτής στο κοινοβούλιο του ομόσπονδου κρατιδίου της Θουριγγίας, κατάφερε να εκλεγεί την Κυριακή στον β’ γύρο επικεφαλής στην αγροτική διοικητική περιφέρεια Ζόνεμπεργκ, με 52,8% των ψήφων.
Απέναντί του είχε τον Χριστιανοδημοκράτη Γιούργκεν Κέπερ.
Η υποστήριξη του δεξιού υποψηφίου από όλα τα κόμματα του «δημοκρατικού τόξου», συμπεριλαμβανομένης της Αριστεράς, δεν κατάφεραν να εμποδίσουν την εκλογή του ακροδεξιού αντιπάλου του.
Σε αυτό ωστόσο δεν βοήθησε ούτε η προεκλογική ρητορική του Γιούργκεν Κέπερ, με σκληρά λαϊκιστικά συνθήματα…
Η νίκη στο Ζόνεμπεργκ είναι η τελευταία επιτυχία για το AfD, που σε εθνικό επίπεδο καλπάζει πια στις δημοσκοπήσεις, αγγίζοντας το 19-20%.
Σε ορισμένες είναι ακόμη και δεύτερο κόμμα στην πρόθεση ψήφου, μετά τους αντιπολευόμενους Χριστιανοδημοκράτες και πριν από τους (συγκυβερνώντες με τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους) Σοσιαλδημοκράτες.
Πρακτικά, είναι η γερμανική ακροδεξιά που «κεφαλαιοποιεί» το κύμα δυσαρέσκειας που σαρώνει τη Γερμανία.
Και δη στα ανατολικά.
Εκεί, τα δημοσκοπικά ποσοστά του AfD ξεπερνούν ακόμη και το 30%.
Σταθερή, αυτή η τάση έχει σημάνει συναγερμό στο Βερολίνο, με πολλούς να φοβούνται ότι η Θουριγγία θα μπορούσε να είναι μόνο η αρχή.
Το ακροδεξιό κόμμα προηγείται και στις δημοσκοπήσεις για τις περιφερειακές εκλογές του Οκτωβρίου στο Ντάμε-Σπρέεβαλντ, στο Βραδεμβούργο.
Καταγράφεται επίσης σαφής ροπή προς το AfD των πολιτών εν γένει στα κρατίδια της Σαξονίας, της Θουριγγίας και του Βρανδεμβούργου, όπου θα διεξαχθούν του χρόνου τοπικές εκλογές.
Τις προάλλες, δε, η αρχηγός του κόμματος Άλις Βάιντελ, ανακοίνωσε ότι το κόμμα της θα προτείνει για πρώτη φορά υποψήφιο καγκελάριο στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2025.
Δήλωσε διαθέσιμη, παραπέμποντας κατά τα λοιπά σε εσωτερικές κομματικές διεργασίες για την επιλογή υποψηφίου.
Δεν φάνηκε να την πτοεί το γεγονός ότι όλα τα άλλα κοινοβουλευτικά κόμματα απορρίπτουν τη συνεργασία με το AfD.
«Μαύρες» κάλπες;
Μόλις πρόσφατα η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία για την Προστασία του Συντάγματος (BfV) προειδοποίησε ότι η ακροδεξιά είναι η μεγαλύτερη απειλή για τη δημοκρατία στη Γερμανία.
Χαρακτηρίζει μάλιστα το AfD «ύποπτη περίπτωση ακροδεξιού εξτρεμισμού», έπειτα από δέκα χρόνια λειτουργίας.
Το κόμμα και η νεολαία του βρίσκονται πλέον υπό παρακολούθηση από τις γερμανικές υπηρεσίες πληροφοριών, ως δυνητική απειλή για τις συνταγματικές αξίες.
Κατά το Γερμανικό Ινστιτούτο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (DIMF), πληρούνται ήδη οι προϋποθέσεις για απαγόρευση του AfD, όπως αναφέρει σε ανάλυσή του.
Με τον προσανατολισμό του, το κόμμα αγνοεί τις κατοχυρωμένες εγγυήσεις της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθώς και την αρχή της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, αναφέρει.
Όμως η απαγόρευση αποτελεί κατά πολλούς αναλυτές «δίκοπο μαχαίρι», εάν δεν συνοδευτεί με ουσιώδεις πολιτικές απαντήσεις, από όλο το δημοκρατικό πολιτικό φάσμα, στα αίτια της ανόδου της Ακροδεξιάς.
Η ευθύνη είναι τεράστια. Τόσο για τα κόμματα του ευρύτερου χώρου της Αριστεράς -με την προβολή βιώσιμων εναλλακτικών- όσο και αυτού της Δεξιάς, που με τη συχνά σκληρή ρητορική της νομιμοποιεί το αφήγημα της άκρας δεξιάς.
Η ανάγκη πραγματικής επιστροφής στην πολιτική φαντάζει επιτακτική, καθώς μάλιστα πλησιάζουν οι Ευρωεκλογές του Ιουνίου του 2024.
Όμως τα μηνύματα εντός της ίδιας της ΕΕ γίνονται ακόμη πιο «θολά».
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα ένθεν κακείθεν «παζάρια» γύρω από τη μεταναστευτική πολιτική, που μπορούν να δείξουν προς επικίνδυνες πολιτικές ευθυγραμμίσεις.
Προσώρας οι δημοσκοπήσεις δείχνουν συρρίκνωση των μεγαλύτερων ευρωομάδων: του συντηρητικού Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ), τους φιλελεύθερους του Renew και τους Σοσιαλδημοκράτες (S&D).
Το πρόσφατο άνοιγμα του ΕΛΚ στην ακόμη πιο δεξιά -και ενισχυόμενη, όπως καταγράφεται- Ομάδα Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών (ECR, στην οποία ανήκουν από τα νεοφασιστικά «Αδέλφια της Ιταλίας» της Μελόνι, μέχρι το εθνικιστικό PiS της Πολωνίας και τα ακροδεξιά κόμματα της Σουηδίας και της Φινλανδίας) δημιουργεί ήδη μεγάλες προστριβές και εύλογα ερωτήματα για την επόμενη ημέρα.