Στις 29 Οκτωβρίου 2023, η Τουρκία θα γιορτάσει την επέτειο των εκατό χρόνων της δημοκρατίας που θεμελίωσε ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα ήθελε να επανεκλεγεί στις 14 Μαΐου ώστε να βρεθεί επικεφαλής του εορτασμού –και να εξισωθεί με τον Ατατούρκ στα βιβλία ιστορίας. Όμως, οι συνέπειες –τόσο μέσα όσο και έξω από τη χώρα– των δύο καταστροφικών σεισμών της 6ης Φεβρουαρίου μπορεί να του στερήσουν την επανεκλογή.
Ariane Bonzon
Le Monde diplomatique- Ελληνική έκδοση
Για τον αρχηγό του τουρκικού κράτους, είναι «η καταστροφή του αιώνα». Με δέκα επαρχίες να έχουν πληγεί, πολλές δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, με χιλιάδες από αυτούς να είναι αδύνατο να ταυτοποιηθούν, σχεδόν δύο εκατομμύρια αστέγους, εκ των οποίων ορισμένοι έμειναν αβοήθητοι για πολλές ημέρες, με ολόκληρες συνοικίες να έχουν καταστραφεί και με πολλές δημόσιες υποδομές να έχουν υποστεί σοβαρές ζημίες, ο διπλός σεισμός της 6ης Φεβρουαρίου είναι πράγματι μια θεομηνία μεγάλης κλίμακας. Πέρα όμως από την επείγουσα ανθρωπιστική ανάγκη, η καταστροφή αυτή θέτει το ζήτημα της πολιτικής ευθύνης του προέδρου, καθώς και της διπλωματικής επιρροής της χώρας του στο μέλλον. Λίγες εβδομάδες πριν από τη διεξαγωγή κρίσιμων βουλευτικών και προεδρικών εκλογών, οι ψηφοφορίες αυτές παίρνουν άλλη διάσταση.
Στην εξουσία από το 2003 και υποψήφιος για την ίδια του τη διαδοχή, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει λόγο να φοβάται οτιδήποτε μπορεί να του συμβεί σε περίπτωση ήττας. Υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες από ποτέ ο ρεΐσης (1) και οι οικείοι του να κληθούν να λογοδοτήσουν για πλήθος παραβιάσεων του κράτους δικαίου που διαπράχθηκαν κατά τα τελευταία δέκα έτη και για κατηγορίες για απάτη και διαφθορά. «Εάν χάσει τις εκλογές, ο Ερντογάν γνωρίζει πολύ καλά ότι θα έχει να αντιμετωπίσει το Ανώτατο Δικαστήριο για προδοσία και κατάχρηση δημοσίου χρήματος», συνοψίζει ο Μπαϊράμ Μπαλτζί, ερευνητής στο Κέντρο Διεθνών Ερευνών (CERI).
Πριν από τις 6 Φεβρουαρίου, και παρά τις πολλές δημοσκοπήσεις που τον έβγαζαν ηττημένο απέναντι στους κύριους αντιπάλους του, του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP, κεντροαριστερό, κοσμικό), τα πράγματα δεν φαίνονταν και πολύ άσχημα. Βέβαια, λόγω της οικονομικής κρίσης και ενός ετήσιου πληθωρισμού που έχει ξεπεράσει το 80%, οι υποσχέσεις του αποδείχθηκαν άστοχες. Ιδίως εκείνες ότι το 2023 θα έκανε την Τουρκία να φτάσει να συγκαταλέγεται μεταξύ των δέκα πρώτων οικονομιών του πλανήτη και με ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) 25.000 δολαρίων ανά κάτοικο: το ΑΕΠ μειώθηκε τα δέκα τελευταία χρόνια κατά 1.903 δολάρια, φτάνοντας τα 9.327 δολάρια, και η χώρα δεν καταλαμβάνει παρά την εικοστή θέση παγκοσμίως. Ο Ερντογάν, εντούτοις, μπορούσε ακόμη να ελπίζει ότι είχε τη δυνατότητα να προβάλει κάποια επιχειρήματα. Αναλαμβάνοντας τη δέσμευση, τον Σεπτέμβριο του 2022, να ανεγείρει 500.000 κοινωνικές κατοικίες και ανακοινώνοντας τέσσερις μήνες αργότερα την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 50%, κέρδιζε μερικούς επιπλέον πόντους στις δημοσκοπήσεις. Άλλο ένα δημοφιλές μέτρο ήταν η κατάργηση του ορίου της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδότησης, που μέχρι τότε εμπόδιζε περίπου δύο εκατομμύρια Τούρκους εργαζομένους –οι οποίοι παρ’ όλα αυτά είχαν καταβάλει όλες τις εισφορές– να απαιτήσουν το δικαίωμά τους για σύνταξη.
Η επιθετική εξωτερική πολιτική του, στον Καύκασο ή στην Αφρική, που δέχεται επικρίσεις από τους Δυτικούς, σε συνδυασμό με τους βομβαρδισμούς στη βόρεια Συρία εναντίον των πολιτοφυλακών των Κούρδων αυτονομιστών μάλλον είχε εξασφαλίσει τη συναίνεση εντός της Τουρκίας, ακόμη και εκ μέρους της αντιπολίτευσης, με την εξαίρεση του Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών (HDP, αριστερό, αυτονομιστικό κουρδικό). Συναινετική επίσης ήταν και η απόφαση να σταλούν πίσω στη χώρα τους χιλιάδες Σύριοι πρόσφυγες, που εχθές ήταν «καλεσμένοι» και τώρα πια είναι ανεπιθύμητοι (2). Τέλος, στη συγκυρία του πολέμου μεταξύ Μόσχας και Κιέβου, η Άγκυρα αρνείται να εφαρμόσει τις κυρώσεις στη Ρωσία και τις εκμεταλλεύεται για να κερδίσει μερίδια αγοράς στη μεγάλη γειτονική της χώρα, προς μεγάλη ικανοποίηση των Τούρκων ψηφοφόρων.
Συνεπώς, το παιχνίδι θα απαιτούσε σίγουρα λεπτές κινήσεις αλλά, μέχρι τον σεισμό, ο Ερντογάν μπορούσε να πιστεύει στις πιθανότητές του. Ακόμα και εάν χρειαζόταν, σε περίπτωση που η απόκλιση παρέμενε περιορισμένη, να βρει τις ψήφους που έλειπαν χάρη σε ορισμένα «μαγειρέματα» δοκιμασμένα κατά το δημοψήφισμα του 2017 ή στις βουλευτικές και προεδρικές εκλογές του 2018.
Και τώρα; Ο διπλός σεισμός έχει ήδη καταστροφικές συνέπειες στην τουρκική κοινωνία. Δεκατρία εκατομμύρια άνθρωποι επλήγησαν άμεσα στις σεισμοπαθείς επαρχίες, ενώ το σύνολο του πληθυσμού παρέμενε καρφωμένο στα τηλεοπτικά κανάλια που μετέδιδαν απευθείας, επί είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, τις επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης, καθώς και τις εκκλήσεις για δωρεές.
Δύο ημέρες μετά την καταστροφή, ο πρόεδρος του CHP Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου κοινοποιεί ένα βίντεο όπου, σε σκοτεινό σκηνικό και σε επίσημο τόνο, εκφράζει τη «συμπόνοια» του για τα θύματα, καταγγέλλει την «ανικανότητα» των αρχών να διοικήσουν τη χώρα και τις πρακτικές «παραπληροφόρησης» που εφαρμόζουν. «Εάν υπάρχει ένας μεγάλος υπεύθυνος (…), αυτός είναι ο Ερντογάν», καταλήγει. «Εδώ και είκοσι χρόνια, τούτη η κυβέρνηση δεν προετοίμασε τη χώρα για σεισμούς.» Αυτή η κατά μέτωπο επίθεση αποτελεί μια άρδην αλλαγή: ο ηγέτης του CHP παρεκκλίνει από τον κανόνα της εθνικής ενότητας που το κόμμα του είχε υιοθετήσει επανειλημμένα τα τελευταία χρόνια κατά τις επιθέσεις στο εσωτερικό, τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό, το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 2016, καθώς και κατά τις καθαιρέσεις Κούρδων βουλευτών του HDP.
«Ανοίγοντας σχεδόν αμέσως τη συζήτηση σχετικά με τη διαχείριση της κρίσης, τον υπερβολικά συγκεντρωτικό χαρακτήρα του συστήματος, την ευνοιοκρατία και την καθυστέρηση αποστολής του στρατού, η αντιπολίτευση είχε ιδιαίτερα έντονες αντιδράσεις», παρατηρεί ο γεωγράφος και τουρκολόγος Ζαν-Φρανσουά Περούζ. «Ο Εκρέμ Ιμάμογλου [ο δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης] μετέβη ταχύτατα στην περιοχή. Στο Χατάι, οι μητροπολιτικές δημοτικές αρχές του CHP που ήρθαν σε βοήθεια του πληθυσμού επέδειξαν υποδειγματική αποτελεσματικότητα, σχεδόν υποκατέστησαν το κράτος στην οργάνωση των επιχειρήσεων βοήθειας και στην επαναφορά της λειτουργικότητας των υποδομών.»
Ο Σελαχατίν Ντεμιρτάς, ο πρώην συμπρόεδρος του HDP (3) που βρίσκεται στη φυλακή εδώ και περισσότερα από πέντε χρόνια, υπέδειξε και εκείνος τον Τούρκο πρόεδρο ως υπεύθυνο για την τραγωδία. Πήρε επίσης θέση υπέρ του υποψηφίου του CHP. Εάν η κουρδική βάση του HDP ακολουθήσει τον Ντεμιρτάς, θα μπορούσε να προκαλέσει την εκλογική ήττα του Ερντογάν.
Το όλο διακύβευμα για τον τωρινό πρόεδρο είναι πλέον να προσπαθήσει να κάνει να ξεχαστεί η πολιτική ευθύνη του, ώστε να εμφανιστεί ως ο «σωτήρας», ο «μεγάλος οργανωτής» της βοήθειας και της ανοικοδόμησης της χώρας. Μόνο υπό αυτή τη συνθήκη μπορεί να ελπίζει ότι θα νικήσει στις προσεχείς εκλογές. Και είναι ο άξονας του επικοινωνιακού πολέμου του, στον οποίο έχει κινητοποιήσει όλα τα μέσα του κράτους.
Στον τόπο της καταστροφής, πρώτα μίλησε για το χέρι του πεπρωμένου, για το μοιραίο μπροστά στο οποίο ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει τίποτα, προτού αναγνωρίσει «κενά» στην αντιμετώπιση, καθώς «είναι αδύνατο να είσαι προετοιμασμένος για μια τέτοια καταστροφή». Στη συνέχεια εκδόθηκαν, ταχύτατα, εντάλματα σύλληψης για πολλούς εργολάβους και κατασκευαστές, σε μια προσπάθεια να αποδοθεί σε άλλους η ευθύνη για το δραματικό γεγονός. Εκ των πραγμάτων, η ευθύνη αυτή δεν είναι εύκολο να στοιχειοθετηθεί και μπορεί να αναζητηθεί έως το επίπεδο του τοπικού κλιμακίου που έδωσε την άδεια για τις οικοδομές. Ενώ το 40% του κτιριακού δυναμικού που οικοδομήθηκε μετά το 2000 καταστράφηκε, κατά τον Περούζ, τα κτίρια που ανεγέρθηκαν από την Τουρκική Διεύθυνση Συλλογικής Στέγασης (Toki), την κυβερνητική αρχή που έχει την ευθύνη των κοινωνικών κατοικιών, άντεξαν μάλλον αρκετά καλά.
Φρούδες υποσχέσεις
Παράλληλα με τις συλλήψεις, ο Τούρκος πρόεδρος ανήγγειλε τη διανομή επιδόματος 10.000 τουρκικών λιρών (περίπου 500 ευρώ) σε κάθε πληγείσα οικογένεια και την παράδοση νέων κατοικιών, «σε λιγότερο από έναν χρόνο», σε όσους είδαν το σπίτι τους να καταστρέφεται. Μια εξωπραγματική υπόσχεση, σύμφωνα με πολλούς παρατηρητές, ένας εκ των οποίων είναι ο Σινάν Ουλγκέν, διευθυντής του Κέντρου Μελετών Οικονομικής και Εξωτερικής Πολιτικής (EDAM, Centre for Economics and Foreign Policy Studies), μιας ανεξάρτητης δεξαμενής σκέψης με έδρα την Κωνσταντινούπολη, ο οποίος κρίνει πως είναι αδύνατη «η αντικατάσταση 250.000 κτιρίων» σε τόσο λίγο χρόνο.
Παρότι οργανώθηκε μια εθνική εκστρατεία δωρεών, με πολύ μεγάλη προβολή από τα δημόσια τηλεοπτικά κανάλια, η Άγκυρα σύντομα αποφάσισε να απευθύνει έκκληση για διεθνή βοήθεια. Ανταποκρίθηκαν περισσότερες από ογδόντα χώρες, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ και πολλές ευρωπαϊκές, αλλά και η Ελλάδα, η Αρμενία και το Ισραήλ, με τις οποίες οι σχέσεις είναι τεταμένες.
«Η τουρκική κοινή γνώμη βιώνει έναν ψυχολογικό κλονισμό, καθώς έως τώρα τρεφόταν με το αφήγημα μιας Τουρκίας θριαμβεύτριας, που πετούσε στο περιθώριο τη Γαλλία στην Αφρική, που έπαιζε τον ρόλο του διαμεσολαβητή μεταξύ Δύσης και Ρωσίας και εμπόδιζε την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, αλλά από τη μία μέρα στην άλλη βρέθηκε να εξαρτάται από τη διεθνή βοήθεια», σημειώνει ο Ζιλ Ντορονσορό, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο πανεπιστήμιο Παρίσι 1 Πάνθεον-Σορβόννη.
Ελάχιστοι είναι οι αναλυτές που θεωρούν πως το άνοιγμα στη διεθνή βοήθεια θα πυροδοτήσει κάποια δυναμική υπέρ του Ερντογάν. Παρακολουθώντας την επίσκεψη του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν στην Τουρκία στις 19 Φεβρουαρίου, ο πρώην πρέσβης Μισέλ Ντυκλό σημειώνει: «Η Τουρκία είναι εξασθενημένη, οπότε θα χρειαστεί να καταβάλει προσπάθεια. Η Ουάσινγκτον θα μπορούσε να της ζητήσει, για παράδειγμα, να σταματήσει να παίζει το παιχνίδι της Ρωσίας». Οι ΗΠΑ θα μπορούσαν επίσης να προτείνουν στην Άγκυρα να μεσολαβήσει προκειμένου το Αζερμπαϊτζάν να άρει τον αποκλεισμό του διαδρόμου του Λατσίν, που συνδέει την Αρμενία με το Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Ουσιαστικά, είτε πρόκειται για την κατάσταση στη Λιβύη είτε για εκείνη στο Αιγαίο, είναι μακρύς ο κατάλογος των σημείων τριβής που θα μπορούσε να βοηθήσει να επιλυθούν η διπλωματία του deprem (σεισμός) και του συνεπαγόμενου νέου συσχετισμού δυνάμεων.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ανακοίνωσε μια διάσκεψη δωρητών που, κατά ειρωνεία της τύχης, θα οργανωθεί υπό τη σουηδική προεδρία, υποψήφιου μέλους του ΝΑΤΟ του οποίου την ένταξη εμποδίζει η Τουρκία, προς μέγιστη ικανοποίηση της Ρωσίας. Το τίμημα γι’ αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να πληρώσει η εξομάλυνση των σχέσεων με τη Συρία, για την οποία ο Βλαντιμίρ Πούτιν πιέζει τον Τούρκο ομόλογό του. Εντούτοις, ο αναλυτής Γκάρεθ Τζένκινς συμβουλεύει να μην εξάγονται πολύ βιαστικά συμπεράσματα: «Η επιθετική εξωτερική πολιτική του Ερντογάν έκανε ένα διάλειμμα εξαιτίας του σεισμού, κάτι που δεν σημαίνει ότι την έχει εγκαταλείψει οριστικά». «Μην ξεχνάτε ότι ο Ερντογάν είναι πρωταθλητής της πολυευθυγράμμισης, της “ελεύθερης συμβίωσης” που αντικαθιστά τον “παραδοσιακό διπλωματικό γάμο”», προσθέτει ο Μπερτράν Μπαντί, ομότιμος καθηγητής του Ινστιτούτου Πολιτικών Σπουδών του Παρισιού (Sciences Po). «Διαθέτει συνεπώς τους απαραίτητους πόρους για να διαχειριστεί, να ερμηνεύσει και να κατευθύνει την πολιτική της διεθνούς βοήθειας στην οποία είναι εκτεθειμένος.»
Παρ’ όλα αυτά, η μεγάλης κλίμακας καταστροφή δυσκολεύει τις λεκτικές κλιμακώσεις με το Ισραήλ ή με την Ελλάδα. Ως εκ τούτου, εκτιμά ο Ουλγκέν, «η προεκλογική εκστρατεία θα είναι πολύ λιγότερο εστιασμένη στα διεθνή και πολύ περισσότερο στα εσωτερικά θέματα». Διότι οι εκλογές είναι όντως προ των πυλών και στοιχειώνουν τον Ερντογάν, του οποίου η δεύτερη προεδρική θητεία τελειώνει τον Ιούνιο του 2023. Τελικά, επιβεβαιώθηκε ότι θα διεξαχθούν στις 14 Μαΐου, όπως είχε ανακοινωθεί από τον Τούρκο πρόεδρο πριν από τον σεισμό. Και έτσι κατευνάστηκαν οι φημολογίες ότι θα τις καθυστερούσε κατά έναν χρόνο, όπως τον συμβούλευαν κάποιοι από το στενό περιβάλλον του, προκαλώντας την έντονη αντίθεση της αντιπολίτευσης, καθώς το Σύνταγμα το επιτρέπει μόνο σε περίπτωση πολέμου και κατόπιν έγκρισης του Κοινοβουλίου. Βεβαίως, η συνταγματική μεταρρύθμιση του 2017 κανονικά απαγορεύει στον ρεΐση να επιδιώξει τρίτη θητεία: ένας από τους λιγοστούς μηχανισμούς ασφάλειας που έχουν εισαχθεί προκειμένου να αποφευχθεί η εδραίωση δικτατορίας –εκτός εάν προκηρυχθούν πρόωρες εκλογές…
Θεσμικά «μαγειρέματα»
«Δεν τον συνέφερε να καθυστερήσει και πάρα πολύ τις εκλογές», κρίνει ο Μπαλτζί. «Όσο περνά ο καιρός, φαίνονται ακόμα περισσότερο οι αποτυχίες της διαχείρισης της κρίσης, όπως και τα σφάλματα, αλλά και η αδυναμία να ικανοποιηθεί όλος ο κόσμος.» Κάτι που οξύνεται από το γεγονός ότι η οικονομική κατάσταση, η οποία είναι ήδη κακή, δεν δείχνει σημάδια ότι θα βελτιωθεί. Ήδη, ο διπλός σεισμός υπολογίζεται ότι έχει προκαλέσει απώλεια 84 δισεκατομμυρίων δολαρίων στη χώρα και απ’ ό,τι φαίνεται θα αφαιρέσει δύο ποσοστιαίες μονάδες ανάπτυξης από την τουρκική οικονομία. Εντούτοις, ειδικοί, όπως ο Μπαντί, θεωρούν τον πρόεδρο ικανό να ανακάμψει: «Μπορεί να μετατρέψει την καταστροφή σε ευκαιρία για αυτοπροώθηση, να ισχυριστεί ότι δεν πρέπει να αλλάζεις καπετάνιο όταν το πλοίο μπάζει νερά. Ξέρει να παίξει τέλεια αυτόν τον ρόλο, να πάρει το συμπονετικό ύφος του, να αναγνωρίσει την αδυναμία του, να τιμωρήσει τους ενόχους. Και το σώμα των εκλογέων του Ερντογάν, πιστό, λαϊκό και λαϊκίστικο, μπορεί να συγκινηθεί από αυτά». Από την πλευρά του, ο Ντορονσορό δεν πιστεύει στην αποτελεσματικότητα του πατριωτικού λόγου: «Η Τουρκία έχει έρθει αντιμέτωπη με τα προβλήματά της, με έναν ανεξέλεγκτο πληθωρισμό, ένα αναποτελεσματικό κράτος και τη διαπλοκή της κυβέρνησης με τους επιχειρηματίες του χώρου της οικοδομής και των δημοσίων έργων. Ούτε ο Ερντογάν ούτε ο σύμμαχός του, το [ακροδεξιό] Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (MHP), φαίνονται ικανοί να κεφαλαιοποιήσουν ένα εθνικιστικό ξέσπασμα. Να υπενθυμίσουμε ότι με τα ίδια συναισθήματα μπορεί να παίξει και ο συνασπισμός της αντιπολίτευσης!».
Ο Ερντογάν θα διεξαγάγει τις εκλογές παρά το γεγονός ότι, στις περιοχές που χτυπήθηκαν από τους δύο σεισμούς, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση σε εκλογικό τμήμα ή έχουν χάσει το δελτίο ταυτότητάς τους. Έχει ήδη στήσει έναν εκλογικό μηχανισμό ικανό να τον ευνοήσει έναντι του συνασπισμού των κομμάτων της αντιπολίτευσης που στηρίζει την υποψηφιότητα Κιλιτσντάρογλου και προηγείται στις δημοσκοπήσεις. Ο Τζενγκίζ Ακτάρ, εξόριστος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αναφέρεται στον ορισμό έντεκα φιλοκαθεστωτικών δικαστών στο Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο (YSK), όπως και άλλων δικαστικών λειτουργών, εξίσου υποστηρικτικών, στην προεδρία των εκλογικών επιτροπών. Μιλά επίσης για τη δυνατότητα απόρριψης υποψηφιοτήτων την τελευταία στιγμή, που θα αφήσει χωρίς υποψήφιο εκατοντάδες εκλογικές περιφέρειες, για τη διαδικασία απαγόρευσης του HDP και για την έναρξη δίκης κατά του Ιμάμογλου, του δημάρχου της Κωνσταντινούπολης και προβεβλημένου αντιπάλου του προέδρου. Για την καταμέτρηση των ψήφων, ολοκληρώνει ο Τζενγκίζ Ακτάρ, «το Εκλογικό Συμβούλιο συνεργάζεται με μια εταιρεία που ανήκει στο Ίδρυμα Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων, με ειδίκευση στην άμυνα και στο λογισμικό, τη Havelsan. Και δεν θα υπάρξει καμία δυνατότητα έφεσης κατά των αποφάσεων του Συμβουλίου».
Αυτό το πλέγμα επιρροής στους θεσμούς και η κινητοποίηση του μηχανισμού ασφαλείας –μάλλον της αστυνομίας και των ισλαμο-εθνικιστικών πολιτοφυλακών παρά του στρατού– μπορούν να οδηγήσουν στην εκλογή του Ερντογάν. Ωστόσο, ο σεισμός ράγισε τους τρεις πυλώνες του πολιτικού σχεδίου του: το κρατικό κύρος, την επιθετική εξωτερική πολιτική και την οικονομική επιτυχία.
Ariane Bonzon
(1) (Σ.τ.Μ.) Σημαίνει αρχηγός, πρόεδρος, κυβερνήτης: ένας τίτλος από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
(2) Βλ. «Το προσφυγικό, πρόβλημα και για τον Ερντογάν», «Le Monde diplomatique – ελληνική έκδοση», 28 Ιουνίου 2020.
(3) Βλ. Selahattin Demirtaş, «L’homme qui se prend pour un sultan», «Le Monde diplomatique», Ιούλιος 2016.