Η νέα αύξηση στο βασικό επιτόκιο δανεισμού την οποία ανακοινώνει σήμερα η κεντρική τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών δεν θα είναι η τελευταία. Το ίδιο συμβαίνει και με την ΕΚΤ, την Τράπεζα της Αγγλίας και όλες σχεδόν τις κεντρικές τράπεζες – τουλάχιστον στις ανεπτυγμένες οικονομίες.
Αν και η αιτιολογία που προβάλλεται είναι η αντιμετώπιση του καλπάζοντος πληθωρισμού, αρκετοί αμφιβάλλουν εάν θα υπάρξει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Κατά πόσο, δηλαδή, με τον τρόπο αυτό θα αντιμετωπιστεί ένα πρόβλημα το οποίο προκαλούν σε μεγάλο βαθμό εξωγενείς παράγοντες (πόλεμος στην Ουκρανία), καθώς και η δομή του ίδιου του συστήματος.
Αυτό στο οποίο συμφωνούν όλοι, πάντως, είναι ότι η εποχή του φτηνού χρήματος έχει τελειώσει και δεν γνωρίζουμε εάν και πότε θα επιστρέψει. Κάτι που έχει έντονα αρνητικές συνέπειες και για όσους χρωστούν – δηλαδή σχεδόν τους πάντες – και για εκείνους που έχουν κάνει τα σχέδιά τους για το μέλλον με βάση τον δανεισμό. Με άλλα λόγια, για κυβερνήσεις, επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Η έκρηξη του χρέους
Υπενθυμίζεται ότι στα τέλη του 2007, προτού δηλαδή ξεσπάσει η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, το συνολικό χρέος στον πλανήτη, που προέρχεται και από τις τρεις παραπάνω πηγές, αντιστοιχούσε επισήμως στο 195% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Έκτοτε, καθώς η μία κρίση διαδέχεται την άλλη, με αποτέλεσμα οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες να έχουν κηρύξει… γενική επιστράτευση και οι μηχανές εκτύπωσης χρήματος δουλεύουν στο φουλ, το χρέος αυξάνει διαρκώς και, υπό μία έννοια, ανεξέλεγκτα.
Έτσι, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΔΝΤ, το 2020 είχε φτάσει στο 256% του ΑΕΠ. Ειδικά δε στην Ευρώπη, είχε αγγίξει το 400%, καθιστώντας την αρκετά ευάλωτη, τουλάχιστον από αυτή τη σκοπιά – η οποία προφανώς δεν είναι η μόνη, αν συνυπολογίσουμε το πόσο εκτεθειμένη και αδύναμη είναι απέναντι στην ενεργειακή κρίση.
Ο πονοκέφαλος των «δόσεων»
Δεν χωράει αμφιβολία, λοιπόν, ότι με το χρέος να βρίσκεται σε τόσο υψηλά επίπεδα και την αναχρηματοδότησή του να γίνεται μέσω των αγορών και του πρακτικά αέναου δανεισμού, κάθε μεταβολή στα επιτόκια προκαλεί σοβαρότατες επιπτώσεις, κυρίως για όσους είναι περισσότερο εκτεθειμένοι. Κάτι που αφορά τόσο ολόκληρες χώρες ή οικονομικές ζώνες όσο και νοικοκυριά, με συνέπεια οι ανισότητες, κοινωνικές και γεωπολιτικές, να αυξάνουν δραματικά.
Όπως συμβαίνει, άλλωστε, σε κάθε μεγάλη κρίση ή αλλαγή πορείας με διεθνείς διαστάσεις, κάποιοι είναι χαμένοι ενώ κάποιοι άλλοι αποκτούν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, καθώς είναι καλύτερα εξοπλισμένοι ή διαθέτουν μεγαλύτερες αντοχές.
Οι κερδισμένοι…
Σε αυτή την δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι ΗΠΑ οι οποίες, όπως σημείωνε πρόσφατα σε ανάλυσή του το Reuters, «σε σύγκριση με άλλους διαθέτουν κάποιου είδους προστασία». Εξηγούσε δε ότι αυτό οφείλεται αφενός «στα αποθέματα σχιστολιθικού αερίου που τις καθιστούν νικητή της ενεργειακής κρίσης» και, αφετέρου, «στο ισχυρό δολάριο που θα τις βοηθήσει να ελέγξουν ταχύτερα τον πληθωρισμό».
Η Κίνα, από την άλλη, αν και ουσιαστικά βρίσκεται αντιμέτωπη με το σκάσιμο της «φούσκας» που είχε δημιουργηθεί τόσα χρόνια, διαθέτει ένα πολιτικό και οικονομικό σύστημα που θα της επιτρέψουν να ελέγξει και να περιορίσει τη ζημιά – σε συνδυασμό, φυσικά, με τα τεράστια συναλλαγματικά αποθέματα τα οποία έχει συγκεντρώσει τις προηγούμενες δεκαετίες.
Αυτή είναι και η βαθύτερη εξήγηση του μοντέλου που πρεσβεύει ο απόλυτος κυρίαρχος της χώρας, ο Σι Τζινπίνγκ. Ένα μοντέλο που προτάσσει την εθνική συνοχή και ασφάλεια στους δύσκολους καιρούς που έρχονται, θυσιάζοντας τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Η Ρωσία, τέλος, όντας η χώρα που καταλαμβάνει τη μεγαλύτερη έκταση στον πλανήτη στην οποία μπορούν να καλλιεργηθούν και να εκτραφούν σχεδόν τα πάντα, καθώς διαθέτει αστείρευτα ενεργειακά αποθέματα, ενώ παράλληλα βλέπει το νόμισμά της να έχει «αποβληθεί» από το διεθνές σύστημα, μπορεί βάσιμα να ισχυριστεί ότι είναι καλά θωρακισμένη, τουλάχιστον για το ορατό μέλλον.
… και οι χαμένοι
Με βάση όλα τα παραπάνω, οι χαμένοι πρέπει να αναζητηθούν αλλού. Πρωτίστως, στα δισεκατομμύρια των φτωχών, εκείνων που ζουν οριακά πάνω από τη ζώνη της φτώχειας και μεγάλου τμήματος όσων ανήκουν στα αποκαλούμενα μεσαία στρώματα, οι οποίοι όσο το χρήμα ακριβαίνει και ο πληθωρισμός επιμένει, θα τα βγάζουν ολοένα πιο δύσκολα βόλτα με τις καθημερινές τους ανάγκες.
Στη συνέχεια, σε εκατοντάδες επιχειρήσεις οι οποίες βλέπουν να περιορίζεται η δυνατότητά τους να αντλήσουν χρήμα από τις αγορές. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με σχετικά πρόσφατο ρεπορτάζ των Financial Times, παρατηρείται κύμα ακύρωσης προγραμματισμένων εκδόσεων εταιρικών ομολόγων, καθώς οι εξελίξεις αναγκάζουν τους υπεύθυνους να αναθεωρήσουν τα σχέδιά τους.
Τέλος, επιστρέφουμε στην Ευρώπη. Αν και οι ειδικοί εκτιμούν ότι υπάρχουν αρκετοί λόγοι για να μην επαναληφθούν δραματικές καταστάσεις όπως η κρίση χρέους της προηγούμενης δεκαετίας – περισσότερα και πιο αποτελεσματικά εργαλεία στη διάθεση της ΕΚΤ, μεγαλύτερες περίοδοι «ωρίμανσης» των ομολόγων του δημοσίου, και αρνητική διαφορά ανάμεσα σε πληθωρισμό και επιτόκια – η ανησυχία είναι έκδηλη.
Οι ανισότητες προκαλούν αναταράξεις
Εξάλλου, αν κράτη και επιχειρήσεις έχουν μεγαλύτερη γκάμα εναλλακτικών επιλογών, για τα νοικοκυριά η σχέση τους με το χρέος που έχουν δημιουργήσει μοιάζει με ένα μονόδρομο ο οποίος οδηγεί απευθείας στον γκρεμό.
Αυτό, άλλωστε, είναι που φοβούνται και όσοι κάνουν λόγο για επικείμενες κοινωνικές αναταραχές. Και το ίδιο, υπό μία έννοια, που κάνει τον Ταγίπ Ερντογάν να επιμένει στην πολιτική των χαμηλών επιτοκίων, παραπέμποντας το πρόβλημα για μετά τις εκλογές του 2023.