Ήταν αργά το βράδυ της 15ης Ιουλίου του 2016, όταν εκδηλώθηκε στην Τουρκία η απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του Ερντογάν, η οποία όμως απέτυχε και του επέτρεψε να εδραιωθεί ακόμα περισσότερο στην εξουσία της χώρας.
Του Θοδωρή Γ. Κανέλλου
Μια ομάδα στους κόλπους των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας, το λεγόμενο “βαθύ κράτος” της Τουρκίας, έβλεπε ότι εξαιτίας της πολιτικής του Ερντογάν, κινδύνευε ο κοσμικός χαρακτήρας του πολιτεύματος της Τουρκίας, τον οποίον είχε εγκαθιδρύσει η επανάσταση του Κεμάλ Ατατούρκ σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και για να λέμε την αλήθεια εκείνο που τους πείραζε περισσότερο ήταν ότι έχαναν μια σειρά από τεράστια προνόμια που είχε ο Στρατός στη χώρα. Και όταν λέμε Στρατός, εννοούμε όχι μόνο αυτές καθαυτές τις Ένοπλες Δυνάμεις, αλλά και τις οικογένειες των στρατιωτικών, τα προνόμια των οποίων μειώνονταν έναντι των προνομίων των ισλαμιστών κληρικών, η δύναμη των οποίων αυξανόταν
Η εν λόγω ομάδα λοιπόν, με την προσωνυμία “Συμβούλιο Ειρήνευσης στην Πατρίδα”, επιχείρησε να ανατρέψει την κυβέρνηση και τον Ερντογάν. Προσπάθησαν να καταλάβουν θέσεις κλειδιά στην Άγκυρα, την Κωνσταντινούπολη, την Μαρμαρίδα και αλλού, όπως η είσοδος της Γέφυρας του Βοσπόρου, από την πλευρά της Ασίας, ωστόσο απέτυχαν, γιατί δυνάμεις πιστές στον Ερντογάν αντέδρασαν και στις μάχες που ακολούθησαν οι υποστηρικτές του Ερντογάν επικράτησαν. Είχαν σκοτωθεί περί τα 300 άτομα και περισσότερα από 2100 είχαν τραυματιστεί.
Το “Συμβούλιο Ειρήνευσης στην Πατρίδα” θεωρούσε ότι μαζί με τη διάβρωση του κοσμικού κράτους, που επιχειρούσε συστηματικά ο Ερντογάν (με την επαναφορά της μαντήλας π.χ. και τον διορισμό συντηρητικών ισλαμιστών, σε θέσεις κλειδιά και βασικά στη Δικαιοσύνη) απομειωνόταν η δημοκρατία, καταπατούνταν τα ανθρώπινα δικαιώματα και μειωνόταν η αξιοπιστία της Τουρκίας διεθνώς. Με τη βοήθεια της τεχνολογίας, το πραξικόπημα άρχισε να μεταδίδεται απευθείας σε όλον τον κόσμο. Μέσα σε περίπου δύο ώρες, ήταν σαφές ότι ο Ερντογάν που ήταν στην Μαρμαρίδα, είχε επικρατήσει.
Η επόμενη ημέρα
Η επόμενη ημέρα, η 16η Ιουλίου, ήταν η ημέρα που η Τουρκία άρχισε να βαδίσει με αδρά βήματα μακριά από τη Δημοκρατία, και το πιο σημαντικό, κυρίως για την Ελλάδα, μακρυά από την Ευρωπαϊκή Ένωση, μια πορεία που συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, όπως αποδεικνύεται από την πολύ πρόσφατη έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Η τουρκική κυβέρνηση τότε υποστήριξε ότι οι πραξικοπηματίες υποκινούνταν από το κίνημα του Αμπντουλάχ Γκιουλέν, του επιχειρηματία καθηγητή που ο Ερντογάν θεωρεί, τρομοκράτη, προσωπικό του εχθρό, και τον κατηγορεί ότι επιδιώκει την ανατροπή του πολιτεύματος στην Τουρκία. Ο Γκιουλέν ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Ερντογάν έφτασε να κατηγορήσει τότε τον αρχηγό της Αμερικανικής Κεντρικής Διοίκησης, στρατηγό Τζόζεφ Βότελ ότι είχε ταχθεί με τους πραξικοπηματίες. Εκείνος πρώτος όμως είχε κατηγορήσει τον Ερντογάν ότι συνέλαβε τις επαφές του Πενταγώνου στην Τουρκία. Το μεγαλύτερο τμήμα της διεθνούς κοινότητας καταδίκασε το πραξικόπημα. Εξαίρεση αποτέλεσε το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, επειδή εκδηλώθηκαν διαφωνίες επί του κειμένου της ανακοίνωσης. Από τις χώρες της Μέσης Ανατολής κάποιες τάχθηκαν με τους πραξικοπηματίες, ενώ άλλες περίμεναν να δουν ποιος θα νικήσει πριν πάρουν θέση. Το Ιράν αμέσως τάχθηκε με τον Ερντογάν.
Το Μάρτιο του 2017 ο επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών της Γερμανίας δήλωσε ότι η γερμανική κυβέρνηση δεν είχε πειστεί πως Γκιουλέν ήταν πίσω από το πραξικόπημα. Τον ίδιο μήνα, η Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Βρετανικής Βουλής ανακοίνωσε ότι κάποιοι Γκιουλενιστές είχαν αναμιχθεί στο πραξικόπημα, αλλά δεν είχε βρει αποδείξεις για ανάμιξη του ίδιου του Γκιουλέν, οπότε δεν είχε και λόγο να κατατάξει την οργάνωση του Γκιουλέν στις τρομοκρατικές οργανώσεις.
Τα γεγονότα πριν και μετά την απόπειρα πραξικοπήματος και βασικά οι ομαδικές εκκαθαρίσεις σε μεγάλα κομμάτια της κρατικής μηχανής, αντικατοπτρίζουν έναν περίπλοκο αγώνα εξουσίας που ήταν σε εξέλιξη τότε, αλλά και σήμερα, αφορώντας περισσότερο τις διάφορες θρησκευτικές και πολιτικές ελίτ στην Τουρκία.
Οι διώξεις
Μετά την καταστολή της απόπειρας, ακολούθησε κύμα ομαδικών συλλήψεων, με τουλάχιστον 40.000 άτομα να κλείνονται σε στάδια, γιατί οι φυλακές δεν τους χωρούσαν. Τουλάχιστον 10.000 από αυτούς ήταν στρατιωτικοί, ενώ 2745 ήταν δικαστικοί λειτουργοί και δικαστικοί υπάλληλοι και γι’ αυτούς τους τελευταίους δεν ήταν σαφές γιατί είχαν συλληφθεί. Η κυβέρνηση ανακάλεσε τις επαγγελματικές άδειες 15.000 καθηγητών και 21.000 δασκάλων που εργάζονταν στην ιδιωτική εκπαίδευση, με το σκεπτικό ότι όλοι αυτοί εργάζονταν για λογαριασμό του Γκιουλέν. Με την κατηγορία του “γκιουλενιστή” απολύθηκαν από τις εργασίες τους πάνω από 160.000 άτομα.
Ο Ερντογάν θεώρησε αρχηγό των πραξικοπηματιών τον πτέραρχο Ακίν Οζτύρκ, πρώην διοικητή της Πολεμικής Αεροπορίας. Δήλωσε ότι “οι υπεύθυνοι θα πληρώσουν βαρύ τίμημα” και διέταξε ένα απίστευτο κύμα εκκαθαρίσεων, τέτοιο που οι Τάιμς της Νέας Υόρκης και άλλα, ευρωπαϊκά ΜΜΕ, όπως ο Εκόνομιστ το περιέγραψαν ως “αντι-πραξικόπημα”. Οι Τάιμς του Λονδίνου εξέφρασαν την εκτίμηση ότι ο τούρκος πρόεδρος “θα γίνει περισσότερο εκδικητικός και παθιασμένος με τον έλεγχο της εξουσίας από κάθε άλλη φορά, εκμεταλλευόμενος την κρίση όχι μόνο για να τιμωρήσει τους στασιαστές, αλλά και για να καταπνίξει περαιτέρω οποιαδήποτε φωνή διαφωνίας έχει απομείνει στην Τουρκία“.
Οι δηλώσεις των υπουργών εξωτερικών ΗΠΑ και Γαλλίας που προειδοποιούσαν τον Ερντογάν ότι απομακρύνεται από τη δημοκρατία με το κύμα διώξεων που εξαπέλυσε δεν στάθηκαν αρκετές για να τον σταματήσουν. Συνελήφθησαν 163 στρατηγοί και ναύαρχοι, περίπου το 45% τέτοιων αξιωματικών στον τουρκικό στρατό, παρατηρητές του οποίου άρχισαν να σχολιάζουν ότι αρχίζει να πλήττεται πλέον το αξιόμαχό του. Στις 20 Ιουλίου είχαν συλληφθεί 45.000 αξιωματικοί του Στρατού, αστυνομικοί, δικαστές, δημόσιοι υπάλληλοι, κυβερνητικοί αξιωματούχοι και εκπαιδευτικοί, καθώς και όλοι οι κοσμήτορες των τουρκικών πανεπιστημίων.
Στις 17 Αυγούστου του 2016, οι αρχές αναγκάστηκαν να ελευθερώσουν 38.000 άτομα, γιατί οι φυλακές δεν χωρούσαν. Το χώρο όμως που άφησαν οι 38.000 τον κατέλαβαν 35.000 νέοι συλληφθέντες που θεωρήθηκε ότι σχετίζονταν με το πραξικόπημα. Τον Ιούλιο του 2018, καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη 72 πρώην στρατιωτικοί που είχαν συλληφθεί το 2016. Τον Ιούνιο του 2019 καταδικάστηκαν 151 άτομα σε ισόβια ως τρομοκράτες. Μεταξύ τους ήταν και ο Οζκύν.
Συνολικά, συνελήφθησαν και απολύθηκαν περίπου 200.000 δημόσιοι υπάλληλοι στο πλαίσιο των εκκαθαρίσεων. Οι άνθρωποι αυτοί δεν μπορούν να ξαναδουλέψουν στο Δημόσιο. Σε μεγάλο βαθμό είναι καταδικασμένοι σε οικονομικό θάνατο.
Οι εκκαθαρίσεις συνεχίστηκαν και στον ιδιωτικό τομέα αφού κατασχέθηκαν τα περιουσιακά στοιχεία περίπου 1000 εταιριών, ύψους 50-60 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Και όλοι ξέρουμε, ειδικά εδώ στην Ελλάδα, πόσοι Τούρκοι μετά το 2016 εγκαταλείπουν τη χώρα, ακόμα και μέσα σε βάρκες με Σύρους πρόσφυγες για να φτάσουν σε ευρωπαϊκό έδαφος και να ζητήσουν πολιτικό άσυλο. Άσυλο ζητούν συνεχώς από καιρό σε καιρό Τούρκοι υπήκοοι στην Ελβετία, στη Γερμανία, στο Βέλγιο ή και σε χώρες του ΝΑΤΟ.
Οι εκκαθαρίσεις στα ΜΜΕ
Τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι που επέκριναν τον Ερντογάν δεν έμειναν στον απυρόβλητο. Την πλήρωσε μέχρι και η Wikipedia, την οποία ο Ερντογάν “έκλεισε” στη χώρα του από τον Απρίλιο του 2017 ως τον Ιανουάριο του 2020. Τα διατάγματα που έθεσαν την χώρα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης επιτρέπουν στον Ερντογάν να τηλεφωνεί σε πάσης φύσεως επιχειρηματίες, κυρίως σε αυτούς που έχουν και επιχειρήσεις στο χώρο της ενημέρωσης και να τους υποδεικνύει τι δεν πρέπει να γράφουν και ποιους δημοσιογράφους να απολύουν. Έχουν δημοσιευτεί και συνομιλίες του Τούρκου προέδρου με μερικούς εκδότες. Τους μιλάει τόσο αυστηρά και τους απειλεί ότι θα κλείσει άλλες επιχειρήσεις τους, που κάποιοι ακούγονται να κλαίνε στις συνομιλίες. Ο ίδιος ο Ερντογάν έχει μόνο παραδεχτεί ότι έκανε κάποια τηλεφωνήματα, σε κάποιους εκδότες.
Τις επόμενες ημέρες του πραξικοπήματος ανακλήθηκαν οι άδειες 24 ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών, καθώς και οι δημοσιογραφικές διαπιστεύσεις 34 δημοσιογράφων, που θεωρήθηκαν Γκιουλενιστές. Έκλεισαν 29 εκδοτικοί οίκοι και 45 εφημερίδες τον Ιούλιο, ενώ ακόμα δέκα έκλεισαν τον Οκτώβριο του 2016. Έκλεισαν 16 περιοδικά και ακόμα τρία τον Οκτώβριο. Ο Ερντογάν έφτασε τότε να αναστείλει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Του το επέτρεπαν το διατάγματα με το οποία έθεσε την Τουρκία σε καθεστώς εκτάκτου ανάγκης. Συνελήφθησαν 36 δημοσιογράφοι, κατηγορούμενοι, ως Γκιουλενιστές, τις πρώτες ημέρες. Ως τον Αύγουστο είχαν συλληφθεί 108 δημοσιογράφοι. Ως τον Σεπτέμβριο είχαν δικαστεί και καταδικαστεί οι 50. Ο Τούρκος εκπρόσωπος των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα, έκανε λόγο για “κυνήγι μαγισσών στο χώρο της Δημοσιογραφίας”.
Οι διώξεις συνεχίστηκαν το 2017. Έκλεισαν 150 μέσα ενημέρωσης, και τα περιουσιακά τους στοιχεία κατασχέθηκαν. Μετά από ένα τέτοιο κύμα διώξεων υπήρχε λόγος να επιβληθεί λογοκρισία; Οι δημοσιογράφοι της Ζαμάν, της Μιλιέτ και της Ραντικάλ, θυμίζουν κάτι που απλώς ξέρουμε όλοι στον χώρο της ενημέρωσης. Η μεγαλύτερη και πιο αυστηρή λογοκρισία, είναι η αυτολογοκρισία. Αυτό που κάνουμε όλοι ενδομύχως, γνωρίζοντας το πλαίσιο στο οποίο εργαζόμαστε.
Η Τουρκία είναι η χώρα μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης με το μεγαλύτερο αριθμό αναγνωρισμένων παραβιάσεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οι περισσότερες εκ των οποίων αφορούν το άρθρο 10, γύρω από την ελευθερία έκφρασης. Κατέχει την υπ’ αριθμόν 157 θέση, επί συνόλου 178, στον κατάλογο της ελευθερίας έκφρασης που εξέδωσε το 2018, η οργάνωση Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα.
Το εύρος των διώξεων και των εκκαθαρίσεων που ακολούθησαν την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, καθώς και η ευκολία με την οποία η απόπειρα εκτροχιάστηκε και απετράπη προκάλεσε πολλές σκέψεις για τον ρόλο του Ερντογάν στην απόπειρα. Ειπώθηκε δηλαδή ότι το προκάλεσε με κάποιον τρόπο γιατί το είχε θέσει υπό έλεγχο και μπορούσε να το οδηγήσει με ασφάλεια στην αποτυχία.
Το αποτέλεσμα πάντως παραμένει αδιαμφισβήτητο: Έκτοτε κυβερνά ανενόχλητος. Αλλά αυτό τον καθιστά και προσωπικώς υπεύθυνο για την τύχη της Τουρκίας.