Στα τέλη του δεύτερου δεκαήμερου του Ιανουαρίου 2023, ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρέθηκε στο χιονισμένο Νταβός, συμμετέχοντας για άλλη μια φορά, στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, όπου για να πάει στις διάφορες συναντήσεις και fora, προφανώς πέρναγε μπροστά από ένα κτήριο, όπου αναγραφόταν το όνομα “Palantir”. Φυσικά ο κ. Μητσοτάκης, δεν αναρωτήθηκε τι είναι και τι κάνει αυτή η εταιρεία, αφού η σχέση του μαζί της, κρατάει από το παρελθόν.
Η Παλαντίρ, το Νταβός, η «Μεγάλη Επανεκκίνηση» (The great reset), το βιβλίο του Κλάους Σβαμπ, το οποίο κοσμεί το γραφείο του Κυριάκου Μητσοτάκη, είναι κρίκοι στην ίδια αλυσίδα.
Την ίδια ώρα «ο μεγάλος μη καλεσμένος» στο Νταβός, ήταν ο ΈλονΜασκ. Ο νέος ιδιοκτήτης του twitter, όχι μόνο δεν προσκλήθηκε, αλλά αντίθετα απετέλεσε το πρόσωπο στο οποίο επιτέθηκε ένα ολόκληρο πάνελ, που είχε τίτλο «Ο ξεκάθαρος και παρόν κίνδυνος της παραπληροφόρησης». Ουσιαστικά όλο το πάνελ επιτέθηκε στην δημοσιογραφία του twitter, όπου ο κάθε χρήστης μπορεί να ανεβάσει πλέον ελεύθερα το περιεχόμενο των δικών του ειδήσεων. Οι εκφραστές του Νταβός και της «Μεγάλης Επανεκκίνησης», θέλουν να επιβάλλουν μια παγκόσμια διακυβέρνηση με ελεγχόμενες πληροφορίες, που θα ελέγχει και θα καθοδηγεί, αν όχι όλους τους πληθυσμούς του πλανήτη, τουλάχιστον αυτούς που κατοικούν στην Δύση.
Στο forum του Νταβός, δεν άρεσε καθόλου η άποψη του Έλον Μασκ, ότι «Τα ΜΜΕ θέλουν να ελέγχουν τι θα γνωρίζετε και γι αυτό η δημοσιογραφία των πολιτών είναι απαραίτητη». Οι θιασώτες της «Μεγάλης Επανεκκίνησης», θεωρούν ότι είναι απαραίτητη η καταστολή της ελεύθερης άποψης και το δικαίωμα στην έκφρασή της. Με το πρόσχημα «της ρητορικής μίσους» ή της «παραπληροφόρησης», ετοιμάζουν νόμους που θα τιμωρούν κάθε διαφορετική άποψη.
Η Τσέχα αντιπρόεδρος της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Θεσμών και Διαφάνειας» Βέρα Τζούροβα, ανέφερε ότι σύντομα στις ΗΠΑ, αλλά και στην Ε.Ε, θα υπάρχουν νόμοι που θα απαγορεύουν την «παράνομη ρητορική μίσους». Επιτιθέμενη μάλιστα στον Έλον Μασκ ανέφερε «αφού ο Μασκ ανέλαβε το twitter, με τον απολυταρχισμό της ελευθερίας του λόγου, ήμαστε και εμείς οι προστάτες της ελευθερίας του λόγου» και συνέχισε «δεν μπορούμε να δεχτούμε για παράδειγμα παράνομο περιεχόμενο στο διαδίκτυο. Έτσι το μήνυμά μας είναι σαφές, έχουμε κανόνες που πρέπει να τηρούνται, διαφορετικά θα υπάρχουν κυρώσεις».
Την κορωνίδα βέβαια των διεθνιστικών αυτών απόψεων, την είπε ο εκδότης των New York Times, A.G Sulzberger, ο οποίος περιέγραψε την «παραπληροφόρηση», ως το πιο «υπαρξιακό» πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο κόσμος σήμερα. Ο Sulzberger ανέφερε, ότι η παραπληροφόρηση είναι ο λόγος για τον οποίο υπάρχει απώλεια εμπιστοσύνης στις σημερινές ηγεσίες. Με άλλα λόγια, το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός της Ελβετίας, όπου συγκεντρώνονται, όπως ανέφερε και η New York Post «δισεκατομμυριούχοι και πολιτικές νυφίτσες, που θέλουν να σώσουν την γη» και δίνει εντολές στις κυβερνήσεις, δεν θέλει να υπάρχει καμία διαφορετική άποψη και καμία κριτική, στην παγκόσμια διακυβέρνηση. Το εφεύρημα της «ρητορικής μίσους» χρησιμοποιείται σήμερα, προκειμένου να κατασταλεί η ελεύθερη σκέψη και άποψη. Οτιδήποτε θα αντίκειται στην γραμμή των κέντρων αποφάσεων, θα βαπτίζεται ως «ρητορική μίσους» και «παραπληροφόρηση» και όσοι την εκφράζουν θα τιμωρούνται με νόμους, που ήδη ετοιμάζονται. Σε λίγο το διαδίκτυο θα είναι παράνομο. Οποιαδήποτε άποψη διαφορετική από την κεντρική γραμμή, «για την πράσινη ανάπτυξη», για την «κλιματική κρίση», για τα «εμβόλια», για το αν πρέπει να τρώμε «έντομα» ή για την «Ουκρανία», θα είναι παράνομη και αυτό γιατί, όπως είπε η κ. Τζούροβα «η εποχή της Άγριας Δύσης τελείωσε».
Μάλλον όμως η κ. Τζούροβα έχει μπερδέψει τις έννοιες και αυτό γιατί η λογοκρισία και η καταστολή της ελεύθερης σκέψης, αποτελεί στραγγαλισμό της δημοκρατίας και όπου δεν υπάρχει δημοκρατία, τότε δημιουργούνται συνθήκες Άγριας Δύσης.
Πολλοί πιστεύουν, ότι ο ορισμός της δημοκρατίας σταματά στην φράση του αρχαίου Αθηναίου πολιτικού Περικλή, του «Χρυσού Αιώνα», που εκφωνώντας τον επιτάφιο είπε «Γιατί η διοίκηση είναι στα χέρια των πολλών και όχι των ολίγων. Όλοι έχουν τα ίδια δικαιώματα έναντι δε των νόμων στις ιδιωτικές τους διαφορές, ενώ ως προς την θέση τους στον δημόσιο βίο, κάθε ένας , ανάλογα με την επίδοση σε κάποιον τομέα, προτιμάται για ένα από τα δημόσια αξιώματα και όχι από την πολιτική του παράταξη, όσο από την αρετή του, ούτε εξ αιτίας της φτώχιας, ενώ έχει την ικανότητα να παράσχει κάποια υπηρεσία στην πατρίδα του, εμποδίζεται από το γεγονός ότι είναι άγνωστος».
Ωστόσο, η πεμπτουσία του ορισμού της δημοκρατίας, όπως την ανέλυσε ο ίδιος ο Περικλής, προκύπτει σε επόμενη φράση, στην οποία αναφέρει «Τις σχέσεις μας με την πολιτεία, τις διέπει η ελευθερία και ήμαστε απαλλαγμένοι από καχυποψία μεταξύ μας στις καθημερινές μας απασχολήσεις. Δεν αγανακτούμε με τον γείτονά μας, αν κάνει κάτι όπως του αρέσει, ούτε παίρνουμε το ύφος του πειραγμένου, που φυσικά δεν επιφέρει ποινή, είναι όμως δυσάρεστο».
Αυτή πράγματι είναι η πεμπτουσία του δημοκρατικού πολιτεύματος, δηλαδή, ούτε η πολιτεία, αλλά ούτε και ο γείτονας, να θεωρεί ότι ενοχλείται, ακόμα και αν δεν συμφωνεί, με την «ιδιωτικότητα» άλλου πολίτη, εάν δεν παραβαίνει κάποιον νόμο. Στον αντίποδα του δημοκρατικού πολιτεύματος, τα αντιδημοκρατικά καθεστώτα, θέλουν να ελέγχουν και να γνωρίζουν, ακόμα και την τελευταία δραστηριότητα, των πολιτών τους. Όχι ότι και στις δημοκρατίες η εξουσία δεν ήθελε να γνωρίζει, όσο πιο πολλά μπορούσε, για τον κάθε πολίτη. Οι μυστικές υπηρεσίες των κρατών, με το πρόσχημα του εξωτερικού ή του εσωτερικού κινδύνου, είχαν κάνει επιστήμη, την λογική της κλειδαρότρυπας. Στις πρώην κομμουνιστικές Ανατολικές Ευρωπαϊκές χώρες, η Κα Γκε Μπε και οι υπόλοιπες μυστικές υπηρεσίες, όπου είχαν μετατρέψει τους μισούς πολίτες σε πράκτορες, για να παρακολουθούν τους άλλους μισούς, ήθελαν να ξέρουν ακόμα και την τελευταία σκέψη, όλων των πολιτών. Αντίστοιχα βέβαια δείγματα γραφής, είχαν καταγραφεί και στην Δύση, όπου το Εφ Μπι Άι, επί εποχής Έντγκαρ Χούβερ και Μακαρθισμού, παρακολουθούσε χιλιάδες πολίτες, συμπαθούντες την αριστερά ή απλά μη αρεστούς στην κυβέρνηση, καθώς και τους διανοούμενους, υπό τον φόβο του κομμουνιστικού κινδύνου. Παρόμοια εμπειρία υπήρξε και στην Ελλάδα μετά τον εμφύλιο, τις δεκαετίες 1950-60-70, όπου για τον ίδιο λόγο, υπήρχε το περίφημο «φακέλωμα».